Ματ Ντίλον: Εχω μελετήσει πολύ τον Μπράντο

Στον πιο προκλητικό ρόλο της καριέρας του, ο αμερικανός ηθοποιός υποδύεται τον κορυφαίο ομότεχνό του στην ταινία «Την έλεγαν Μαρία», η οποία φωτίζει μια σκοτεινή σελίδα στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά που εκτυλίχθηκε στα γυρίσματα του φιλμ «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι».

Ματ Ντίλον: Εχω μελετήσει πολύ τον Μπράντο

Εγκάρδιος και φιλικός, διαρκώς με ένα χαμόγελο στο αγέραστο πρόσωπό του, ο αμερικανός ηθοποιός Ματ Ντίλον υποδέχθηκε με δυνατές χειραψίες και μια ειλικρινή αμεσότητα το μικρό γκρουπ των δημοσιογράφων που κλήθηκαν να συνομιλήσουν μαζί του με αφορμή «έναν από τους πιο δύσκολους ρόλους της καριέρας μου», όπως ο ίδιος αποκάλεσε την πρόκληση να υποδυθεί έναν άλλον ηθοποιό, τον Μάρλον Μπράντο, στην ταινία «Την έλεγαν Μαρία» («Being Maria») της Ζεσικά Παλούντ.

Η ταινία που προβάλλεται στους ελληνικούς κινηματογράφους (σε διανομή Rosebud.21) έκανε πέρυσι την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ των Καννών, ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον περασμένο Νοέμβριο, η πανελλήνια πρεμιέρα της πραγματοποιήθηκε, παρόντος του Ντίλον, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Η δική μας συνάντησή έλαβε χώρα στο La Terrasse by Albane στο ξενοδοχείο JW Marriott κατά τη διάρκεια του γαλλικού φεστιβάλ: «Ποτέ δεν θα μπορούσα να διανοηθώ ότι θα μου προσφερόταν αυτή η ευκαιρία» είπε τότε ο Ντίλον, «όμως θα πρέπει να πω ότι το σενάριο του “Την έλεγαν Μαρία” υπήρξε η βάση. Ηταν ειλικρινές, έντιμο και ευαίσθητο. Παρότι υπήρξε μπλεγμένος σε μια προδοσία, στην προδοσία της ιστορίας που η ταινία αφηγείται, ο Μπράντο δεν παρουσιάζεται ως τέρας. Δεν είναι δηλαδή μια ιστορία μονόπλευρα δοσμένη, στο σενάριο βλέπεις και άλλες πτυχές του χαρακτήρα του, κάτι που βρήκα αρκετά προκλητικό και ενδιαφέρον, οπότε και δέχθηκα να παίξω».

Προδοσία, αδικία, καταστροφή

Η ιστορία προδοσίας στην οποία αναφέρθηκε ο γεννημένος στην πόλη Νιου Ροσέλ της Νέας Υόρκης 61χρονος ηθοποιός αφορά το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας «Την έλεγαν Μαρία», την ηθοποιό Μαρία Σνάιντερ (την υποδύεται η Αναμαρία Βαρτολομέι), στα γυρίσματα της θρυλικής πλέον ταινίας «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» (1972), σε σκηνοθεσία Μπερνάρντο Μπερτολούτσι.


Στιγμιότυπο από την ταινία της Ζεσικά Παλούντ «Την έλεγαν Μαρία», με την Αναμαρία Βαρτολομέ

Σε εκείνη την ταινία ο Μάρλον Μπράντο υποδύεται τον Αμερικανό Πολ, έναν παρηκμασμένο πενηντάρη ξενοδόχο στο Παρίσι, ο οποίος, ενώ θρηνεί τον θάνατο της γυναίκας του, δημιουργεί μια σχέση έντονου σεξουαλικού πάθους με μία κατά πολύ νεότερή του γυναίκα, τη Ζαν, την οποία υποδύεται η Μαρία Σνάιντερ. Ενώ για ένα μεγάλο μέρος της ο Μπερτολούτσι διαχειρίζεται πολύ όμορφα, ευαίσθητα, το ζήτημα της απώλειας και της απόγνωσης, η ταινία έχει μείνει στην ιστορία για μια πολύ χαρακτηριστική, ωμή σκηνή, εκείνη του παρά φύση σεξ με το βούτυρο, όταν ο Πολ στην ουσία βιάζει τη Ζαν στο διαμέρισμα όπου συναντιούνται.

Καθότι άπειρη και ευάλωτη, η Σνάιντερ έπεσε τελικά θύμα εκμετάλλευσης του Μπερτολούτσι και του Μπράντο που κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή τής αποκάλυψαν την ιδέα για αυτή τη σκηνή της κακοποίησης της ηρωίδας της. Το έκαναν επειδή, για χάρη του ρεαλισμού της σκηνής, θέλησαν να αποσπάσουν από τη Σνάιντερ μια αληθινή αντίδραση δυσφορίας και οργής, κάτι που έγινε, όχι όμως χωρίς συνέπειες.

Αργότερα η Σνάιντερ δεν σταμάτησε να κατηγορεί τον Μπερτολούτσι και τον Μπράντο για αυτή την κακοποιητική πράξη που την τραυμάτισε και τη σημάδεψε για όλη την υπόλοιπη σύντομη ζωή της (η Σνάιντερ πέθανε το 2011, σε ηλικία μόλις 58 ετών).

Ο Ματ Ντίλον έκανε την έρευνά του για την ταινία. «Δεν ήξερα για αυτά που είχε περάσει η Σνάιντερ, ειλικρινά δεν ήξερα» είπε.

Ρωτώντας και διαβάζοντας έμαθε για το πώς πολύς κόσμος στη Γαλλία και αλλού στην Ευρώπη αντιλαμβανόταν τη γαλλίδα ηθοποιό: «Ολοι μιλούσαν για την ταλαιπωρημένη ζωή της, για τα ναρκωτικά με τα οποία είχε μπλέξει από πολύ νωρίς, για τις καταχρήσεις, για την αυτοκαταστροφή της. Οτι ήταν καμένο χαρτί, ότι έπεσε θύμα των αδυναμιών της. Κανένας όμως δεν αναφερόταν στην ταπείνωση που η Μαρία ένιωσε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του “Τανγκό”. Το βρήκα άδικο. Η σκηνή ήταν βεβαίως μια παράσταση, δεν ήταν πραγματικός βιασμός. Αλλά ναι, ήταν μια πράξη κακοποίησης».

Αν και ο Ντίλον δεν γνώρισε ποτέ τον Μπερτολούτσι, έμαθε ότι ο ιταλός σκηνοθέτης είχε δηλώσει: «Δεν ήθελα η Μαρία να υποδυθεί την εξευτελισμένη, ήθελα να τη δω πραγματικά εξευτελισμένη».

Μορφάζοντας, πρόσθεσε: «Αυτό είναι καταγεγραμμένο όπως το λέω. Και αν παρατηρήσετε τη σκηνή, θα το δείτε. Και ναι, πιστεύω πραγματικά ότι αυτό το γύρισμα τη στοίχειωσε. Μπορεί να συμβεί. Εχει συμβεί και σε εμένα. Το “Crash”, για παράδειγμα, είναι μια ταινία που δεν μπορώ να δω. Είχα φύγει στη μέση στην πρεμιέρα της (σ.σ.: αυτή η ταινία οδήγησε τον ηθοποιό για πρώτη και μέχρι σήμερα μοναδική φορά στις υποψηφιότητες των βραβείων Οσκαρ). Ναι, η Σνάιντερ προδόθηκε, για μία ακόμα φορά μετά την προδοσία των γονιών της, γιατί δεν είχε σωστή ανατροφή, οι γονείς της δεν ενδιαφέρονταν για αυτήν (σ.σ.: η ταινία “Την έλεγαν Μαρία” στέκεται αρκετά και σε αυτό το σημείο).

Και μετά, ο Μπράντο και ο Μπερτολούτσι έκαναν το δικό τους, αφήνοντάς τη μόνη, να δέχεται τα αστειάκια ταπείνωσης για το καταραμένο το βούτυρο και όλα αυτά. Ηταν πολύ άσχημο. Και η ταινία μας αυτό θέλησε να το δείξει. Γι’ αυτό και τη θεωρώ σημαντική. Πολύ σημαντική. Προσωπικά, είμαι μεγάλος φαν του “Τανγκό”, αλλά αυτή τη σκηνή, τη σκηνή με το βούτυρο, ποτέ δεν τη χώνεψα, ποτέ δεν μου άρεσε».

Η επιρροή του Μπράντο

Για τον Ματ Ντίλον, ο οποίος έχει συνεργαστεί με κορυφαίους του κινηματογράφου, από τον Φράνσις Φορντ Κόπολα («Ο αταίριαστος» και «Αουτσάιντερς: Επαναστατες χωρίς αύριο» του 1983) ως τον Λαρς φον Τρίερ («Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ», 2018), το να υποδυθεί τον ρόλο του Μάρλον Μπράντο σήμανε πολλά για έναν ακόμα λόγο:

«Οταν ήμουν πιτσιρικάς και ξεκινούσα στον χώρο της ηθοποιίας, έπαιξα ένα ατίθασο νιάτο σε μια ταινία με τίτλο “Over the Εdge” (σ.σ.: “Πέρα απ’ τα όρια”, 1979). Ημουν 14 χρόνων, δεν ήξερα τίποτα. Αλλά στα γυρίσματα ο Τζόναθαν Κάπλαν, ο σκηνοθέτης, με αποκαλούσε Μάρλον Μπράντο. Κι εγώ κοιτούσα σαν χάνος και σκεφτόμουν: “Τι είναι αυτά που μου λέει; Ποιος είναι ο Μάρλον Μπράντο;” Δεν τον ήξερα. Ισα που είχα δει τον “Νονό”. Με έλεγε Μπράντο διότι κάθε δύσκολη σκηνή μου ήθελα να την κάνω πραγματική. Αν, για παράδειγμα, ο ήρωάς μου έπρεπε να σπάσει ένα παράθυρο, έλεγα: “Θέλω να σπάσω εγώ το παράθυρο!”. “Σκάσε, Μάρλον!” μου έλεγε εκείνος. Μα ποιος είναι αυτός ο Μάρλον Μπράντο; Θυμάμαι μάλιστα ότι σε μια σκηνή ο χαρακτήρας μου ήταν δεμένος με χειροπέδες και θα έπρεπε θυμωμένος να ρίξει μια γραφομηχανή από το γραφείο. Ηθελα να το κάνω στ’ αλήθεια, αλλά δεν με άφησαν, γιατί ο σεναριογράφος της ταινίας τη χρειαζόταν για το γράψιμο των σκηνών που θα διορθώνονταν (γέλια)».

Αργότερα, βέβαια, όταν ο Ντίλον αποφάσισε συνειδητά να ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού, φοίτησε στο Lee Strasberg Institute, όπου ήρθε σε επαφή με τις τεχνικές που αποτελούσαν μέρος της εκπαίδευσης: «Τρεις ηθοποιούς έχω μελετήσει πολύ καλά όταν ήμουν νέος» δήλωσε.

«Τον Τζέιμς Ντιν, τον Μοντγκόμερι Κλιφτ και τον Μάρλον Μπράντο. Ολοι δούλευαν από μέσα προς τα έξω. Ειδικά ο Μπράντο, πιστεύω, άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο η Αμερική “έβλεπε” έως τότε τους άνδρες. Ηταν ευάλωτος, είχε αδυναμίες. Ο Τζον Γουέιν δεν θα έκανε ποτέ αυτό που έκανε ο Μπράντο. Ούτε ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ή ο Τζέιμς Κάγκνεϊ. Ηξε­ρα ότι ο Μπράντο όπως και ο Ντιν – αν και είχε παίξει σε μόλις τρεις ταινίες – άλλαξε την πορεία των πραγμάτων, άλλαξε αυτό που οι ηθοποιοί έκαναν έως τότε. Γι’ αυτό και δεν σταμάτησε ποτέ να είναι το πρότυπό μου».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version