Εκεί που περπατούσαμε χαμένοι στα πολύχρωμα στενά του French Quarter (της Γαλλικής Συνοικίας) προσέξαμε μια μικρή εντοιχισμένη πινακίδα που αν δεν ήμασταν τόσο παρατηρητικοί θα την είχαμε προσπεράσει: «Μεταξύ 1946 και 1947 ο Τενεσί Ουίλιαμς έζησε εδώ και έγραψε το “Λεωφορείον ο Πόθος”». Δεν είναι συγκινητικό; Στεκόμασταν στην 632 Saint Peter Street, στο κέντρο της Νέας Ορλεάνης.
Δυστυχώς όμως το σπίτι με το μικρό διαμέρισμα όπου ο συγγραφέας έγραψε μερικές σελίδες από το διασημότερο έργο του ήταν σκεπασμένο με λινάτσες και μουσαμάδες, καθώς το επισκεύαζαν. Δεν μπορέσαμε να το φωτογραφίσουμε απ’ έξω, ούτε να μπούμε στο εσωτερικό του. Ομως, ακόμα και το να περνάς κάτω από το δωμάτιο όπου γεννήθηκαν η Μπλανς Ντιμπουά και ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι είχε κάτι το συγκινητικό.
Ηταν μια ξεχωριστή στιγμή από την επίσκεψή μας στην πιο εμβληματική πόλη της Πολιτείας της Λουιζιάνας και μιας από τις σημαντικότερες πόλεις των ΗΠΑ. Οπως ήταν και μια ανακουφιστική υπενθύμιση πως ακόμα και στα αλωμένα από τον τουρισμό μέρη υπάρχουν γωνιές που λόγω της ιστορίας τους, λόγω του ειδικού βάρους τους, διατηρούν ακόμα μια αίσθηση ποιότητας. Κατά τα άλλα, εκείνο που συνέβαινε γύρω μας, στη διάσημη Bourbon Street και στους άλλους δρόμους του ιστορικού κέντρου της πόλης, ήταν τόσο έντονο και φασαριόζικο που καταντούσε αφόρητο.
Οι συνέπειες του υπερτουρισμού
Κόσμος, εκατοντάδες άνθρωποι έτοιμοι να ξεσαλώσουν μπαινόβγαιναν στα μπαρ με τα πολύχρωμα φωτάκια. Οι δυνατές μουσικές ξεχύνονταν από τα ανοιχτά παράθυρα και μπερδεύονταν η μία με την άλλη, δημιουργώντας μια κακόφωνη συμφωνία. Από δίπλα τα σαξόφωνα, οι τρομπέτες, τα ντραμς των πλανόδιων καλλιτεχνών που έπαιζαν τις δικές τους μουσικές προσέθεταν ένταση στο χάος. Παντού σκουπίδια. Δεν την περίμενα έτσι την πολυδιαφημισμένη Γαλλική Συνοικία.
Ναι, τα πολύχρωμα σπίτια με τα μπαλκόνια και τα περίτεχνα κάγκελα ήταν πραγματικά όμορφα, εικόνα που δεν είχαμε δει ποτέ ξανά. Ομως η φασαρία, οι μεθυσμένοι τουρίστες που χόρευαν παραπατώντας, οι εξαθλιωμένοι ναρκομανείς και άστεγοι, η βαριά μυρωδιά του «χόρτου» και η παρουσία των αστυνομικών που έτρεχαν για να χωρίσουν δύο παρέες που είχαν πιαστεί στα χέρια έκαναν το σκηνικό αποπνικτικό και δυσάρεστο. Οι εικόνες που συναντήσαμε στην πρώτη βόλτα μας στην πόλη ήταν αρκετά απογοητευτικές.
Μια πολύ πρωινή βόλτα
Ομως όταν την άλλη μέρα πολύ νωρίς το πρωί, λίγο μετά τις 6, βγήκαμε στους ίδιους δρόμους
– το ξενοδοχείο μας ήταν ακριβώς δίπλα στη Γαλλική Συνοικία – το σκηνικό είχε αλλάξει: οι υπάλληλοι καθαριότητας βούρτσιζαν με παχιά σαπουνάδα τους δρόμους, απομακρύνοντας και το παραμικρό ίχνος βρώμας. Ο αέρας μοσχομύριζε καθαριότητα. Η ησυχία που είχε διαδεχθεί τη φασαρία των κλειστών τώρα μπαρ έκανε τα πάντα να μοιάζουν πιο φιλικά και όμορφα. Η διάσημη γειτονιά έγινε ακόμα πιο λαμπερή με την ανατολή του ήλιου, ο οποίος όμως έφερε μαζί του και βαριά υγρασία, μια παχιά ζέστη που σου κόβει την ανάσα.
Σκεφτήκαμε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο που ήταν ακόμα κοντά και να αλλάξουμε μπλουζάκια. Για να είμαστε πάλι καταϊδρωμένοι στο επόμενο λεπτό; Τελικά καταλάβαμε πως σωτηρία δεν υπήρχε και πως καλά θα κάναμε να συνηθίσουμε στην ιδέα πως τις επόμενες μέρες θα κυκλοφορούμε μέσα σε ένα καυτό ατμόλουτρο. Συνεχίσαμε τη βόλτα μας για να γνωρίσουμε καλύτερα τη Νέα Ορλεάνη. Μια πόλη στους δρόμους της οποίας συνυπάρχουν και συγχωνεύονται οι παραδόσεις από τρεις ηπείρους: την Αμερική, την Αφρική και την Ευρώπη.
Σταυροδρόμι πολιτισμών
Κάθε γωνιά της Νέας Ορλεάνης κουβαλάει πάνω της τρεις αιώνες ιστορίας. Η πόλη ιδρύθηκε το 1718 από τον γάλλο εξερευνητή Ζαν Μπατίστ Λε Μουάν ντε Μπιενβίλ και ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Φιλίππου Β’, δούκα της Ορλεάνης, ο οποίος εκείνα τα χρόνια ήταν αντιβασιλέας της Γαλλίας.
Τη γαλλική κληρονομιά της τη βλέπεις ακόμα στο French Quarter, με τα σιδερένια μπαλκόνια, τα πλακόστρωτα στενά και τα καφέ με τα γιασεμιά στις αυλές, στη γλώσσα (αρκετοί κάτοικοι μιλούν ακόμα γαλλικά ή τοπικές παραλλαγές), στην κουζίνα (με τα δημοφιλή μπενιέ, μια γαλλική εκδοχή των λουκουμάδων) και στο καρναβάλι Mardi Gras, που προέρχεται από τη γαλλική καθολική παράδοση του 18ου αιώνα και που εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη γιορτή της πόλης.
Το 1763, μετά τον Επταετή Πόλεμο, η Νέα Ορλεάνη πέρασε στα χέρια της Ισπανίας για σχεδόν 40 χρόνια. Και αυτή η περίοδος άφησε το δικό της αποτύπωμα: τις σκιερές στοές και τα χρωματιστά πλακάκια, που θυμίζουν περισσότερο Ανδαλουσία παρά Αμερική. Οι σκλάβοι που μεταφέρθηκαν από τη Δυτική Αφρική έφεραν μαζί τους τελετουργίες και μουσικές που άλλαξαν για πάντα τον πολιτισμό της περιοχής.
Η συνύπαρξή τους με τους αυτόχθονες, τους Γάλλους και τους Ισπανούς γέννησε την κρεολική κουλτούρα, ένα κράμα γλωσσών, εθίμων και γαστρονομικών παραδόσεων που καθόρισε την ταυτότητα της πόλης. Οι συγκεντρώσεις των σκλάβων στην Congo Square για να χορέψουν και να τραγουδήσουν έπαιξαν επιπλέον καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τζαζ – η Νέα Ορλεάνη είναι και η γενέτειρα του σπουδαίου Λούις Αρμστρονγκ (1901-1971).
Οσο για τη βουντού παράδοση, για την οποία επίσης είναι γνωστή η πόλη, έχει και αυτή βαθιές αφρικανικές ρίζες, αν και η σημερινή της μορφή είναι προϊόν μιας πολυπολιτισμικής συγχώνευσης που συνέβη μέσα από αιώνες αποικιοκρατίας, σκλαβιάς και καταπίεσης. Ολα αυτά είναι η «πολύχρωμη» Νέα Ορλεάνη, που τελικά το 1803 πουλήθηκε μαζί με όλη τη Λουιζιάνα από τη Γαλλία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πόλη που ζει µεταξύ νερού και στεριάς – χτισµένη πάνω σε βάλτους, στις όχθες του Μισισιπή και της λίµνης Πόντσατρεϊν –
και μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, δεδομένου ότι οι θρύλοι για φαντάσματα, βουντού και στοιχειωμένα σπίτια παραμένουν αναπόσπαστο κομμάτι της γοητείας της.
Η βασίλισσα του βουντού
Περπατήσαμε κι εμείς στα φημισμένα νεκροταφεία της, σε όσα οι φύλακες μας επέτρεψαν να μπούμε (υπό την αυστηρή πάντα επιτήρησή τους) καθώς τα περισσότερα παραμένουν κλειστά για τους τουρίστες ή φυλάσσονται αυστηρά. Γιατί; Για να τα προστατεύουν από τις φθορές και τους βανδαλισμούς που προκαλούν όσοι, παρασυρμένοι από τους θρύλους για τους στοιχειωμένους τάφους, προσπαθούν να αποσπάσουν φυλαχτά, κομμάτια από μάρμαρο ή προσωπικά αντικείμενα των νεκρών, θεωρώντας ότι έχουν μαγική δύναμη.
Οι περισσότεροι τάφοι είναι υπέργειοι λόγω του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα και για να προστατεύονται από τις πλημμύρες του Μισισιπή και από τις καταιγίδες του Κόλπου του Μεξικού – ο τυφώνας Κατρίνα, που παραλίγο να εξαφανίσει την πόλη, θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές που έχουν πλήξει τις ΗΠΑ. Πιο… δημοφιλής τάφος είναι αυτός της Μαρί Λαβό, που έχει εξελιχθεί σε τόπο προσκυνήματος για τους λάτρεις του βουντού. Βρίσκεται στο St. Louis Cemetery No. 1, το παλαιότερο νεκροταφείο της πόλης, που ιδρύθηκε το 1789. Η είσοδος επιτρέπεται μόνο με τη συνοδεία πιστοποιημένου ξεναγού.
Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα κρεολικής καταγωγής, η Μαρί Λαβό (1801-1881) ήταν γνωστή και ως «βασίλισσα του βουντού». Παρείχε βοήθεια σε ετοιμόγεννες γυναίκες και σε ασθενείς χρησιμοποιώντας παραδοσιακές μεθόδους, ενώ σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες φήμες διατηρούσε και οίκο ανοχής. Είχε αποκτήσει τεράστια κοινωνική επιρροή, καθώς πολλοί συμπολίτες της στρέφονταν σε εκείνη για καθοδήγηση, προστασία ή επίλυση προβλημάτων. Μια σκοτεινή και τρομακτική εκδοχή της παρουσιάζει ο Ράιαν Μέρφι στον τρίτο κύκλο του «American Horror Story», με τον τίτλο «Coven», όπου την ερμηνεύει η θαυμάσια Αντζελα Μπάσετ.
Τα αξιοθέατα
Αφού περάσαμε ώρες στους δρόμους, το National WWII Museum, το Εθνικό Μουσείο των ΗΠΑ για τον Βʹ Παγκόσμιο Πόλεμο, μας θύμισε πως η Νέα Ορλεάνη δεν είναι μόνο μουσική, γιορτές και παραμύθια. Είναι και αληθινές ιστορίες θάρρους, απώλειας, ηρωισμού αλλά και της βαρβαρότητας και της παράνοιας που χαρακτηρίζει τις ένοπλες αντιπαραθέσεις.
Το Ogden Museum of Southern Art ειδικεύεται στην τέχνη των νοτιοανατολικών ΗΠΑ, με έργα ζωγραφικής, γλυπτικής και φωτογραφίες, ενώ το New Orleans Museum of Art (NOMA) είναι το μεγαλύτερο και πιο γνωστό μουσείο τέχνης της Λουιζιάνας, με συλλογές από τον 19ο αιώνα έως σήμερα.
Εξαιρετικός είναι ο κήπος με τα γλυπτά που βρίσκεται δίπλα, με ελεύθερη είσοδο. Συνεχίσαμε περπατώντας. Οι βόλτες κατά μήκος του Μισισιπή, στις γειτονιές με τις μανόλιες, τις μπουκαμβίλιες και τα ξύλινα χρωματιστά σπίτια, αποκαλύπτουν την πιο ήρεμη όψη της πόλης.
Μια άλλη, πιο μεγαλειώδης Νέα Ορλεάνη μάς περίμενε στις αριστοκρατικές γειτονιές, κυρίως στο Garden District, όπου βρίσκονται τα σπίτια-παλάτια με τις κολόνες στην πρόσοψή τους, τις φαρδιές βεράντες και τα αιωνόβια δέντρα στους κήπους τους. Στο Faubourg Marigny τα μπαρ έπαιζαν πειραματική τζαζ και οι τοίχοι ήταν γεμάτοι γκράφιτι. Το Tremé, η παλιά αφροαμερικανική γειτονιά, είχε τη δική του κουρασμένη γοητεία.
Η άγρια πλευρά της Λουιζιάνας
Τριγύρω απλώνονταν οι απέραντοι βάλτοι, τα μπαγιού (bayous). Μια εκδρομή με βάρκα στα ακίνητα νερά τους είναι εμπειρία που δεν θα ξεχάσεις ποτέ: υδάτινες επιφάνειες που μοιάζουν καθρέφτες, τεράστια δέντρα φυτρωμένα στον βυθό, ήχοι από αόρατα πουλιά, παχιά υγρασία, ανθισμένα νούφαρα και, ξαφνικά, ανάμεσά τους ένας αλιγάτορας που κολυμπάει αθόρυβα αναζητώντας πιθανώς τροφή. Είναι η άγρια πλευρά της Λουιζιάνας αυτή που δίνει υπόσταση στους μύθους της.
Πίσω όμως από την εξωτική ομορφιά της περιοχής και την όποια γραφικότητα των οικισμών της υπάρχει πάντα η σκληρή μνήμη της δουλείας. Χιλιάδες μαύροι δούλεψαν εδώ υπό άθλιες συνθήκες, χτίζοντας τον πλούτο του Νότου με το αίμα τους. Στις φυτείες που βρίσκονται λίγο έξω από την πόλη και λειτουργούν ως μουσεία μαθαίνεις σοκαριστικές και αποτρόπαιες λεπτομέρειες για τον τρόπο ζωής τους. Μια τέτοια επίσκεψη είναι, νομίζω, ό,τι πιο ουσιαστικό μπορείτε να κάνετε αν βρεθείτε εκεί.
Η Νέα Ορλεάνη έχει εγκληματικότητα. Συχνά χαρακτηρίζεται από τις πιο επικίνδυνες πόλεις των ΗΠΑ. Εχει φτώχεια και πολλές άλλες πληγές που δεν έχουν κλείσει. Αλλά είναι ζωντανή και έντονη, αντιφατική και παράδοξη, γι’ αυτό και γοητευτική. Είναι μια πόλη που νομίζεις πως από τη μια στιγμή στην άλλη, από γειτονιά σε γειτονιά, από δρόμο σε δρόμο, αλλάζει διαρκώς ρυθμό αυτοσχεδιάζοντας.
Σαν μια τζαζ σύνθεση που παίζει τολμηρά με τη μελωδία και με τις εντάσεις, για να σε εκπλήσσει σε κάθε νέο μουσικό μέτρο. Η Νέα Ορλεάνη είναι μια πόλη-τραγούδι, που ακόμα κι αν αρχικά δεν το ακούσεις έτσι όπως το σκεπάζει η φασαρία στους πολυσύχναστους δρόμους, όσο την περπατάς θα πιάσεις τον εαυτό σου να το σιγοψιθυρίζει. Και να προχωρά, σαν να χορεύει στον παράξενο ρυθμό του.
