Το προφανώς πιο γνωστό στους Ελληνες βιβλίο για τον Μπαχ, το Μικρό χρονικό της Αννας Μαγκνταλένα (sic!) Μπαχ (Αθήνα, «Νεφέλη», 1990) είναι ψευδεπίγραφο. Συγγραφέας του δεν είναι η δεύτερη σύζυγος του κορυφαίου καλλιτέχνη, αλλά μια Αγγλίδα του αιώνα μας, η Esther Meynell, η οποία έχει συγγράψει και άλλες βιογραφίες που απευθύνονται μάλλον σε ένα λαϊκό κοινό, μεταξύ των οποίων μία με τον τίτλο Bach (Λονδίνο 1934). Το αγγλικό πρωτότυπο (The little chronicle of Magdalena Bach) εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1925 χωρίς το όνομα της πραγματικής συγγραφέως. Στον κατάλογο της Βρετανικής Βιβλιοθήκης αναφέρονται άλλες δύο εκδόσεις του 1934 και του 1949, που μάλλον δεν το κρύβουν πια. Πραγματικό best-seller όμως έγινε το βιβλίο στη ναζιστική Γερμανία, όπου ως το 1945 πρόφθασε τουλάχιστον 26 εκδόσεις. Η πρώτη έγινε στη Λειψία το 1930. Το αργότερο από το 1935 το όνομα της Esther Meynell μπήκε όχι στη σελίδα τίτλου, αλλά τουλάχιστον με μικρά στοιχεία σε άλλο σημείο. Πουθενά όμως δεν αναγράφεται όνομα μεταφραστή. Ακολούθησαν άλλες εκδόσεις μετά τον πόλεμο, και ως το 1962 το βιβλίο έφθασε τη 483η χιλιάδα! Αργότερα ξεχάστηκε και δεν εντόπισα καμία έκδοση μετά το 1968 στον γερμανόφωνο χώρο.


Το βιβλίο της Esther Meynell είναι συμπίλημα από γνήσια ντοκουμέντα, τα γνωστά βιογραφικά στοιχεία του Μπαχ, ανέκδοτα με αμφίβολη τιμή αλήθειας που σώζονται σε διάφορες πηγές (έτσι π.χ. η ιστορία με τους ζητιάνους και εκείνη με τον Kirnberger και τον έμπορο, την οποία, αν δεν γελιέμαι, αφηγείται ο Goethe), κάποια περί Μπαχ στερεότυπα (εξ ου η επιμονή στη θρησκεία και στην ειδυλλιακή οικογενειακή ζωή) και στοιχεία μυθοπλασίας (ανάμεσά τους η φανταχτερή πρώτη συνάντηση του ζευγαριού, που όχι τυχαία τοποθετείται μέσα σε εκκλησία, αλλά και ο δήθεν μαθητής του Μπαχ και αποδέκτης του χρονικού). Δεν λείπουν επίσης και μακροσκελή παραθέματα από θρησκευτικά βιβλία!


Ο Peter Schleuning αποδίδει την επιτυχία του Μικρού χρονικού στην έμφαση που δίνει στη συζυγική ευτυχία και στη διάθεση της Anna Magdalena για θυσία, «αν και για την πρώτη γνωρίζουμε ελάχιστα και για τη δεύτερη τίποτε». Οπωσδήποτε ο κεραυνοβόλος έρωτας και η αισθηματική φλυαρία της Esther Meynell ικανοποιούν τα γούστα ενός λαϊκού κοινού. Η ηρωοποίηση του Μπαχ ως προμάχου της αδάμαστης γερμανικής αγωνιστικότητας (ενδιαφέρον εδώ ο τρόπος με τον οποίο οι Ιταλοί και οι Γάλλοι ­ όχι βέβαια και οι Αγγλοι ­ παρουσιάζονται ως μαλθακοί και επιπόλαιοι) και η «αγιοποιημένη» εικόνα του «αρχικάντορα», όπως τη ζωγράφισε ο Spitta στη μεγάλη του μονογραφία, ήταν ήδη οικείες στους γερμανούς αναγνώστες. Η ταπεινή ζωή και ο αγώνας του ήρωα μέχρις εσχάτων για την εκπλήρωση ενός εκ γενετής καθορισμένου ανώτερου χρέους ­ αν και θρησκευτικού εδώ ­ εναρμονίζεται άριστα με τη ναζιστική ιδεολογία. Αυτό ισχύει όμως κυρίως για την αυτοθυσία της ηρωίδας, που περιορίζεται στον ρόλο της συζύγου και μητέρας: «Μοναδική επιθυμία και μοναδικός σκοπός μου ήταν να του είμαι ευχάριστη και να κάνω το σπίτι του έναν χώρο όπου θα ένιωθε ευτυχισμένος». Ούτε λόγος για την Αννα Μαγκνταλένα Μπαχ ως επαγγελματία τραγουδίστρια ­ και ας κέρδιζε το δεύτερο μεγαλύτερο μισθό μουσικού στην αυλή του Kothen! Αντίθετα τονίζεται η δήθεν ανεπάρκεια των μουσικών της γνώσεων και η παραίτησή της από κάθε φιλοδοξία, ενώ οι έγκυροι βιογράφοι συμφωνούν στο ότι πρέπει να έπαιζε για τον Μπαχ και τον ρόλο της συνεργάτιδας και κριτικού των έργων του. Ισως δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το υπόδειγμα της καλής Γερμανίδας παραμερίστηκε ακριβώς το 1968.


Για τον σημερινό αναγνώστη το βιβλίο δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον. Δεν μπορούμε φυσικά να του αποδώσουμε λογοτεχνική αξία. Οι δε περί Μπαχ απόψεις που προβάλλει δεν ανταποκρίνονται στα πορίσματα της σύγχρονης έρευνας.


Η Esther Meynell αποδίδει στον Μπαχ έργα τα οποία δεν θεωρούνται πια γνήσια. Εδώ εμπίπτει η διαιώνιση της ξεπερασμένης ιδέας ότι, όπως το πρώτο, έτσι και το δεύτερο Τετράδιο μουσικής για την Αννα Μαγκνταλένα Μπαχ (1725) γράφτηκε από τον άντρα της γι’ αυτήν. Οπως γνωρίζουμε σήμερα της το χάρισε ως μουσικό λεύκωμα.


Το εγκαινίασε βέβαια ο ίδιος με δύο δικές του παρτίτες (BWV 827 και 830), αλλά κατά τα άλλα περιέχει αντίγραφα της γυναίκας του κυρίως, από ποικίλα κομμάτια της αρέσκειάς της και δικά του και άλλων, ανάμεσά τους και τραγούδια και κομμάτια του συρμού. Επειδή λείπουν τα ονόματα των συνθετών και επιπλέον η Αννα Μαγκνταλένα Μπαχ προσάρμοσε τον γραφικό της χαρακτήρα σε απίστευτο βαθμό σ’ εκείνον του συζύγου της, για πολύ καιρό όλο το περιεχόμενο αποδιδόταν αβασάνιστα σ’ αυτόν. Η Esther Meynell αγνοεί και το ότι οι κανόνες για την εκτέλεση του ενάριθμου βάσιμου καταγράφθηκαν από την Αννα Μαγκνταλένα Μπαχ, και ότι στο πρώτο της τετράδιο (1722) ο τίτλος καλλιγραφήθηκε από την ίδια.


Η Esther Meynell δεν γνωρίζει φυσικά τα σύγχρονα δεδομένα σχετικά με τη χρονολόγηση των έργων του Μπαχ, όπως προέκυψε από την έρευνα των von Dadelsen και Durr. Οι σωζόμενες θρησκευτικές καντάτες στη συντριπτική τους πλειονότητα χρονολογούνται στα έτη 1723-1726. Ακριβώς κατά τα χρόνια (αρχή της δεκαετίας του 1730) που κατά την Esther Meynell «δούλευε τρομακτικά» ως κάντορας, ο Μπαχ είχε ήδη δημιουργήσει ένα ικανοποιητικό εκκλησιαστικό ρεπερτόριο. Πρέπει να επεδίωκε, κυρίως ως διευθυντής του Collegium Musicum της Λειψίας, την αναγνώρισή του στην αστική κοινωνία και συνεπώς να εντρυφούσε στην κοσμική μουσική. Τα Κατά Ματθαίον Πάθη θεωρείται σήμερα ότι στην πρώτη τους μορφή εκτελέστηκαν ήδη το 1727 και όχι «οχτώ χρόνια μετά τον γάμο μας». Η καντάτα Φοίβος και Πάνας (BWV 201) είναι του 1729 και όχι του 1731. Η Τέχνη της Φούγκας δεν είναι, όπως τη θέλει ο θρύλος, το τελευταίο έργο του Μπαχ, αλλά η πρώιμη μορφή της υπήρχε σε καθαρόγραφο το αργότερο το 1742. Οι αλλεπάλληλες αλλαγές που επέφερε ο συνθέτης στο έργο αυτό απλώς καθυστέρησαν την έκδοσή του με αποτέλεσμα να μην υπάρχει μια οριστική μορφή.


Υπάρχουν κάποιοι πιθανόν σκόπιμοι αναχρονισμοί που εξυπηρετούν την ούτως ή άλλως υποτυπώδη πλοκή. Στην πραγματικότητα ο Μπαχ έγραψε τη διάσημη επιστολή προς τον Ερντμαν μετά τον θάνατο του γέρου διευθυντή της Σχολής του Αγ. Θωμά και παρά τον διορισμό του Γκέσνερ ­ όχι πριν από τα γεγονότα αυτά, όπως λέει η Esther Meynell, που τον θέλει να εγκαταλείπει τα σχέδιά του για μετανάστευση(!) λόγω του ερχομού τού φίλου του αυτού. Αφορμή ήταν τα προβλήματα του Μπαχ όχι με τον γερο-Ερνέστι και «το Συμβούλιο της σχολής του Αγίου Θωμά», αλλά με το Συμβούλιο της Λειψίας που επιθυμούσε να του περικόψει τις αποδοχές και είχε αγνοήσει την αναφορά του σχετικά με τις μη ικανοποιητικές γι’ αυτόν συνθήκες εργασίας. Πάντως ο Μπαχ έστειλε την επιστολή στο Ντάντσιχ (όπου ο Ερντμαν δρούσε ως απεσταλμένος της Ρωσίας) και όχι στη Ρωσία, και μ’ αυτήν εκδήλωσε ενδιαφέρον για μια θέση εργασίας φυσικά όχι στη Ρωσία, αλλά στο Ντάντσιχ. Σήμερα άλλωστε αμφισβητείται η πρόθεσή του να εγκαταλείψει τη Λειψία ­ ίσως απλώς να ήθελε να εκφράσει την απογοήτευση και την αγανάκτησή του προς έναν φίλο του.


Επίσης ο Μπαχ προτού πεθάνει δεν μπόρεσε να δει για τελευταία φορά «το εγγονάκι που είχε το όνομά του», γιατί ο Johann Sebastian Altnickol είχε πεθάνει ήδη πριν από τον παππού του.


Πέρα απ’ όλα αυτά διαπιστώνουμε στο βιβλίο πλήθος ανακρίβειες και ασάφειες, ακόμη και αντιφάσεις, που δεν γνωρίζω σε τι ακριβώς βαθμό οφείλονται στο πρωτότυπο ή στη μετάφραση, αλλά και όχι λίγα συντακτικά λάθη και προφανείς αβλεψίες που βαραίνουν αποκλειστικά του επιμελητές της ελληνικής έκδοσης. Επισημαίνω μόνο μερικά χτυπητά παραδείγματα:


Ο Buxtehude βεβαίως συνέθεσε καντάτες και όχι καντάδες. Ο Brockes λεγόταν Barthold και όχι Ramthold. Η καντάτα BWV 4 Ο Χριστός κειτόταν στα δεσμά του θανάτου προοριζόταν για την πρώτη και όχι τη δεύτερη μέρα του Πάσχα. Ο υπάλληλος του οποίου ο Μπαχ και η αρραβωνιαστικιά του βάφτισαν τον γιο λεγόταν Hahn και όχι Χάλεν και ήταν κελάριος του πρίγκιπα και όχι «γραμματέας του Δούκα». Το Καπρίτσιο BWV 992 δεν είναι φυσικά κοσμική καντάτα, αλλά ένα νεανικό έργο για τσέμπαλο, και μάλιστα το μόνο έργο προγραμματικής μουσικής που σώζεται από τον Μπαχ.


Πιο πολύ βέβαια από τέτοιες λεπτομέρειες μας βάζει σε σκέψη η βαριά περιρρέουσα ατμόσφαιρα θρησκείας και κοινωνικής τάξης, έρωτα και θανάτου, μέσα στην οποία η Esther Meynell τοποθετεί τον συνθέτη, αναπαράγοντας κάποια αγαπητά στο πλατύ κοινό στερεότυπα. Αδύνατο ομολογουμένως η σκέψη του θανάτου να μην απασχόλησε κάποιον που καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του έχει χάσει τόσους δικούς του ανθρώπους ­ όχι όμως αρκετά ώστε να φροντίσει να συντάξει μια διαθήκη!


Παράλογη πάντως φαίνεται η μεγάλη του δήθεν επιθυμία να πεθάνει, που τη διαψεύδει και η γνωστή νεκρολογία των Carl Philip Emanuel Bach και Johann Friedrich Agricola αποδίδοντάς του μεγάλη αποφασιστικότητα και θέληση για ζωή: «Θέλησε, εν μέρει από τη λαχτάρα του, να υπηρετεί στο εξής και τον Θεό και τον πλησίον του με τις κατά τα άλλα ακόμη πολύ ακμαίες ψυχικές και σωματικές του δυνάμεις, εν μέρει παρακινημένος από μερικούς από τους φίλους του, οι οποίοι έδειχναν μεγάλη εμπιστοσύνη σε έναν οφθαλμίατρο που είχε φθάσει τότε στη Λειψία, να θεραπεύσει αυτήν (την ασθένεια των ματιών του) με εγχείρηση». Το ότι οι στίχοι που μελοποίησε ο Μπαχ πραγματικά εκφράζουν συχνά μια επιθυμία για θάνατο, δεν αποδεικνύει τίποτε για τον άνθρωπο και πρέπει να αποδοθεί στους κοινούς τόπους της θρησκευτικής ποίησης του μπαρόκ.


Η εμμονή στο ερωτικό στοιχείο (και κατά συνέπεια η όλη σύλληψη του βιβλίου!) τοποθετείται σε λανθασμένες βάσεις ­ χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να αμφισβητήσουμε τον ευτυχισμένο γάμο του ζευγαριού: Τα ερωτικά τραγούδια που συμπεριλαμβάνονται στο δεύτερο Τετράδιο μουσικής για την Αννα Μαγκνταλένα Μπαχ, κυρίως το «Αν θέλεις να μου χαρίσεις την καρδιά σου» (BWV 518), που μιλά για κρυφό έρωτα, έδιναν αφορμή για διάφορους μύθους, ώσπου να αποδειχθεί ότι δεν μπορούν να αποδοθούν στον Μπαχ.


Οι πάμπολλες αναφορές στη θρησκεία παραπέμπουν στην παρωχημένη ιδεολογία κάποιων (προτεσταντών) θεολόγων, που θα επιθυμούσαν μάλλον πέντε παρά τέσσερις ευαγγελιστές. Η «αγιοποίηση» (ή σχεδόν θεοποίηση) του Μπαχ φαίνεται κακόγουστη και βάζει σε αμηχανία τον αναγνώστη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να αμφισβητήσουμε τη θρησκευτικότητά του και το ενδιαφέρον του για τη θεολογία (όπως έκαναν όσοι απογοητεύτηκαν από τα νέα δεδομένα στη χρονολόγηση των θρησκευτικών καντατών και τη συχνή χρήση της «παρωδίας» ­ ένα ζήτημα που η Esther Meynell δεν θίγει καθόλου), δεν είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι ο Μπαχ δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς την «εκκλησιαστική μουσική, που ήταν η έκφραση του βαθύτατα θρησκευτικού χαρακτήρα του». Εκφραση του χαρακτήρα του αυτού είναι βέβαια όλες του οι συνθέσεις, όπως αποδεικνύουν το «Soli Deo Gloria» που κοσμεί και τις κοσμικές του παρτιτούρες και το μουσικό του πιστεύω: «Σε μια ευλαβική μουσική είναι πάντοτε παρών ο Θεός με τη Χάρη του».


Για τον Μπαχ δεν υπήρχε μια ουσιώδης και ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη θρησκευτική και στην κοσμική μουσική. Ακριβώς επειδή πίστευε στην αξία και των κοσμικών του έργων, θέλησε μέσω της «παρωδίας» να εξασφαλίσει μια θέση στο μόνιμο ρεπερτόριο στα καλύτερα από αυτά. Δεν είναι αλήθεια ότι έχει γράψει λίγες μόνο κοσμικές καντάτες, αλλά οι περισσότερες από αυτές λόγω του ευκαιριακού τους χαρακτήρα αχρηστεύθηκαν ­ τουλάχιστον με τους αρχικούς τους στίχους.


Δεν μπορούμε να αποδώσουμε στον Μπαχ μια προτεσταντικού τύπου «άκαμπτη αυστηρότητα», μια και η ζωή και το έργο του δείχνουν ένα εξαιρετικά εύστροφο πνεύμα που τοποθετείται υπεράνω τέτοιων δογματικών σχηματικοτήτων. Αλλωστε δεν απαξίωσε ο Μπαχ να δηλώσει την προθυμία του να συνθέσει και καθολική εκκλησιαστική μουσική ­ κάτι που δεν αναφέρει φυσικά η Esther Meynell. Ούτε μπορούμε να του καταλογίσουμε μια στάση δουλοπρεπούς υποταγής στην εξουσία. Τότε πώς θα εξηγούνταν οι συχνές του προστριβές με ανωτέρους του ­ με θλιβερό αποκορύφωμα τη φυλάκισή του στη Βαϊμάρη ­ που οπωσδήποτε αποδεικνύουν πόσο σημαντική ήταν η ελευθερία του ως καλλιτέχνη.


Πώς είναι δυνατόν όμως οι έλληνες αναγνώστες να διαβάζουν το βιβλίο αυτό χωρίς την ελάχιστη καχυποψία και ακόμη και μουσικολόγοι να το παραθέτουν; Δεν αναρωτήθηκε κανείς από τους προηγούμενους ήδη μεταφραστές γιατί κανένας ειδικευμένος μελετητής δεν αντλεί πληροφορίες από αυτό; Και πώς η ύπαρξη ενός τέτοιου ντοκουμέντου συμβιβάζεται με το γεγονός ότι όλες οι έγκριτες μονογραφίες αφήνουν αναπάντητα τόσα ερωτήματα σχετικά με πολλές πλευρές της ζωής του Μπαχ και μόνο υποθέσεις προτείνουν για τον χαρακτήρα, την ιδεολογία του και τα κίνητρα των πράξεών του ­ κυρίως όμως με την παραδοχή των βιογράφων ότι για το πρόσωπο της Anna Magdalena δεν γνωρίζουμε παρά ελάχιστα;


Η κυρία Maria Ferstl είναι φιλόλογος, απόφοιτος του Ωδείου του Σάλτσμπουργκ.