Νίκος Πιμπλής: Η κλασική μουσική δεν αφορά μόνο την Αθήνα

Ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών μιλάει με εξωστρεφή και αισιόδοξη διάθεση για το παρόν και το μέλλον του οργανισμού.

Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών προβάλλει ως στέρεη ρίζα στον αστικό πολιτισμό, έχοντας προηγουμένως διανύσει πορεία περιπετειώδη. Κατάφωτη σκηνή της υψηλής μουσικής και των πιο θεαματικών μελοδραμάτων στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, κινδύνευσε, λόγω των προβλημάτων που συσσωρεύτηκαν, να γίνει ένα πολιτιστικό φάντασμα από το παρελθόν.

Ομως τα τελευταία χρόνια ήταν περίοδος ριζικής επανατοποθέτησης και αναγέννησης. Οχι μόνο ως προς το οικονομικό του μοντέλο και τη φυσιογνωμία του κοινού του, αλλά και ως προς τον τρόπο που το ίδιο το Μέγαρο αντιλαμβάνεται τον ρόλο του στον πολιτιστικό χάρτη της χώρας. Ενας από τους ανθρώπους που εργάστηκαν για τη θεαματική αλλαγή είναι βεβαίως ο Νίκος Ε. Πιμπλής.

Ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, χωρίς φανφάρες αλλά με σαφές όραμα, ηγείται μιας πορείας που επιχειρεί να οδηγήσει σε ένα μέλλον καλλιτεχνικής δημιουργίας, άνθησης και ασφάλειας. Στάση – μία ακόμη στάση – σε αυτή την πορεία, η εξόρμηση στην Αρχαία Μεσσήνη για την παρουσίαση της «Νόρμα» του Μπελίνι στις 12 Ιουλίου δεν είναι μια απλή θερινή μετακίνηση.

Είναι η επιβεβαίωση μιας ευρείας στρατηγικής εξωστρέφειας που θέλει το Μέγαρο να επαναπροσδιορίζεται ως πολιτιστικό κέντρο πανελλαδικής εμβέλειας. Ως ένα ζωντανό, ευέλικτο εργαστήριο πολιτισμού για όλους.

Είχατε πει και σε παλαιότερη συνέντευξή σας, κύριε Πιμπλή, πως πρέπει το Μέγαρο να βγει έξω από το Μέγαρο. Η συναυλιακή παρουσίαση της «Νόρμα» στη Αρχαία Μεσσήνη έρχεται ως επιβεβαίωση της εξωστρέφειας που ευαγγελίζεστε; Ποιος είναι ο απώτερος στόχος τέτοιων εκδηλώσεων;

«Πρόκειται πράγματι για μια πολύ σημαντική εκδήλωση. Η παρουσίαση σε έναν σημαντικό αρχαιολογικό χώρο μιας όπερας σπουδαίας, που απαιτεί μεγάλο ταλέντο και δεξιότητες από την πρωταγωνίστριά της και που την έχει σημαδέψει η Μαρία Κάλλας, η οποία μάλιστα έλκει την καταγωγή της από την ευρύτερη περιοχή… Παραγωγές όπως αυτή εντάσσονται, θα έλεγα, στο μεγάλο πλάνο, στην όλη προσέγγιση που έχουμε για το Μέγαρο.

Το οποίο Μέγαρο και παλαιότερα τα καλοκαίρια δεν αδρανούσε, ετοίμαζε τη χειμερινή περίοδο και είχε ως κύρια δραστηριότητα τις εκδηλώσεις στον κήπο του, για μία μικρή έστω περίοδο. Αυτό εξακολουθούμε να το κάνουμε, αφού όμως προηγουμένως διευρύναμε τις δραστηριότητές μας, δίνοντας π.χ. έμφαση στους έλληνες συνθέτες και ερμηνευτές, αυξάνοντας το εύρος και την ποικιλία των δραστηριοτήτων μας κ.λπ., είπαμε να προσπαθήσουμε να βγούμε πιο δυναμικά προς τα έξω. Γιατί υπάρχει και εκεί κοινό. Γιατί η κλασική μουσική δεν αφορά μόνο την Αθήνα».

Τέτοιες προσπάθειες είχαν γίνει βεβαίως και παλαιότερα.

«Πράγματι, είχαμε μάλιστα ετοιμάσει μια τέτοια έξοδο και πριν από λίγα χρόνια, αλλά δεν ευοδώθηκε λόγω COVID-19, λόγω ιδιαίτερων συνθηκών κ.λπ. Είχαμε διασύνδεση, χάρη και στη δράση της Καμεράτας, με την περιφέρεια και μάλιστα με περιοχές που βρίσκονται στα σύνορα της χώρας. Αυτό δεν προχώρησε για άλλους λόγους που δεν είναι της παρούσης, αλλά ο στόχος μας ήταν να μπορούμε και το καλοκαίρι να είμαστε παρόντες και να αναδεικνύουμε τον πολιτισμό εκεί που υπάρχει, στα αρχαία θέατρα, στους χώρους λατρείας ή στους χώρους ειδικού ενδιαφέροντος. Είμαστε ένας φορέας πολιτισμού, μας στηρίζει το υπουργείο Πολιτισμού, έτσι ξεκινήσαμε πέρυσι δειλά-δειλά, πάλι από την Αρχαία Μεσσήνη, όταν πήγαμε για να τιμήσουμε τη μνήμη του Πέτρου Θέμελη με τον Λεωνίδα Καβάκο.

Ηταν μια εκδήλωση που επρόκειτο να γίνει ζώντος του Θέμελη, αλλά δυστυχώς δεν προφτάσαμε. Και στο παρελθόν, με τη συνεργασία μας με τον Σταύρο Μπένο και με το Διάζωμα, κάναμε παρόμοιες εκδηλώσεις που την περίοδο της κρίσης διακόπηκαν. Τις ξαναπιάνουμε λοιπόν. Και η Αρχαία Μεσσήνη είναι ένας τόπος που συνδέεται με εμάς, γιατί και ο Θέμελης και άνθρωποι της περιοχής έχουν δώσει πάρα πολλές διαλέξεις στο Μέγαρο, στο πλαίσιο του Μegaron Plus.

Το να επιστρέψουμε εκεί ήταν χρέος προς τον Θέμελη, ήταν μία επιλογή ουσίας, η οποία μπορεί να εξελιχθεί, γιατί είναι ένας τόπος ιδανικός για ένα π.χ. μικρό καλοκαιρινό φεστιβάλ στο μέλλον. Ξεκινάμε με μία συναυλία, πάμε με μικρά προσεκτικά βήματα και αυτό μπορεί να γίνει κάτι πιο μεγάλο, ανάλογα και με τη χρηματοδότηση και με τις χορηγίες που θα έχουμε».

Μιλάτε ουσιαστικά για ένα Μέγαρο που θα λειτουργεί όλον τον χρόνο;

«Με αυτόν τον σκοπό οργανώσαμε το πρόγραμμά μας και αυτό είναι μια απόφαση όλων των παραγόντων του Μεγάρου. Γι’ αυτό ξεκινήσαμε και κάναμε και αυτή την ωραία εκδήλωση φέτος στο Αρκάδι με τον Καβάκο, γι’ αυτό συνεχίζουμε με τη Μεσσήνη, όπου θα πάει η Καμεράτα, που είναι το μεγαλύτερο εξαγωγικό εργαλείο του Μεγάρου και που του αλλάζει, εδώ που τα λέμε, τη φυσιογνωμία. Γιατί το Μέγαρο δεν είχε δική του ορχήστρα, ήταν ένας χώρος όπου οργανώνονταν εκδηλώσεις.

Οπως και αν έχει, τώρα θα πάμε και στο Ηρώδειο στις 8 του μηνός με τον Νικόλα Πιοβάνι, μια συμπαραγωγή δική μας και της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Ετερη ομάδα εκδηλώσεων γίνεται στη Βόρεια Εύβοια. Εκεί πηγαίνουμε εδώ και τρία χρόνια, στο πλαίσιο των εργασιών αποκατάστασης μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές, πάλι με τη χρηματοδότηση του υπουργείου Πολιτισμού. Αλλά και τώρα που ολοκληρώθηκε αυτό το τριετές πρόγραμμα, διαπιστώσαμε τεράστια τοπική ζήτηση, μεγάλο ενδιαφέρον, σε τέτοιον βαθμό που θα οργανωθούν στα τέλη Ιουλίου και Αυγούστου τέσσερις ακόμα συναυλίες και τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο άλλες τοπικές εκδηλώσεις.

Με όλα αυτά το Μέγαρο βγαίνει προς τα έξω γιατί αυτή είναι η αποστολή του. Μπορεί να υποδέχεται στην Αθήνα τις μεγάλες ορχήστρες, μπορεί να τονώνει την ελληνική παραγωγή δίνοντας χώρο στους έλληνες συνθέτες και ερμηνευτές, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να βγαίνει με την Καμεράτα ή με οποιονδήποτε τρόπο προς τα έξω για να συναντάει το κοινό όπου και αν βρίσκεται».

Σας ακούω να μιλάτε για την Καμεράτα και σκέφτομαι πως έχετε επενδύσει σε μια ορχήστρα που παραλίγο να μην υπάρχει. Η σωτηρία και επιβίωσή της υπήρξε ένα δικό σας μεγάλο στοίχημα. Πώς θα ήταν σήμερα το Μέγαρο χωρίς την Καμεράτα;

«Είμαστε πολύ χαρούμενοι και περήφανοι για την έκβαση που είχε αυτή η υπόθεση. Είναι η πρώτη περίπτωση σωτηρίας ορχήστρας που στην ουσία θεσμικά είχε κλείσει. Την οποία με ένα λίγο διαφορετικό καθεστώς την ξαναχτίσαμε, τη φτιάξαμε από την αρχή. Απαιτήθηκε πολύ μεγάλη προσπάθεια, πολύ μεγάλη στήριξη από το υπουργείο Πολιτισμού, κατανόηση από τους μουσικούς και τους εργαζομένους, υπήρξαν και οικονομικές θυσίες. Αλλά το στοίχημα ήταν μεγάλο και η μεγαλύτερη ικανοποίηση, ξέρετε, ήταν η πρώτη συναυλία που έδωσε η Καμεράτα στο Μέγαρο μετά την ανασυγκρότησή της. Τότε που όταν οι μουσικοί άρχισαν να παίρνουν τις θέσεις τους, ο κόσμος χειροκροτούσε».

Εξακολουθεί να υπάρχει ο ίδιος ενθουσιασμός;

«Σχεδόν κάθε συναυλία της είναι sold out. Εξελίχθηκε σε μια ορχήστρα που έχει λαϊκή αποδοχή και που ασκεί, θα έλεγα, επιρροή στο κοινό, αν και έχει ένα δύσκολο ρεπερτόριο, το μπαρόκ. Είναι πολύ αγαπητή χάρη και στον εύστοχο προγραμματισμό που κάνει πάντα ο Γιώργος Πέτρου. Η παρουσία της ενισχύει ακόμη περισσότερο το Μέγαρο, η Καμεράτα γίνεται ένα τεράστιο εργαλείο στα χέρια μας.

Μεταξύ άλλων επειδή χάρη σε αυτή μπορούμε να βγαίνουμε εκτός των τειχών. Ενα άλλο μεγάλο ατού της είναι πως, χάρη στον Πέτρου, βγήκε και στο εξωτερικό με την άλλη της ονομασία, ως Armonia Atenea, για να παίξει στη Βιέννη, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Σκάλα του Μιλάνου… Είναι μοναδικό να εμφανίζεται μία ελληνική ορχήστρα στη Σκάλα του Μιλάνου και να σηκώνονται όλοι όρθιοι!».

Αυτές είναι μερικές από τις επιτυχίες. Αν μιλούσαμε για τα προβλήματα του Μεγάρου; Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα κυριότερα;

«Τα παραδοσιακά προβλήματα, αυτά που γνώριζε όλος ο κόσμος και που έκαναν δυσχερή τη λειτουργία του, έχουν νομίζω θεραπευτεί. Υπάρχει μία οργανωτική ανασυγκρότηση, υπάρχει μία τεράστια θεσμική τακτοποίηση, υπάρχει και μία οικονομική ισορροπία, η οποία οφείλεται στην τάξη που μπήκε, στην τακτοποίηση των παλαιών εκκρεμοτήτων.

Υπάρχει και μία ενίσχυση από το υπουργείο Πολιτισμού που έχει αυξηθεί και η οποία επιτρέπει στο Μέγαρο να κάνει την πολιτική που κάνει. Αρα τα πράγματα βαίνουν όλο προς το καλύτερο, σε μία σταθερή πορεία. Το Μέγαρο έχει επίσης πετύχει μεγάλη επισκεψιμότητα, το στοίχημα της διεύρυνσης, ας πούμε, του κοινού του έχει αποδώσει. Ενός κοινού που είναι όλο και πιο νέο, όλο και πιο ενήμερο».

Και όχι πια αυτό το «γερασμένο κοινό» που έχει αποδοθεί και στο Μέγαρο και γενικότερα στην κλασική μουσική σκηνή;

«Κι όμως, ακόμα και αν ακούγεται υπερβολικό, σήμερα υπάρχει μεγάλη μερίδα νέων που είναι ενήμεροι για την καλή κλασική μουσική. Είναι περισσότεροι από όσο φαντάζεστε. Ανθρωποι που γνωρίζουν και που ασχολούνται και με διάφορα άλλα είδη, όπως με την τζαζ. Χαίρομαι που επιλέγουν και το Μέγαρο».

Θα επιμείνω όμως στα προβλήματα, δεν μπορεί να είναι όλα υπέροχα…

«Μα είναι δυνατόν να μην υπάρχουν προβλήματα; Μακάρι να μην υπήρχαν, θα ήταν πολύ πιο εύκολη η δουλειά μας! (σ.σ.: γελάει). Υπάρχει πάντα το θέμα των χορηγιών. Να μπορούσαμε – και θα μπορέσουμε, ελπίζω – σταδιακά να προσελκύσουμε περισσότερες χορηγίες μετά από όλη αυτή την κάμψη της κρίσης. Γενικά έχει παρατηρηθεί κάμψη στις πολιτιστικές χορηγίες. Ομως πρέπει να τονώσουμε λίγο τη χορηγική πλευρά των πραγμάτων.

Οπως πρέπει να γίνει μια τακτοποίηση σε θέματα οργανωτικά που έχουν κολλήσει για όλους τους πολιτιστικούς οργανισμούς, να υπάρξει διευκόλυνση στα θέματα του προσωπικού, να επιλυθούν ζητήματα νομικά. Αυτές οι τακτοποιήσεις και η ενίσχυση με τις χορηγίες θα μας επιτρέψουν να φέρουμε περισσότερες μεγάλες ξένες ορχήστρες. Οι οποίες ήταν και το σήμα κατατεθέν του Μεγάρου. Και τώρα φέρνουμε, αλλά λιγότερο, θα έρχονται σίγουρα σε μεγαλύτερο αριθμό και με μεγαλύτερη συχνότητα αν καταφέρουμε να βελτιώσουμε τη χορηγική βάση και τη χρηματοδότηση».

Η μείωση των χορηγιών οφείλεται στην οικονομική κρίση; Το Μέγαρο πάντα λειτουργούσε με χορηγίες, από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του είχαν γίνει πολύ σπουδαίες παραγωγές με γενναιόδωρες χορηγίες…

«Οι χορηγίες του Μεγάρου στην εποχή του Χρήστου Λαμπράκη ήταν φοβερές και οφείλονταν στον Λαμπράκη. Η εποχή μετά τον θάνατό του και μετά την κρίση που πέρασε το Μέγαρο – η οποία ήταν και συνώνυμη και ταυτόχρονη με την κρίση του Ελληνικού Δημοσίου και της ελληνικής πολιτείας – οδήγησε σε μία τεράστια μείωση όλων αυτών των χορηγιών, που ποτέ δεν ξαναγύρισαν εκεί που ήταν. Οταν το Μέγαρο συνήλθε και ξαναστάθηκε στα πόδια του, είχε μεγαλώσει ο ανταγωνισμός.

Τώρα πλέον υπάρχουν άλλοι πολιτιστικοί οργανισμοί που έχουν και αυτοί τους δικούς τους πόρους, τα δικά τους συστήματα, άρα αυτό διασπά τη χορηγική βάση. Επιπλέον, αμέσως μόλις το Μέγαρο συνήλθε και άρχισε να τακτοποιείται, πέσαμε πάνω στην COVID-19. Αλλά και σήμερα – και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, κάτι για το οποίο παραπονιούνται όλοι οι πολιτιστικοί οργανισμοί –δεν έχουμε καθαρό φορολογικό καθεστώς για τις χορηγίες. Υπάρχει παραδοσιακά και μια αντίδραση των παραδοσιακών φορολογικών μηχανισμών, οι οποίοι δεν αποδέχονται όποιες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες λαμβάνονται πολλές φορές από την ίδια κυβέρνηση, από τους ίδιους τους υπουργούς.

Με αυτά και με εκείνα, καταλήγουμε σε ημίμετρα. Και αυτά τα ημίμετρα δεν επιτρέπουν να υπάρχει ένα καθαρό κίνητρο φορολογικό, ούτως ώστε οι επιχειρήσεις, οι μεγάλοι εύποροι επιχειρηματίες, οι πολίτες να μπορούν να ξέρουν πώς να διαχειριστούν μια πολιτιστική χορηγία ώστε και να κάνουν το καλό και να έχουν ένα φορολογικό όφελος. Αυτά τα θέματα σε όλες τις άλλες χώρες του κόσμου είναι λυμένα.

Εδώ δυσκολευόμαστε να κάμψουμε τις αντιστάσεις των αρμόδιων, ας πούμε, αρχών. Αυτό που σας λέω δεν είναι δική μου προσωπική άποψη, νομίζω όλοι όσοι δραστηριοποιούνται στον χώρο του πολιτισμού το γνωρίζουν… Νομίζω όμως ότι όταν καταφέρουμε να κάμψουμε αυτές τις αντιστάσεις, αν γίνει μια σωστή μεταρρύθμιση του φορολογικού καθεστώτος, της πολιτιστικής φορολογίας, το όφελος θα είναι τεράστιο. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τις τέχνες και που θέλουν να προσφέρουν, απλώς πρέπει να κανείς να τους ενθαρρύνει κατάλληλα».

Υπήρξαν στιγμές που μετανιώσατε που αναλάβατε αυτή τη θέση;

«Οχι, όχι, καθόλου! Αντιθέτως, είναι τιμή μου. Επειδή μάλιστα είχα υπηρετήσει το Μέγαρο και παλαιότερα, ως νομικός σύμβουλος, είχα αντίληψη των προβλημάτων. Είναι πάντα μεγάλη χαρά να συμβάλλω στην επίλυση όλων αυτών των προβλημάτων ώστε να ορθοποδήσει ο οργανισμός. Το Μέγαρο ως θεσμός ήταν προσφορά μεγάλη από εκείνους που το έφτιαξαν. Δεδομένου ότι σκοπός είναι να το διατηρήσουμε στην πρώτη γραμμή, δεν έχω μετανιώσει καθόλου που αποδέχθηκα την πρόκληση. Γιατί νομίζω ότι και με τη βοήθεια της πολιτείας, αυτή την πενταετία στην οποία υπηρετώ από τη θέση του προέδρου του ΔΣ, έχει σημειωθεί πρόοδος».

Ηταν πολύ δύσκολο να πείσετε την πολιτεία να σταθεί δίπλα σας και να σας στηρίξει; Υπήρξε καχυποψία;

«Οχι, δεν θα το έλεγα… Η φύση των προβλημάτων ήταν δύσκολη. Επιπλέον, στην περίοδο της κρίσης υπήρχε πολύ μεγάλη, ας το πούμε, καχυποψία για το τι σημαίνει Μέγαρο και τι είναι τα οικονομικά του προβλήματα – τα οποία δεν ήταν δικά του, ήταν και του ελληνικού κράτους. Στη δική μας περίπτωση, η Πολιτεία ήταν δίπλα μας και δεν υπήρχε καμία δυσκολία να την πείσουμε για τις προθέσεις μας και για τις ανάγκες του Μεγάρου, αυτό που ήταν δύσκολο ήταν η φύση των προβλημάτων και οι μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν.

Εγιναν όμως. Μόνο για την Καμεράτα χρειάστηκαν δύο νόμοι και τρεις υπουργικές αποφάσεις, αλλά παρ’ όλα αυτά η πολιτεία το ήθελε, βρήκαμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε να γίνει – και αυτή ήταν η δυσκολία – και από εκεί και πέρα τα πράγματα προχώρησαν».

Πάντα μου έκαναν εντύπωση άνθρωποι όπως εσείς. Που ενώ έχετε τη δουλειά σας, μια στημένη καριέρα, αναλαμβάνετε πόστα όπως το δικό σας. Τι είναι αυτό που σας σπρώχνει να το κάνετε; Δεν θα σας άρεσε πιο πολύ να ασχολείστε με τη δικηγορία σας και να έρχεστε να βλέπετε τις συναυλίες απλώς ως θεατής;

«Δεν είμαι μοναδική περίπτωση (σ.σ.: γελάει), υπάρχουν αρκετοί που ενδιαφέρονται να κάνουν ένα έργο, να ολοκληρώσουν ένα έργο πέρα από το δικό τους ή να προσφέρουν. Αυτό, είτε επειδή τυχαίνει κάποιο αντικείμενο να το ξέρουν, όπως εγώ που γνώριζα τι απαιτείται για να μπορέσει να προχωρήσει το Μέγαρο, είτε από διάθεση προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο. Πολλές φορές το κίνητρο, παρά την καχυποψία που υπάρχει, είναι απλώς το καλώς πράττειν. Τίποτα δεν θα γινόταν αν δεν υπήρχαν άνθρωποι σε όλους τους τομείς, επαγγελματικούς, πολιτιστικούς, κοινωφελείς, στον πολιτικό στίβο κ.λπ. που να βγαίνουν μπροστά και να κινούνται με την ιδέα της μεταρρύθμισης και της αποτελεσματικότητας».

Πώς βλέπετε το μέλλον του Μεγάρου; Τι θα θέλατε να γίνει, πώς θα θέλατε να λειτουργεί για να μπορείτε να πείτε πως πετύχατε στο έργο σας;

«Το Μέγαρο, ξέρετε, έχει την ιδιαιτερότητα έτσι όπως έχει στηθεί να είναι ένα μεγάλο υπερωκεάνιο πολυτελείας, το οποίο έχει τους δικούς του κανόνες. Παραμένει ένα δαπανηρό εγχείρημα, πάνω στο κατάστρωμά του όμως φιλοξενούνται η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, η Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων, η Καμεράτα, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου που είναι εγκαταστημένος εδώ, οι μεγάλες ορχήστρες και οι μεγάλοι σολίστες του εξωτερικού… Εχει εκπαιδευτικές δράσεις, υποδέχεται μεγάλες παραγωγές, έχει τη μεγάλη συνεργασία με τον Σύλλογο Φίλων της Μουσικής, με την ΕΡΤ, που επίσης διαθέτει τη δική της ορχήστρα…

Αρα τι είναι το Μέγαρο; Δεν είναι απλώς ένα θέατρο, μια σκηνή, δεν είναι μια ορχήστρα. Είναι ένα σταυροδρόμι όπου συναντώνται πολλοί πολιτιστικοί οργανισμοί, κάποιοι εκ των οποίων συχνά το χρησιμοποιούν και χωρίς να φαίνονται – για δοκιμές στις εγκαταστάσεις του και τα λοιπά. Το Μέγαρο είναι εδώ για να αναδείξει όλες τις πλευρές της πολιτιστικής δραστηριότητας στη χώρα και με αυτή την έννοια είναι πραγματικά εξαιρετικά σημαντικό, όχι μόνο στη μουσική.

Γιατί φιλοξενεί και θέατρο, και χορό, και εικαστικά, στα οποία δίνουμε όλο και μεγαλύτερη έμφαση χάρη και στην παρουσία της Αννας Καφέτση… Ολα αυτά με το απαραίτητο μέτρο, χωρίς να μετατραπούμε σε κάτι που δεν είμαστε, αλλά και με στόχο να φέρνουμε έναν κόσμο με διαφορετικά ενδιαφέροντα κοντά μας. Το κάναμε και παλαιότερα με το Megaron Ρlus, που σταδιακά θα φροντίσουμε να το αναβιώσουμε με κάποια άλλη μορφή.

Αυτό είναι το πλεονέκτημά μας: Η πλούσια δραστηριότητα που τώρα τη βγάζουμε προς τα έξω και το καλοκαίρι. Αυτή είναι και η μεγάλη καινοτομία μας φέτος, δεδομένου ότι είναι η πρώτη χρονιά που βγαίνουμε με τόσο πολλές δράσεις. Επιπλέον, μέσα στον Ιούλιο θα ανακοινώσουμε το πρόγραμμα για την ερχόμενη περίοδο λειτουργίας. Ερχονται, επομένως, και άλλα που θα είναι, ελπίζω, ενδιαφέροντα. Το Μέγαρο παραμένει στη διάθεση όλων, είναι διαρκώς παρόν στον χώρο του πολιτισμού και προσπαθεί να χαράξει νέους δρόμους!».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version