Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τα ονόματα των 88 αστερισμών στους οποίους υποδιαιρείται η ουράνια σφαίρα, δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει ότι σχεδόν όλοι, όσων το όνομα έχει σχέση με το νερό και είναι ορατοί από την εύκρατη ζώνη του Βόρειου Ημισφαιρίου, βρίσκονται συγκεντρωμένοι στην ίδια περιοχή του ουρανού. Βόρεια από την εκλειπτική (δηλαδή τη φαινόμενη τροχιά του Ηλιου στην ουράνια σφαίρα) βρίσκεται το Δελφίνι και νότια από αυτήν ο Νότιος Ιχθύς, το Κήτος και ο Ηριδανός (ο ουράνιος ποταμός των αρχαίων Ελλήνων). Πάνω ακριβώς στην εκλειπτική βρίσκονται δεξιά ο Αιγόκερως (τράγος με ουρά ψαριού) και αριστερά οι Ιχθύες, έχοντας στο κέντρο τους τον ζωδιακό αστερισμό του Υδροχόου. Η αιτία δεν είναι γνωστή, μια και η προέλευση των περισσότερων από τα ονόματα των αστερισμών χάνεται στα βάθη της Ιστορίας, πολλοί όμως αποδίδουν αυτό το χαρακτηριστικό στο ότι ο Ηλιος βρίσκεται στο «κέντρο» αυτής της περιοχής, στον Υδροχόο, κατά τη διάρκεια της βροχερής εποχής στο Βόρειο Ημισφαίριο. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι αστρονόμοι των λαών της Μεσοποταμίας αποκαλούσαν όλη αυτή την περιοχή του ουρανού «Θάλασσα» και πίστευαν ότι βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Υδροχόου. Πράγματι, την εποχή της ακμής των λαών της Μεσοποταμίας ο Ηλιος διέσχιζε τον αστερισμό του Υδροχόου από τις 21 Ιανουαρίου ως τις 19 Φεβρουαρίου, οπότε και έπεφταν οι ήπιες βροχές που ευνοούσαν τις γεωργικές καλλιέργειες. Λόγω όμως του φαινομένου της μετάπτωσης των ισημεριών (δηλαδή της μεταβολής της διεύθυνσης του άξονα περιστροφής της Γης), σήμερα ο Ηλιος διασχίζει τον αστερισμό του Υδροχόου από τις 14 Φεβρουαρίου ως τις 14 Μαρτίου.


Από σφραγιδόλιθους, που βρέθηκαν σε αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή της αρχαίας Βαβυλώνας, διαπιστώνουμε ότι ο ζωδιακός αστερισμός του Υδροχόου παριστανόταν, από πολύ παλιά, ως ένας άνδρας ή ένα αγόρι που ρίχνει νερό από μια υδρία. Σε νεότερες απεικονίσεις η ανθρώπινη μορφή πολλές φορές παραλείπεται, αφήνοντας μόνο την υδρία. Για τους φίλους μάλιστα των Αστερίξ και Οβελίξ αξίζει να αναφερθεί ότι η παράδοση αυτή είχε φθάσει ως τη Γαλατία, όπου ο Βερσενζετορίξ (Vercingetorix), ο γαλάτης βασιλιάς που πολέμησε τον Ιούλιο Καίσαρα, είχε εκδώσει στατήρες (μεταλλικά νομίσματα), οι οποίοι ονομάζονταν δίωτοι επειδή στη μία όψη τους παριστανόταν ο αστερισμός του Υδροχόου σαν μια υδρία με δύο χερούλια (αφτιά). Την πληροφορία αυτή αναφέρει στο αστρονομικό – ποιητικό έργο του Eclogae ο ρωμαίος ποιητής (γαλατικής καταγωγής) του 4ου μ.Χ. αιώνα Decimus Magnus Ausonius.


Η δύναμη της παράδοσης, που ήθελε τον αστερισμό αυτόν να κυριαρχεί στον υδάτινο κόσμο, οδήγησε τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Δυτικής Ευρώπης να συνδέσουν κατά τον 16ο μ.Χ. αιώνα τον Υδροχόο με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και τον Μωυσή (που είχε βρεθεί ως βρέφος να επιπλέει σε ένα καλάθι στον Νείλο).


Το όνομα του αστερισμού στα ελληνικά παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο από την εποχή των ομηρικών επών, στα οποία αναφέρεται ως Υδροχοεύς. Ο Πίνδαρος μάλιστα, σε ένα από τα ποιήματά του, αναφέρει ότι συμβολίζει τις πηγές του Νείλου, από όπου πηγάζει το ζωογόνο νερό της Γης. Η παράδοση αυτή φαίνεται ότι προέρχεται από τους Αιγύπτιους, οι οποίοι φαντάζονταν ότι η δύση του αστερισμού προκαλούσε την άνοδο της στάθμης του ποταμού Νείλου, «καθώς ο Υδροχόος βύθιζε σε αυτόν την τεράστια υδρία του για να τη γεμίσει με νερό». Οι Αραβες, από την πλευρά τους, θεωρούσαν ότι ο αστερισμός έφερνε καλοτυχία, όπως φαίνεται άλλωστε καθαρά και από τα ονόματα που είχαν δώσει στα τρία πρώτα αστέρια του:


α) Υδροχόου: Sandalmelik, Το Τυχερό Αστέρι του Βασιλιά.


β) Υδροχόου: Sadalsud, Το πιο τυχερό από τα τυχερά, επειδή ανατέλλει μαζί με τον Ηλιο όταν έχει περάσει ο χειμώνας και αρχίζει η εποχή των βροχών.


γ) Υδροχόου: Sadalachbia, Το Τυχερό των Σκηνών, επειδή όταν ανατέλλει στο ανοιξιάτικο λυκόφως οι νομάδες αρχίζουν να μεταφέρουν τις σκηνές τους στα βοσκοτόπια.


Ο αστερισμός του Υδροχόου μπορεί να εντοπιστεί σχετικά εύκολα, από τους τέσσερις αστέρες του γ, ζ, η και π, οι οποίοι σχηματίζουν στον ουρανό ένα κεφαλαίο Υ, που οι αρχαίοι Ελληνες ονόμαζαν Κάλπη (είδος υδρίας που χρησιμοποιούνταν και για ψηφοδόχος).


Στον Υδροχόο βρίσκονται δύο πολύ ενδιαφέροντα δείγματα ενός είδους αστρονομικών αντικειμένων που ονομάζονται πλανητικά νεφελώματα. Αυτά δημιουργούνται κατά το τελευταίο στάδιο της ζωής ορισμένων αστέρων, κατά το οποίο ένα τμήμα της επιφάνειάς του «αποτινάσσεται» προς το Διάστημα, είτε βίαια είτε ομαλά. Η βίαιη αποτίναξη συμβαίνει αν ο αστέρας εκραγεί ως καινοφανής (nova), ενώ η ομαλή κατά τη φάση όπου ο αστέρας μετατρέπεται σε ερυθρό υπεργίγαντα. Το εκτινασσόμενο υλικό δημιουργεί ένα κέλυφος γύρω από τον αστέρα, το οποίο απομακρύνεται με ταχύτητα 100.000 χιλιομέτρων την ώρα, έτσι ώστε μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια φαίνεται σαν ένας κυκλικός δακτύλιος με τον αστέρα στο κέντρο του.


Το πρώτο από τα νεφελώματα αυτά είναι το πλανητικό νεφέλωμα του Κρόνου, που ονομάζεται έτσι επειδή το σχήμα του μοιάζει με το σχήμα του γνωστού πλανήτη. Το νεφέλωμα βρίσκεται σε απόσταση 3.900 ετών φωτός και προέρχεται από την έκρηξη ενός καινοφανούς αστέρα, η οποία μάλιστα ήταν ασύμμετρη. Για τον λόγο αυτόν το κέλυφος δεν είναι σφαιρικά συμμετρικό, αλλά έχει δύο αντιδιαμετρικά «εξογκώματα», που μοιάζουν με τις λαβές ενός δοχείου και δίνουν στο αντικείμενο συνολικά την όψη του πλανήτη Κρόνου με τους δακτυλίους του. Το νεφέλωμα αυτό παρατηρήθηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1782 από τον άγγλο αστρονόμο Sir William Herschel (που ανακάλυψε επίσης τον πλανήτη Ουρανό) και καταγράφηκε στον κατάλογο των νεφελωμάτων που ετοίμασε, ως συμπλήρωμα του καταλόγου του Messier, ο δανός αστρονόμος και διευθυντής του Αστεροσκοπείου του Armagh (Βόρεια Ιρλανδία) Johan Ludwig Emil Dreyer με βάση τις παρατηρήσεις των Sir William και Sir John Herschel (πατέρας και γιος!). Ο κατάλογος αυτός ονομάστηκε Νέος Γενικός Κατάλογος Νεφελωμάτων και Αστρικών Σμηνών (New General Catalogue, συντομογραφικά NGC) και στον κατάλογο αυτόν το νεφέλωμα του Κρόνου φέρει τον αριθμό NGC 7009.


Το δεύτερο από τα ενδιαφέροντα πλανητικά νεφελώματα του Υδροχόου είναι το πλανητικό νεφέλωμα της Ελικας (NGC 7293). Το νεφέλωμα αυτό βρίσκεται σε σχετικά κοντινή (για αστρονομικά δεδομένα) απόσταση από εμάς: «μόνο» 450 έτη φωτός. Είναι λοιπόν αξιοπερίεργο ότι δεν είχε παρατηρηθεί από την πρώτη γενιά των αστρονόμων που είχαν ασχοληθεί με τα νεφελώματα, δηλαδή τους Messier, Herschel και Dreyer. Στο νεφέλωμα αυτό παρατηρούνται χιλιάδες νηματοειδείς σχηματισμοί διατεταγμένοι ακτινικά, και σε απόσταση μερικών τρισεκατομμυρίων χιλιομέτρων γύρω από το κεντρικό αστέρι, όπως ακριβώς οι ακτίνες της ρόδας ενός ποδηλάτου. Οι σχηματισμοί αυτοί μοιάζουν με ουρές κομητών, η κεφαλή των οποίων δεν είναι ορατή με τα επίγεια τηλεσκόπια. Με τη βοήθεια του διαστημικού τηλεσκοπίου Hubble διαπιστώθηκε πρόσφατα (άνοιξη 1996) ότι η διάμετρος της κάθε κεφαλής είναι 6 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα (διπλάσια από αυτήν του ηλιακού συστήματος) και το μήκος της κάθε ουράς 150 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα, δηλαδή χίλιες φορές μεγαλύτερη από την απόσταση Γης – Ηλιου! Οι διαστάσεις αυτές δείχνουν ότι οι σχηματισμοί δεν είναι κομήτες, αλλά το αποτέλεσμα της σύγκρουσης δύο ξεχωριστών φλοιών που εκτοξεύτηκαν διαδοχικά από το κεντρικό αστέρι με διαφορά 10.000 ετών. Καθεμιά από τις χιλιάδες αυτές κεφαλές αποτελεί έναν καινούργιο πλανήτη, στο μέγεθος της Γης, ο οποίος έχει ξεφύγει από τη βαρυτική έλξη του αστεριού και ταξιδεύει ελεύθερος στον μεσοαστρικό χώρο!


Εκτός από τα δύο παραπάνω νεφελώματα, ο αστερισμός του Υδροχόου έχει και ένα άλλο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους αστρονόμους. Ο πλανήτης Αρης είχε περάσει ακριβώς μπροστά από τον αστέρα ψ Υδροχόου την 1η Οκτωβρίου του 1672, γεγονός που είχε προβλεφθεί από τον άγγλο βασιλικό αστρονόμο Flamstead και, με βάση τις οδηγίες του, είχε παρατηρηθεί από τον γάλλο αστρονόμο Jean Richer που βρισκόταν στην πόλη Cayenne της Γαλλικής Γουιάνας. Η παρατήρηση αυτή έχει μεγάλη σημασία για τους σημερινούς αστρονόμους, επειδή έγινε την εποχή όπου δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί η φωτογραφία και επομένως δεν υπήρχαν μέθοδοι για να μετρηθεί με την απαιτούμενη ακρίβεια η θέση ενός αστέρα στον ουρανό. Γνωρίζοντας, όμως, σήμερα ότι ο πλανήτης Αρης βρισκόταν ακριβώς μπροστά από τον αστέρα ψ Υδροχόου σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, μπορούμε να μετρήσουμε με σύγχρονες μεθόδους τη θέση αυτού του αστέρα και έτσι να γνωρίζουμε με την ίδια ακρίβεια τη θέση του πλανήτη πριν από τρεις αιώνες! Αυτή η παρατήρηση βοήθησε τους νεότερους αστρονόμους να υπολογίσουν με μεγάλη ακρίβεια την τροχιά του Αρη και, στη συνέχεια, πολλά άλλα στοιχεία για τις τροχιές και τις μάζες άλλων πλανητών καθώς και αστεροειδών του Ηλιακού μας Συστήματος.


Ο κ. Χ. Βάρβογλης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ.