Η ελευθερία και η δημοκρατία θεωρούνται συγγενείς έννοιες. Το ιδανικό της ανθρώπινης ελευθερίας συνοδεύει την πολιτική σκέψη της σύγχρονης εποχής, εκείνης που εγκαινιάζουν οι πρώτες δημοκρατικές επαναστάσεις, πρώτα στην Αγγλία και στην Αμερική και αργότερα στη Γαλλία. Η κεντρική ιδέα που τις ενέπνευσε είχε ήδη σχηματισθεί την εποχή του Διαφωτισμού: κάθε άνθρωπος είναι ανεξάρτητος και ίσος σε ηθική αξία με οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο και δεν πρέπει να δεχθεί να υποστεί πολιτικό εξαναγκασμό ή εξουσιαστική κηδεμονία. Η ελευθερία ήταν νόμιμο και φυσικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου και δεν ήταν ανεκτός ο περιορισμός ή η κατάργησή της από την πολιτική εξουσία με πρόσχημα την ανωριμότητα ή την ανάγκη προστασίας των ατόμων που συνιστούν ένα κοινωνικό σύνολο.


Από την πρώτη στιγμή αυτό σήμανε ότι η ατομική περιουσία του καθενός είναι δική του και η πρώτη και άμεση πράξη κάθε μορφής τυραννίας είναι η αφαίρεσή της από τον νόμιμο κάτοχό της χωρίς τη συγκατάθεσή του. Μόνο μέσα από όργανα δημοκρατικής εκπροσώπησης είναι δυνατόν να εξασφαλισθεί συναίνεση σε κάτι τέτοιο και αυτό είναι το νόημα του γνωστού συνθήματος της Αμερικανικής Επανάστασης: «Οχι φόρους χωρίς εκπροσώπηση». Αυτό που ζήτησαν επομένως οι δημοκρατικές επαναστάσεις το 1688 στην Αγγλία και το 1776 στην Αμερική, και το οποίο πέτυχαν οριστικά, ήταν ο περιορισμός της πολιτικής εξουσίας, ακριβώς διότι κύριο μέλημά τους ήταν η εξασφάλιση της ελευθερίας πριν απ’ όλα. Από τις αρχές επομένως της νεότερης ιστορίας, το δημοκρατικό κίνημα συνυφαίνεται με την ελευθερία ως αίτημα απαλλαγής από τους καταναγκασμούς της πολιτικής εξουσίας και στράφηκε αρχικά κατά των βασιλέων, εφόσον η μοναρχία αντιπροσώπευε τον απόλυτο και συγκεντρωτικό χαρακτήρα αυτής της εξουσίας.


Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι οι δημοκρατικοί αγώνες για τον περιορισμό της εξουσίας έχουν άμεση σχέση με την ελευθερία, όχι μόνο ιστορικά αλλά και λογικά, αν δοθεί στην τελευταία όχι «θετική» αλλά «αρνητική» έννοια, κατά την κλασική διατύπωση του Isaiah Berlin (1958). Ο μεγάλος βρετανός πολιτικός φιλόσοφος κάνει διάκριση ανάμεσα στην πρώτη, που σημαίνει την κατοχή «θετικής» δυνατότητας δράσης, και στη δεύτερη, που είναι «αρνητική» με την έννοια της απουσίας εμποδίων που να έχουν τοποθετηθεί εμβόλιμα στη δράση του ατόμου. Αυτά τα εμπόδια συνηθέστατα τοποθετούνται από την πολιτική εξουσία, η οποία είναι τυραννική όταν και στον βαθμό που λαμβάνει ανελεύθερα μέτρα.


Αν όμως η ιστορία της ελευθερίας είναι πράγματι ιστορία αγώνων κατά της εξουσίας, όπως λέει ο Woodrow Wilson, τίθεται ένα βασικό πρόβλημα για τον ίδιο τον λόγο ύπαρξης της τελευταίας και που είναι ίσως το βασικότερο της πολιτικής φιλοσοφίας: για ποιο λόγο έχει οποιοσδήποτε υποχρέωση υπακοής σε οποιονδήποτε άλλο και κυρίως αν αυτός είναι φορέας πολιτικής εξουσίας; Και λέω ότι το πρόβλημα είναι φιλοσοφικό διότι είναι κατά κύριο λόγο δεοντολογικό. Δεν ρωτάμε, όπως λέει ο Isaiah Berlin, γιατί και κάτω από ποιες συνθήκες συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες δείχνουν υπακοή αλλά σε ποιες κανονιστικές αρχές βασίζεται η υποχρέωση υπακοής.


Και μόνο το γεγονός ότι αυτό το ερώτημα μπορεί να τεθεί στις σύγχρονες κοινωνίες όχι μόνο από τον πολιτικό φιλόσοφο αλλά από οποιονδήποτε άνθρωπο σημαίνει πως έχουμε ως αξιακή αρχή την ελευθερία. Ο άνθρωπος που ζει σ’ ένα δημοκρατικό καθεστώς θεωρεί τον εαυτό του κατ’ αρχήν ελεύθερο, ακόμα και αν δέχεται την ανάγκη ή την υποχρέωση υπακοής στην πολιτική εξουσία. Η τελευταία έπεται και δεν προϋπάρχει της ελευθερίας ­ όχι ιστορικά και εμπειρικά αλλά από λειτουργική καθώς και αξιακή σκοπιά.


Με την έννοια αυτή, στέρηση ή μείωση της ελευθερίας σημαίνει επιβολή «κόστους» σε οποιοδήποτε άτομο, αν με τον όρο αυτόν νοείται η ακούσια αφαίρεση ή μείωση οποιασδήποτε δυνατότητας που κατέχει ήδη, από περιουσιακό στοιχείο μέχρι δυνατότητα κίνησης ή σκέψης. Είναι γεγονός ότι η ζωή μέσα σε μια σύγχρονη δημοκρατία συνεπάγεται «κόστος», με την έννοια αυτή του περιορισμού της ελευθερίας, εφόσον, όπως έγραφε ο Jeremy Bentham, ο οποιοσδήποτε νόμος συνεπάγεται κάποια απαγόρευση, ακόμα και όταν εξασφαλίζει την ίδια την ελευθερία! Μπορεί όμως να υποστηριχθεί βάσιμα ότι αυτό που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη δημοκρατία είναι ακριβώς το γεγονός πως ελαχιστοποιεί την αναγκαία επιβολή τέτοιου «κόστους» στους πολίτες της. Και από τη στιγμή που αυτή η κρίση για τη σχέση ελευθερίας και δημοκρατίας είναι γενικά αποδεκτή, έχουμε τις βάσεις για την απάντηση στο αρχικό ερώτημα της ανάγκης υπακοής στην πολιτική εξουσία: υπάρχει αποκλειστικά στον βαθμό που επιτελεί αυτό το λειτούργημα. Οποιοδήποτε άλλο αιτιολογικό μπορεί να προβάλλει ο κολεκτιβιστής οποιασδήποτε απόχρωσης είναι «εκ του πονηρού» και στρέφεται κατά της ελευθερίας.


Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής της Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.