Η Ευρώπη δεν αντέχει πλέον τον κινεζικό ανταγωνισμό κι είναι έτοιμη να θυσιάσει όχι μόνο τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού αλλά και το οικολογικό της προφίλ προκειμένου να βάλει φραγμούς στις εισαγωγές φθηνών προϊόντων από την Κίνα. Δεν γίνεται βέβαια λόγος για τις εισαγωγές επώνυμων ρούχων που κατασκευάζονται για λογαριασμό ευρωπαϊκών εταιρειών σε εργοστάσια της Κίνας και της Νοτιοανατολικής Ασίας. Οι αυξημένοι δασμοί που προτίθεται να επιβάλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από τον ερχόμενο μήνα αφορούν την ευρωπαϊκή αγορά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας η οποία πλήττεται από τις «αθέμιτες» κρατικές επιδοτήσεις κινεζικών εταιρειών.

Το τείχος προστασίας που θέλει όμως να ορθώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στο Πεκίνο –και όχι μόνο. Ο κινέζος πρωθυπουργός που επισκέπτεται σήμερα το Βερολίνο αναζητεί ευήκοα ώτα ανάμεσα στους γερμανούς βιομηχάνους που δεν βλέπουν με καλό μάτι τη διατάραξη της ομαλότητας των σινογερμανικών εμπορικών σχέσεων. Στρατηγική αντιμετώπισης του κινεζικού «ντάμπινγκ» τιμών στα φωτοβολταϊκά αναζητούν και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου ήδη έχουν αυξηθεί οι φόροι στα εισαγόμενα από την Κίνα προϊόντα.
Ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών της γερμανικής κυβέρνησης Φίλιπ Ρέσλερ δεν δίστασε να χαρακτηρίσει «μεγάλο λάθος» τη σχεδιαζόμενη από τις Βρυξέλλες επιβολή αυξημένων δασμών (που θα κυμαίνονται στο 47%) στα κινεζικά φωτοβολταϊκά συστήματα, ευθυγραμμιζόμενος απόλυτα με τις αντίστοιχες «συστάσεις» που διατύπωσε η Ομοσπονδία Γερμανών Βιομηχάνων διά του προέδρου της Ούλριχ Γκρίλο. «Οι τιμωρητικού χαρακτήρα φόροι είναι το λάθος εργαλείο» δήλωσε την περασμένη εβδομάδα γερμανός υπουργός στην εφημερίδα «Welt» προσθέτοντας ότι «θα πρέπει να γίνει ό,τι είναι δυνατόν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να αποφευχθεί μια ολική εμπορική σύγκρουση» με την Κίνα.
Αντιρρήσεις


Οι γερμανικές αντιρρήσεις διατυπώνονται λίγο προτού τεθούν σε εφαρμογή οι προτάσεις του ευρωπαίου επιτρόπου Εμπορίου Κάρελ ντε Γκουχτ για την επιβολή δασμών εισαγωγής σε προϊόντα που παράγονται από κινεζικές εταιρείες που επιδοτούνται από το Πεκίνο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε ξεκινήσει από τον περασμένο Σεπτέμβριο έρευνα για τις κινεζικές εταιρείες που επιδοτούνται από το Πεκίνο κατά παράβαση των ευρωπαϊκών κανονισμών ανταγωνισμού.
Οι Βρυξέλλες κατέληξαν ότι ο συνδυασμός του εξαιρετικά χαμηλού εργατικού κόστους και των κρατικών ενισχύσεων επιτρέπει στις κινεζικές επιχειρήσεις να εξάγουν στην Ευρώπη (αλλά και στις ΗΠΑ) πάμφθηνα προϊόντα τεχνολογίας, όπως φωτοβολταϊκά συστήματα αλλά και τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό. Και σε αυτή την περίπτωση όμως τα συμφέροντα καταναλωτών και επιχειρηματικού κόσμου δεν ταυτίζονται. Διότι τα φθηνά προϊόντα από την Κίνα μπορεί να είναι καλοδεχούμενα για τους ευρωπαίους καταναλωτές, όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με τις επιχειρήσεις του κλάδου που βρίσκονται στο χείλος της χρεοκοπίας.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η SolarWorld που βρίσκεται πίσω από την έρευνα της Επιτροπής, αλλά και από την αντίστοιχη κίνηση των ομοσπονδιακών αρχών στις ΗΠΑ, είναι εταιρεία γερμανικών συμφερόντων που κατασκευάζει φωτοβολταϊκά συστήματα.
Ο ιδιοκτήτης της Φρανκ Ασμπεκ ήταν ο άνθρωπος που ζήτησε από τις αμερικανικές αρχές ανταγωνισμού να προστατεύσουν τα συμφέροντά του. Οταν κέρδισε την υπόθεση στις ΗΠΑ, ο ίδιος ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κινηθεί αντίστοιχα «τιμωρώντας» τους κινέζους κατασκευαστές για τις αθέμιτες πρακτικές τους.
Η ειρωνεία είναι ότι τώρα κάποιοι συμπατριώτες του κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους προκειμένου να μην ξεσπάσει ο (καθ’ υπερβολή) αποκαλούμενος «εμπορικός πόλεμος» ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Κίνα. Την ίδια στιγμή, 20 μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στα συστήματα εκμετάλλευσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) βρίσκονται σε καθεστώς προστασίας από τους πιστωτές τους αδυνατώντας να πουλήσουν στην αγορά τα προϊόντα τους σε τιμές χαμηλότερες από αυτές των κινέζων ανταγωνιστών.
Βέβαια, το πρόβλημα για τους ευρωπαίους κατασκευαστές δεν εντοπίζεται μόνο στον εξ ανατολών ανταγωνισμό, αλλά έχει ρίζες και στις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται από τις εθνικές κυβερνήσεις –ανεξαρτήτως πολιτικού προσανατολισμού –με τις συστάσεις του Βερολίνου και των συν αυτώ. Διότι από τις περικοπές δημοσιονομικών δαπανών που εντέλλονται οι Βρυξέλλες δεν έχουν γλιτώσει οι κρατικές επιδοτήσεις για την αγορά ή εγκατάσταση φωτοβολταϊκών ή άλλων συστημάτων ΑΠΕ. Αποτέλεσμα αυτών των περικοπών ήταν η περυσινή μείωση (για πρώτη φορά κατά την τελευταία δεκαετία) των εγκαταστάσεων ηλιακών πάνελ στην Ευρώπη από 22 γιγαβάτ σε (2011) σε 17 γιγαβάτ (2012).
Αλληλεξάρτηση


Από την άλλη πλευρά, όσοι αντιτίθενται στην υιοθέτηση προστατευτικών μέτρων από την Ευρωπαϊκή Ενωση βασίζονται στις σχέσεις αλληλεξάρτησης που διέπουν το σινοευρωπαϊκό εμπόριο με τις θέσεις εργασίας στην Ευρώπη. Το επιχείρημα αυτό χρησιμοποίησε δικαιολογημένα η γερμανική ομοσπονδία βιομηχάνων, καθώς οι γερμανικές εξαγωγές στην Κίνα αντιστοιχούν στο 6% του συνολικού όγκου εξαγωγών αποφέροντας ετησίως περισσότερα από 60 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι οι Γερμανοί έχουν πράγματι κάθε λόγο να μη θέλουν να «ενοχλήσουν» τους εμπορικούς εταίρους τους. Παράλληλα, πολλοί επισημαίνουν ότι το μόνο αποτέλεσμα που θα έχει η εφαρμογή κοινοτικών περιορισμών στις εισαγωγές από την Κίνα θα είναι να αγοράζουν ακόμη ακριβότερα τα αντίστοιχα προϊόντα οι ευρωπαίοι καταναλωτές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ