Η θάλασσα, αιώνια πηγή έμπνευσης και μυστηρίου, έχει δεχθεί το βάρος της ανθρώπινης φαντασίας και ψυχής μέσα από αμέτρητα λογοτεχνικά έργα – καθόλου τυχαία ορισμένα από αυτά θεωρούνται από τα πλέον κλασικά σε παγκόσμιο επίπεδο. Από τον «Γέρο και τη θάλασσα» του Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ, όπου η σκληρή μάχη ενός ψαρά με το τεράστιο ψάρι γίνεται σύμβολο αντοχής και ανθρώπινης αξιοπρέπειας, μέχρι τον «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ, που σφραγίζει την εμμονή και την πάλη με τη φύση σε μια αξεπέραστη επική αφήγηση, η θάλασσα δεν είναι ποτέ μόνο ένα φυσικό τοπίο, αλλά και ένα συναισθηματικό και πνευματικό πεδίο.
Κάτι γνωρίζουμε και εμείς σχετικά μέσα από τα επίσης κλασικά κείμενα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, του Ηλία Βενέζη ή των στίχων του Γιώργου Σεφέρη ή του Οδυσσέα Ελύτη, όπου μέσα σε αυτή τη ρευστή ατμόσφαιρα της αέναης κίνησης τα ανθρώπινα πάθη, ο φόβος, η ελπίδα και η αναζήτηση διαθλώνται όπως το φως στο νερό, φθάνοντας στα πολύ ενδότερα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στο «Θάλασσα, θάλασσα» (εκδόσεις Gutenberg, βραβείο Booker 1978), η Βρετανοϊρλανδή Αϊρις Μέρντοχ εγκαθιστά τον ήρωά της, τον Τσαρλς Αροουμπάι, έναν πρώην θεατρικό σκηνοθέτη και επίδοξο αναχωρητή με βλέψεις για συγγραφή βιβλίου, σε ένα σπίτι που «βλέπει» το νερό σε ένα απροσδιόριστο μέρος προς το βόρειο τμήμα της Αγγλίας. Στόχος του είναι να αποσυρθεί από τις κοσμικότητες και τη βοή της ζωής, να ζήσει σε μια προσωπική «Τρικυμία» με μοναδικό κοινό του τα κύματα.
Ο ίδιος νομίζει ότι έχει βρει το ιδανικό καταφύγιο: Μαγειρεύει, κολυμπάει, ζει μακριά από επιφανειακούς αντιπερισπασμούς και σε επαφή επιτέλους με τη φύση. Το σχέδιό του καταρρέει όταν τον επισκέπτονται ακόμα και σε αυτή την «εσχατιά» πρώην ερωμένες και γνωστοί του θεατράνθρωποι, ενώ συναντά σε αυτό το απομακρυσμένο τοπίο εντελώς απρόσμενα την εφηβική, εμμονική του αγάπη. Σε αυτό το μυθιστόρημα η θάλασσα δεν είναι απλώς ένα άστατο φόντο, το οποίο παρεμπιπτόντως η Μέρντοχ περιγράφει αριστουργηματικά στις δεκάδες διαθέσεις του, αλλά ένας χαρακτήρας per se που μοιάζει να διαβρώνει σταδιακά τις επιθυμίες και ψευδαισθήσεις του ήρωα.
Η θάλασσα του Βορρά, κυκλοθυμική, ασυγχώρητη, δεν λυτρώνει αλλά γίνεται καθρέφτης, ένα πεδίο υπαρξιακής απογύμνωσης – άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι κάποια στιγμή ο ήρωας βλέπει να αναδύεται από το νερό ένα τέρας. Η θάλασσα της Μέρντοχ, απρόβλεπτη, σαγηνευτική και ενίοτε απειλητική, είναι εκεί για να θυμίζει στον ήρωα και στην αναγνώστρια ότι η απομόνωση δεν είναι ποτέ πραγματική όταν δεν έχουν κοπάσει οι εσωτερικές συναισθηματικές θύελλες.
Aλλο ένα βιβλίο που έχει τη θάλασσα στον τίτλο του και ένα Booker (2005) στην κατοχή του είναι το «Η θάλασσα» (εκδόσεις Καστανιώτης) του Ιρλανδού Τζον Μπάνβιλ. Ο ήρωάς του είναι ο Μαξ Μόρντεν, ένας πρώην ιστορικός τέχνης που επιστρέφει στο παραθαλάσσιο χωριό όπου περνούσε τα παιδικά του καλοκαίρια σε μια προσπάθεια να συμφιλιωθεί με τον πρόσφατο θάνατο της γυναίκας του. Η επιστροφή γίνεται αφορμή για μια κατάδυση στον εαυτό, καθώς ανασύρονται επώδυνες αναμνήσεις από ένα παλιό καλοκαίρι, όταν δύο παιδιά και φίλοι του πρωταγωνιστή έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα.
Ο άνδρας αναμετριέται με όσα υπήρξαν και όσα χάθηκαν και η θάλασσα, πέρα από το να καθορίζει την πλοκή, γίνεται και ένας πολυεπίπεδος συμβολισμός που συντρέχει και διατρέχει το συναισθηματικό και υπαρξιακό του ταξίδι. Τόπος επιστροφής, εν δυνάμει καταφύγιο αλλά και πεδίο φορτισμένο, σε αέναη, ασυγκράτητη κίνηση που λειτουργεί σαν αλληγορία για την ίδια τη μνήμη: άλλοτε γαλήνια, άλλοτε ταραγμένη, αλλά πάντα ασταθής και απρόβλεπτη.
Μέσα και δίπλα στη θάλασσα
Η βραβευμένη με Πούλιτζερ Αμερικανίδα Τζένιφερ Ιγκαν στο μυθιστόρημα «Manhattan Beach» (εκδόσεις Πατάκης) μας μεταφέρει στο Μπρούκλιν της Μεγάλης Υφεσης και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακολουθώντας την Αννα Κέριγκαν, την πρώτη γυναίκα δύτρια στο Ναυτικό Ναυπηγείο της περιοχής. Εκτελώντας εξαιρετικά απαιτητικές και επικίνδυνες υποβρύχιες αποστολές για την πολεμική βιομηχανία, η ηρωίδα διεκδικεί τον χώρο της σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο ενώ παράλληλα αναζητεί την αλήθεια για την εξαφάνιση του πατέρα της. Καθώς βουτά στα σκοτεινά βάθη, έρχεται αντιμέτωπη με την ανασφάλεια και τα βαθιά τραύματα του παρελθόντος της, ενώ η ίδια η διαδικασία της κατάδυσης γίνεται μια πράξη θάρρους, επιμονής και εσωτερικής αναζήτησης.
Το βιβλίο «Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα» (εκδόσεις Αγρα) της Αμερικανίδας Ελίζαμπεθ Στράουτ είναι ένα τρυφερό, βαθιά στοχαστικό μυθιστόρημα που εξερευνά την απώλεια, τη μοναξιά και την ανθρώπινη εγγύτητα μέσα στο πλαίσιο της πανδημίας COVID-19. Με φόντο την παγωμένη, άγρια θάλασσα του Μέιν, η Στράουτ μετατρέπει το τοπίο σε υπαρξιακό καθρέφτη, σκηνή ενδοσκόπησης και χώρο συναισθηματικής μεταμόρφωσης.
Η Λούσυ Μπάρτον, ηρωίδα στην οποία επανέρχεται ανά διαστήματα η Στράουτ, όπως και στην άλλη αγαπημένη Ολιβ Κιτριτζ, εγκαταλείπει το Μανχάταν όταν ξεσπά η, τόσο πρόσφατη και τόσο μακρινή ταυτόχρονα, πανδημία και απομονώνεται σε ένα παραθαλάσσιο σπίτι με τον πρώην σύζυγό της Γουίλιαμ. Το νέο περιβάλλον, βυθισμένο στην ακινησία του lockdown, γίνεται ο καμβάς μιας βαθιάς προσωπικής αναμέτρησης και η θάλασσα ένας ανοιχτός χώρος που καλεί τη Λούσυ να σταθεί απέναντι στα τραύματά της, στα ερωτήματα του παρελθόντος και στο αβέβαιο μέλλον. Είναι μια σιωπηλή, σχεδόν μεταφυσική παρουσία: ένας χώρος επεξεργασίας πένθους, αναστοχασμού και αργής επανασύνδεσης με τον εαυτό και τους άλλους.
Τσακισμένα ναυάγια
Πέρα από τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες, η αληθινή, συντριπτική δύναμη της θάλασσας στις κυριολεκτικές της διαστάσεις περιγράφεται μέσα από το συναρπαστικό βιβλίο «Γουέιτζερ: Ναυάγιο, Ανταρσία, Φόνος» (εκδόσεις Δώμα) του Ντέιβιντ Γκραν. Πρόκειται για τη non fiction αφήγηση της αληθινής τραγωδίας του βρετανικού «HMS Wager», το οποίο ναυάγησε στα ανοιχτά της Παταγονίας το 1741, αφότου είχε αποπλεύσει από το Πόρτσμουθ έναν χρόνο νωρίτερα με στόχο να αιχμαλωτίσει ένα ισπανικό γαλόνι στο πλαίσιο του πολέμου «για το αφτί του Τζένκινς» μεταξύ Ισπανίας και Μεγάλης Βρετανίας.
Οι λιγοστοί επιζώντες, ανάμεσά τους και ο παππούς του Λόρδου Βύρωνα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα στοιχεία της φύσης, όπως τον αφόρητο καιρό και τη λύσσα της θάλασσας, αλλά και την ανθρώπινη φύση: την προδοσία, την απληστία, ακόμα και τον κανιβαλισμό. Φαινόμενα που δεν απορρέουν πάντα από ποταπές ψυχοσυνθέσεις αλλά ενίοτε και από το ακατανίκητο ένστικτο επιβίωσης. Η θάλασσα εδώ είναι μια πανίσχυρη εκδικητική θεότητα, καθώς κάνει κομμάτια ένα σύμβολο της βρετανικής αυτοκρατορικής ισχύος, μια βίαιη δύναμη που κατατροπώνει σώματα, ηθικές και βεβαιότητες.
Συνιστά τη μόνη διαφυγή για τους ναυαγισμένους αλλά και ένα ψυχολογικό όριο: η απεραντοσύνη της προκαλεί απελπισία, τα κύματα συντονίζονται με την αποσάρθρωση της πίστης στην τάξη και την εξουσία. Ο βυθός της καταπίνει το πλοίο αλλά και το περίβλημα του πολιτισμού, τόσο εύθραυστο όταν καταρρέει η οργανωμένη τάξη πραγμάτων.
Ας αποδοθούν τα απαραίτητα εύσημα για αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο που διαβάζεται απνευστί στον Ντέιβιντ Γκραν, έναν από τους πιο διακεκριμένους σύγχρονους αμερικανούς δημοσιογράφους και συγγραφείς αφηγηματικής δημοσιογραφίας. Ο Γκραν, συγγραφέας και του «Killers of the Flower Moon» (2017) για τις δολοφονίες των Ινδιάνων Οσατζ στην Οκλαχόμα τη δεκαετία του ’30, βιβλίο που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Μάρτιν Σκορσέζε, ερευνά τις ιστορίες του για χρόνια, δουλεύοντας με αρχεία, ταξιδεύοντας στα μέρη που μελετά, συνομιλώντας με ειδικούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ανέτρεξε σε ναυτικά ημερολόγια, πρακτικά από δίκες και σωζόμενες μαρτυρίες και μετέτρεψε τα ιστορικά γεγονότα εν τέλει σε μια υψηλού επιπέδου λογοτεχνία τεκμηρίωσης χωρίς ποτέ να προδίδει την αλήθεια των πηγών του.
Ο άγνωστος, υποθαλάσσιος κόσμος
Σε εντελώς διαφορετικό ύφος, άλλο ένα βιβλίο non fiction που έχει απαιτήσει μεγάλη έρευνα είναι το «Βιβλίο των χελιών» (εκδόσεις Μεταίχμιο) του Σουηδού Πάτρικ Σβένσον. Στην καρδιά του βρίσκεται το άλυτο μυστήριο ενός ψαριού που απασχόλησε από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Φρόιντ και εξακολουθεί να παραμένει το πιο αινιγματικό πλάσμα του βυθού, ένα αίνιγμα που όσο και να το κυνηγάμε, όπως και να το κάνεις, γλιστράει σαν το… χέλι.
Γεννιέται στη Θάλασσα των Σαργασσών, διανύει χιλιάδες χιλιόμετρα για να φθάσει στα ποτάμια της Ευρώπης, ζει εκεί για δεκαετίες και έπειτα εξαφανίζεται πίσω στο αρχέγονο σημείο γέννησής του για να πεθάνει, αλλά κανείς δεν ξέρει πώς βρίσκει τον δρόμο του σε αυτή την τεράστια διαδρομή. Παράλληλα, ο συγγραφέας μπλέκει ανάμεσα στη μυθολογία και την επιστήμη του χελιού και την προσωπική του ιστορία, τις αναμνήσεις του από τον πατέρα του και τα ψαρέματά τους, υφαίνοντας ένα συγκινητικό αφήγημα. Το αποτέλεσμα είναι ένα υβρίδιο απομνημονευμάτων, επιστημονικής δημοσιογραφίας και υπαρξιακών αναζητήσεων όπου ο βυθός συμβολίζει τον χώρο του απροσπέλαστου, του ανείπωτου και του προσωπικού μύθου.
Επειδή τόση ώρα μιλάμε για θάλασσα, μα δεν έχουμε σταθεί στην ελπίδα που γεννά μέσα από το ταξίδι που επιτρέπει για την αναζήτηση νέων ευκαιριών, αξίζει να γίνει μνεία στο βιβλίο «Το καλό θα έρθει από τη θάλασσα» (εκδόσεις Πόλις) του Χρήστου Οικονόμου. Πρόκειται για μια συλλογή τεσσάρων διηγημάτων που εκτυλίσσονται σε ένα ακατονόμαστο νησί του Αιγαίου, όπου οι ήρωες, ξεριζωμένοι από την πόλη και την καθημερινότητά τους, φθάνουν εκεί σαν εσωτερικοί μετανάστες, κουβαλώντας τις πληγές τους αλλά και μια τελευταία ελπίδα: να βρουν νόημα μέσα στην ερήμωση που αφήνει πίσω της η κρίση, να πιαστούν από το ενδεχόμενο μιας δεύτερης αρχής.
Μέσα στη λιτότητα του λόγου και τη βαθιά ανθρωπιά των ιστοριών, η θάλασσα αναδεικνύεται όχι μόνο ως φυσικό σύνορο αλλά και ως πέρασμα προς κάτι νέο. Θα μπορούσε να είναι κάτι καλύτερο αν δεν υπήρχαν η ανθρώπινη καχυποψία, ο τοξικός φθόνος και η κουλτούρα μικροπρέπειας και ανταγωνισμού, τόσο γνώριμα στοιχεία της ελληνικής επαρχίας που ούτε η θάλασσα με όλο το νερό της δεν μπορεί να ξεπλύνει.
Σε μια πιο παιδική νότα
Η θάλασσα και τα μυστήριά της αποτελούν συχνά υλικό για παιδικά βιβλία, όπου μέσα από πανέμορφες εικονογραφήσεις που πάντοτε μαγνητίζουν το βλέμμα εξοικειώνουν τα παιδιά με τα μυστήρια του βυθού. Το «Ωκεανός» (εκδόσεις Καπόν), καρπός της συνεργασίας της εικονογράφου Ελέν Ντριβέρ και της βιολόγου Εμανουέλ Γκριντμάν, είναι ένα βιβλίο που συνδυάζει την επιστήμη με την τέχνη, την πληροφορία με την ποίηση της εικόνας. Πρόκειται για ένα ταξίδι στον θαλάσσιο κόσμο που ξεκινά από τις ακτές και φθάνει ως τα πιο μυστηριώδη βάθη του ωκεανού, αποκαλύπτοντας σταδιακά τη δομή, τη λειτουργία και την ποικιλομορφία της θαλάσσιας ζωής.
Με εντυπωσιακές διάτρητες σελίδες και κινούμενα στοιχεία που ξεδιπλώνονται σαν παράθυρα σε διαφορετικά οικοσυστήματα, η Ντριβέρ δημιουργεί έναν τρισδιάστατο χάρτη του υποβρύχιου κόσμου. Κάθε σελίδα γίνεται ένας ζωντανός οργανισμός, με λεπτομέρειες που καλούν την αναγνώστρια να κοιτάξει πιο προσεκτικά, να ανακαλύψει, να παρατηρήσει. Το κείμενο της Γκριντμάν πλαισιώνει την οπτική αυτή εμπειρία με πληροφορίες για τα κύματα, τα ρεύματα, την πανίδα και τη χημεία των ωκεανών, αλλά και για τον ρόλο που παίζουν στη ρύθμιση του κλίματος, τη ζωή στον πλανήτη, και τις απειλές που δέχονται σήμερα. Η επιστημονική πληροφορία γίνεται προσβάσιμη δίνοντας τη δυνατότητα στους αναγνώστες, μικρούς και μεγάλους, να κατανοήσουν τις σύνθετες ισορροπίες που είναι υπεύθυνες για τη συνέχεια αυτού του υποβρύχιου κόσμου.
Στο βιβλίο «What the Wild Sea Can Be» (Αtlantic Books), η θαλάσσια βιολόγος και συγγραφέας Χέλεν Σκέιλς μας καλεί σε ένα ταξίδι στον ωκεανό του παρόντος και του μέλλοντος. Με γλώσσα ποιητική αλλά και επιστημονικά τεκμηριωμένη, καταγράφει τις απειλές που υφίσταται ο θαλάσσιος κόσμος, από την υπεραλίευση και την κλιματική αλλαγή έως τη ρύπανση και την εξάντληση των οικοσυστημάτων. Ωστόσο, μέσα από πραγματικά παραδείγματα αναγέννησης – προστατευόμενες περιοχές, επανεισαγωγή ειδών, βιώσιμες πρακτικές – μας δείχνει ότι η θάλασσα δεν είναι μόνο ένας τόπος απώλειας, αλλά και ένας τόπος ελπίδας. Το βιβλίο είναι μια τρυφερή αλλά δυναμική υπενθύμιση πως, αν της δοθεί η ευκαιρία, η θάλασσα μπορεί να γίνει ξανά αυτό που ήταν: άγρια, ζωντανή και γενναιόδωρη.
