H εφημερίδα Διπλωματικός Μνήμων Αθηνών εκδόθηκε από τον Γ. Ξ. Καραπαναγιώτη στις 8 Απριλίου του 1893 με υπότιτλο Εφημερίς Διεθνών και Θρησκευτικών Υποθέσεων (το 1894 προστίθεται και η λέξη Οικονομικών). H εφημερίδα έβγαινε μία φορά την εβδομάδα ως τις 17 Φεβρουαρίου του 1894 τουλάχιστον, ενώ τον Ιανουάριο του 1894 κυκλοφόρησε και γαλλική έκδοση. Ο εκδότης της φιλοδοξούσε να την καταστήσει «αληθές ιστορικόν αρχείον διά τε την προσφάτως παρελθούσαν ιστορίαν και την καθημερινήν δράσιν του ελληνισμού». Ο ίδιος διατηρούσε στενές σχέσεις με το υπουργείο Εξωτερικών: μέλος της υποστηριζόμενης από το υπουργείο Επιτροπής προς Ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας, εκδότης, το 1891, «κατ’ ειδικήν εντολήν», της εθνολογικής μελέτης H Αγγλική Κυανή Βίβλος περί Μακεδονίας (στα ελληνικά και στα αγγλικά) για την ανασκευή των εκθέσεων των άγγλων πρακτόρων του έτους 1889.


H ύλη της εφημερίδας (που τυπωνόταν στο τυπογραφείο της Παλιγγενεσίας) οργανώνεται σε τρεις στήλες. Στις 17 Μαΐου του 1893 εμφανίζεται η μόνιμη στήλη «Αρχείον» όπου καταχωρούνται επίσημα έγγραφα σχετικά με εκκλησιαστικά ζητήματα. Συχνά εμφανίζονται οι στήλες «Φανάριον», «Τουρκία», «Πολιτικαί ειδήσεις», «Επίσημοι ειδήσεις», «Βουλγαρία» ή «Βουλγαρικά», «Ρωσία – Ορθοδοξία» και άλλες στήλες (που τιτλοφορούνται ανάλογα με το θέμα), ενώ οι ειδήσεις που αφορούν την Ελλάδα καταχωρίζονται στη στήλη «Εγχώρια». Σε κάθε περίπτωση διατηρείται η αρχική γλώσσα των κειμένων είτε πρόκειται για ανταποκρίσεις από το εξωτερικό είτε για έκδοση επίσημων κειμένων (ελληνικά, γαλλικά).


H εφημερίδα παρακολουθεί στενά τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στα βαλκανικά κράτη, στην Οθωμανική και Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και στον χώρο της Μεσογείου γενικότερα. Απουσιάζουν τα εσωτερικά θέματα, εκτός αν έχουν άμεση σχέση με τη διπλωματική υπηρεσία (οργανισμός υπουργείου Εξωτερικών, διορισμοί διπλωματικών υπαλλήλων κτλ.) και την «εθνικήν ημών υπόθεσιν». H τελευταία ορίζεται ως η ανάκτηση «της προ του 1870 ή ορθότερον προ της συνομολογήσεως των πρώτων της Τουρκίας δανείων και προ της κατασκευής των πρώτων αυτής σιδηροδρόμων υλικής θέσεως ημών εν τη Ανατολή». Στο πλαίσιο αυτό τάσσεται υπέρ της διατήρησης της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της συνεργασίας της Ελλάδας με την Τουρκία, καθώς «Τούρκοι και Ελληνες έχομεν καταντήσει σήμερον ένεκα ταυτότητος περιπετειών και κινδύνων ταυτόσημοι».


Ολα αυτά έχουν, τελικά, ως κύριο στόχο την υπεράσπιση των δικαίων της «πέραν του Ολύμπου αυθυποστάτου ελληνικής φυλής», δηλαδή την απόκρουση της βουλγαρικής προπαγάνδας στη Μακεδονία, που τον καιρό εκείνο έβρισκε μεγάλη απήχηση στην Ευρώπη («Δικαζόμεθα ως Εθνος και Εκκλησίασμα ερήμην»). Για τον λόγο αυτόν δημοσιεύει σε συνέχειες διάφορες μελέτες του Καραπαναγιώτη, την εθνολογική περί Μακεδονίας του 1891, τη μελέτη Το θρησκευτικόν ζήτημα εν Τουρκία και κριτική για το βιβλίο H Τουρκία και ο σύγχρονος ελληνισμός του V. Berard. Κορμός της επιχειρηματολογίας του είναι ότι το θρήσκευμα και η εκπαίδευση θεωρούνται περισσότερο δηλωτικά της εθνικής ταυτότητας από τη γλώσσα. Συχνά επικρίνει τον βουλγαρικό Τύπο επειδή υποδαυλίζει το μίσος έναντι των Ελλήνων και επειδή με τα δημοσιεύματά του προσπαθεί να τορπιλίσει τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας. Μάλιστα, χαρακτηρίζει «γελοίον» ένα δημοσίευμα στον βουλγαρικό Τύπο περί συμμαχίας Ελλάδας, Σερβίας και Μαυροβουνίου εναντίον της Τουρκίας (30.9.1893).


Στο ΕΛΙΑ υπάρχουν, δεμένα σε τόμο, όλα τα φύλλα από 8 Απριλίου 1893 ως 17 Φεβρουαρίου 1894.