Γιάννης Καλπούζος: «Είμαι νερό που ξεδιψά όσους συμπορευόμαστε»

Ο αγαπητός μυθιστοριογράφος μάς μυεί στο συγγραφικό άβατό του με αφορμή το πιο πρόσφατο βιβλίο του, που δεν έμεινε απλώς στο «διαβάστηκε» αλλά συγκίνησε και αγαπήθηκε από τους αναγνώστες.

Γιάννης Καλπούζος: «Είμαι νερό που ξεδιψά όσους συμπορευόμαστε»

Είναι πάντα ενδιαφέρον – και ακροθιγώς ανακουφιστικό για το μπολιασμένο στην ανθρώπινη φύση ηδονοβλεπτικό ένστικτο – να μαθαίνει κανείς ίσως επουσιώδεις φαινομενικά, αλλά νευραλγικές στο βάθος τους πληροφορίες για την ιστορία πίσω από την ιστορία ενός βιβλίου.

Πόσω μάλλον όταν το κουβάρι της εξιστόρησης ξετυλίγει ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο άνθρωπος δηλαδή που ήταν παρών στη σύλληψη της ιδέας, εκείνος που καθοδήγησε την ανάπτυξή της αλλά και αυτός που κατάφερε να τη μετουσιώσει από κάτι άυλο και αφηρημένο σε λέξεις. Με άλλα λόγια, να την επικοινωνήσει.

Στην περίπτωση του Γιάννη Καλπούζου η απόλαυση είναι πολλαπλάσια, αφού μιλάμε όχι απλώς για έναν έμπειρο μυθιστοριογράφο – και μάλιστα από εκείνους που δεν χρησιμοποιούν τις λέξεις φλύαρα για να γεμίζουν σελίδες, αντιθέτως τις περιβάλλουν με σεβασμό, αξιοποιώντας τες ως πρώτη ύλη για να χτίζουν ολόκληρα σύμπαντα –, αλλά για έναν πρώτης τάξεως, πηγαίο και γοητευτικό συνομιλητή.

Με το πιο πρόσφατο βιβλίο του, τον «Μεθυστή – Στα χώματα της Κρήτης» (εκδ. Χάρτινη Πόλη), να έχει κερδίσει μια θέση στη λίστα των best sellers, ο πολυγραφότατος λογοτέχνης μιλά για τις πολλές μικρές στιγμές της δημιουργικής αλλά και της ιδιωτικής ζωής του, που έπειτα από τέσσερα χρόνια αθροίστηκαν σε ένα μεγάλο – όχι μόνο σε όγκο και έκταση – ιστορικό μυθιστόρημα.

Ποια είναι η ιστορία πίσω από την ιστορία του «Μεθυστή»;

Το πρώτο φιτίλι το άναψε ο μαέστρος και φίλος μου Μύρων Μιχαηλίδης όταν το 2021, έπειτα από την παρουσίαση του μυθιστορήματός μου “Ραγιάς” στο Ηράκλειο, άρχισε να μου διηγείται περιστατικά από τον καιρό της γερμανικής κατοχής.

Επισκεφθήκαμε ύστερα από μερικούς μήνες και τον Κρουσώνα Ηρακλείου, όπου συγκέντρωσα κι άλλες μαρτυρίες, ενώ συγχρόνως μελετούσα σε προκαταρκτικό στάδιο. Ολα όσα μάθαινα έδειχναν το φωτεινό πρόσωπο της Κρήτης μέσα σε εκείνα τα σκοτεινά χρόνια.

Ετσι αποφάσισα να γράψω ένα μυθιστόρημα-ωδή στην Κρήτη προκειμένου, μεταξύ πολλών άλλων, να λειτουργήσει συγκριτικά – ως προς τον πατριωτισμό, το αδούλωτο πνεύμα, την οικογένεια, τους κώδικες συμπεριφοράς, την αξιοπρέπεια, την αίσθηση του καθήκοντος και της ατομικής ευθύνης – με τη σημερινή εποχή, όπου κυριαρχούν η ρεμούλα, ο χαβαλές, ο οχαδερφισμός, η προπαγάνδα και η αισθητική ευτέλεια.

Ο τίτλος του βιβλίου είναι ιδιαίτερα ισχυρός και φορτισμένος. Μπορείτε με δυο λόγια να μου περιγράψετε, να μου συστήσετε τον «Μεθυστή»;

Διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στην Κρήτη, από το 1937 έως το 1945, εκτός από ένα κεφάλαιο το οποίο παρακολουθεί την 5η Μεραρχία Κρήτης στο ελληνοϊταλικό μέτωπο, χωρίς να περιγράφονται συγκεκριμένες μάχες, παρά μόνο η ατμόσφαιρα του πολέμου δοσμένη με αντιπολεμική χροιά.

Μέσα από την ερωτική σχέση του Νέστορα – που έχει το παρατσούκλι “Μεθυστής”, προερχόμενο από τον Αγιο Γεώργιο τον Μεθυστή – με την Αριάνθη, γόνο Μικρασιατών, αλλά και το δέσιμό του με τον λεβεντόγερο Μιχαλαριά, την αδελφή του, τη δυναμική μάνα του Καδιανιά και την αινιγματική Κρυσταλλία, καθώς και μέσα από τον αντιφατικό Ντιραβένα, τον άπληστο Αυγουστή και άλλους μυθοπλαστικούς ήρωες και πραγματικά πρόσωπα, τους μαυραγορίτες, τους δωσίλογους, τις αγριότητες των Γερμανών και την εντυπωσιακή αντίσταση των Κρητών, ξεδιπλώνεται αφενός η πραγματική ιστορία και η καθημερινή ζωή εκείνων των χρόνων, αφετέρου η τοπιογραφία των ψυχών όσων συμμετέχουν στη γεμάτη ανατροπές, αγωνία και περιπέτειες μυθοπλασία.

Επιμένετε να γράφετε και υποθέτω να ζείτε και να βιοπορίζεστε μέσα από τη συγγραφή σε έναν κόσμο που διαβάζει όλο και λιγότερο. Νιώθετε καθόλου αντιστασιακός της εποχής ή επαναστάτης;

Η μικρή ποσόστωση των Ελλήνων που διαβάζει υψώνει πολιτισμικά και αισθητικά αναχώματα απέναντι στον γενικό κατήφορο. Θεωρώ ότι συγκαταλέγομαι ανάμεσα σε αυτούς, τίποτα περισσότερο. Νερό είμαι, που ξεδιψά μόνο όσους συμπορευόμαστε.

Αλήθεια, το να είστε ένας συγγραφέας που διαβάζεται και «πουλάει» είναι απελευθερωτικό ή περιοριστικό; Νιώθετε καμιά φορά ότι πρέπει να επαναλαμβάνετε τον εαυτό που ξέρει, αγαπά και εκτιμά το κοινό;

Νιώθω ευθύνη να μην προδώσω το λογοτεχνικό μου όραμα και συνάμα τις προσδοκίες των αναγνωστών ως προς την αξία κάθε επόμενου βιβλίου μου. Η επανάληψη κουράζει και τον συγγραφέα και τον αναγνώστη.

Γι’ αυτό και φροντίζω δουλεύοντας σκληρά να μην επαναλαμβάνομαι ως προς τη μυθοπλασία, τον χαρακτήρα των ηρώων, τη θεματολογία, την έκφραση, τις εικόνες, τις περιγραφές, σε τόσα και τόσα, ακόμη και στον τόπο και στον χρόνο. Επιπλέον, να ανακαλύπτω συνεχώς νέα εκφραστικά μέσα, χωρίς να χάνεται το ύφος μου. Πρόκειται για επώδυνη, επίμονη και συγχρόνως άκρως γοητευτική διαδικασία.

Τι πιστεύετε ότι βρίσκει το αναγνωστικό κοινό στα βιβλία σας;

Κατ’ αρχάς θεωρώ ότι πρόκειται για απαιτητικούς αναγνώστες. Εκτιμώ ότι βρίσκουν δυνατές μυθοπλασίες και καλοχτισμένους χαρακτήρες, για τους οποίους αναλύεται σκηνή προς σκηνή η ψυχοσύνθεσή τους, ο τρόπος σκέψης, οι συμπεριφορές και οι νοοτροπίες, αλλά και το πώς δρουν μέσα στα δεδομένα ήθη της εποχής τους και εντός του γνωστικού τους πεδίου.

Επίσης, θέματα που απηχούν στο σήμερα και πτυχές της Ιστορίας μας. Ομως, πάνω απ’ όλα, πιστεύω ότι αναζητούν την αναγνωστική απόλαυση μέσω της γλώσσας.

Το μυθιστόρημά σας τοποθετείται χρονικά στο διάστημα 1937-1945, μια περίοδο ιδιαίτερα φορτισμένη και καθοριστική κοινωνικά και πολιτικά για την Ελλάδα αλλά και για τον κόσμο. Βρίσκετε συνάφειες εκείνης της περιόδου με το σήμερα;

Τι να πρωτοαναφέρω… Ο μαυραγορίτης του τότε είναι ο αχαλίνωτος καπιταλισμός του σήμερα, όπως και ο άρπαγας και κακός έμπορος. Ο αριβισμός και ο τυχοδιωκτισμός έβρισκε και βρίσκει γόνιμο έδαφος.

Η εκμετάλλευση, η προπαγάνδα και η τρομοκράτηση του λαού προς πάμπολλες κατευθύνσεις, το ίδιο. Στον “Μεθυστή” ένας από τους ήρωες αναφέρει: “Σε κάνω να χεστείς απ’ τον φόβο σου και σου πουλάω ό,τι μ’ αρέσει. Αυτό σημαίνει προπαγάνδα”.

Ας αναλογιστεί κανείς σε πόσες περιπτώσεις αυτό έχει εφαρμογή στις μέρες μας και πόσα κέντρα μάς θέλουν πιο υπάκουους και από τον ίσκιο μας και επιδιώκουν να χτίσουν ελεγχόμενες συνειδήσεις.

Κι ακόμη η ηδονή της εξουσίας, η αυτοδικία σε μεγάλο εύρος περιπτώσεων, η απληστία, η αναμέτρηση με το δίκιο και το άδικο, καθώς και η φτώχεια για πολύ μεγάλη μερίδα του λαού μας και εν γένει τα παπουτσωμένα ψέματα και οι ξυπόλυτες αλήθειες της εποχής εκείνης οι οποίες αντιχτυπούν στο σήμερα, μέχρι η αγριότητα που ξεχύνεται συναισθηματικά και σωματικά στην καθημερινότητά μας.

Καταλαβαίνω ότι η συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου απαιτεί συστηματική και βαθιά ιστορική έρευνα. Θέλετε να μου μιλήσετε για τη διαδρομή που ακολουθήσατε μέχρι την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος;

Πέρα από τις προσωπικές μαρτυρίες που συγκέντρωσα μιλώντας με πάρα πολλούς στην Κρήτη και όχι μόνο, χρειάστηκε να διαβάσω ιστορικά βιβλία, όλα τα φύλλα των τοπικών εφημερίδων από το 1935 έως το 1947, μεταξύ αυτών και τις δωσίλογες “Κρητικός Κήρυξ” του Ηρακλείου και “Παρατηρητής” των Χανίων, βιβλία λαογραφικά, ιατρικά, για την αρχιτεκτονική, τη μουσική, το ψάρεμα, τα καΐκια και πόσα άλλα, περιοδικά, απομνημονεύματα, διατριβές, εκθέσεις στρατιωτικών της εποχής και οποιοδήποτε κείμενο από το οποίο μπορούσα να αντλήσω πληροφορίες για εκείνα τα χρόνια.

Σημαντική πηγή αποτέλεσε και η μελέτη χιλιάδων φωτογραφιών και αρκετών χαρτών, ενώ επισκέφθηκα δεκάδες μουσεία. Προηγήθηκε η έρευνα και κατόπιν άρχισε η γραφή. Ομως και κατά την πορεία της γραφής διαπίστωνα ελλείψεις και ερευνούσα πιο επιστάμενα. Μέχρι την ολοκλήρωση του “Μεθυστή” χρειάστηκα, πέρα από τα στοιχεία που άρχισα να συγκεντρώνω από το 2021 ή και παλιότερα, δύο χρόνια με 12 έως 15 ώρες καθημερινής εργασίας.

Πώς εξηγείτε την τάση σας να ασχολείστε με παρελθοντικές περιόδους στα βιβλία σας; Σας τρομάζει μήπως το εδώ και το τώρα;

Οι ζωές των ανθρώπων του παρελθόντος εμπεριέχουν με έναν τρόπο το σήμερα και το αύριο. Το χθες μάς ακολουθά υπογείως ή ασυνείδητα μέσα από την πατρογονική προφορική διδαχή από γενεά σε γενεά, αλλά και τη διαμόρφωση του συλλογικού γίγνεσθαι. Συνάμα, οι εκφάνσεις της ψυχής ελάχιστα έως καθόλου έχουν αλλάξει στο διάβα των αιώνων.

Με γοητεύει να τα μελετώ ετούτα. Δένομαι και περισσότερο με τις ρίζες μου και τη συνέχεια του ελληνισμού.

Εχω ασχοληθεί και με το καθαυτό σήμερα στα μυθιστορήματά μου “Σάος” και “Ο,τι αγαπώ είναι δικό σου“, καθώς και στην ποίησή μου. Δεν με φοβίζει το εδώ και τώρα, αν και προτιμώ να μεσολαβεί χρονική απόσταση από τα όποια γεγονότα, να κατακάθονται τα πάθη ώστε να μπορεί να γίνει ένας ορθολογικός διάλογος, χωρίς εμμονές και παρωπίδες. Οπως και να έχει, το επόμενο βιβλίο μου δεν αποκλείεται να εξελίσσεται σε πολύ κοντινά χρόνια.

Υπάρχει κάποιος από τους ήρωες και τις ηρωίδες των βιβλίων σας που εξακολουθεί να ζει μέσα σας; Να τον σκέφτεστε ή ενδεχομένως ακόμα και να συνομιλείτε μαζί του;

Συνομιλώ συχνά με πολλούς, και με τους καλούς και με τους κακούς. Ομως πρωτίστως με τον Μιχαλαριά από τον “Μεθυστή” και τον παππού Ισμαήλ από το “Ιμαρέτ”. Αν και είναι διαφορετικοί χαρακτήρες, συμπλέουν σε αρκετά θέματα και κυρίως τους συνδέει η θυμοσοφία.

Τα τελευταία χρόνια, αρκετά πια, υπάρχει η τάση η λογοτεχνία να εμπνέει ή να γίνεται η πρώτη ύλη για τηλεοπτική μυθοπλασία. Εσείς θα ενδίδατε στην τηλεοπτική μεταφορά ή διασκευή κάποιου από τα έργα σας;

Μου έγιναν προτάσεις, αλλά δεν βρήκαμε κοινό τόπο. Με ενδιαφέρει να δω πώς μια άλλη τέχνη βουτά στη γραφή μου. Ομως προέχει ο σεβασμός στο κατά περίπτωση βιβλίο μου. Να πειστώ ότι η μεταφορά στη μικρή ή στη μεγάλη οθόνη θα είναι τουλάχιστον ίσης αξίας και ότι δεν αλλοιώνεται η ουσία του περιεχομένου.

Αν συμφωνήσουμε ότι είστε πολύ καλός στη συγγραφή, σε τι άλλο είστε πολύ καλός; Ποιο είναι το κρυφό σας ταλέντο;

Πιστεύω ότι είμαι πολύ καλός στην εκφώνηση πεζών κειμένων και ποιημάτων. Ισως και να γινόμουν καλός ηθοποιός εάν είχα ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο.

Πολλοί έχουμε τη στερεοτυπικά αποκρυσταλλωμένη εικόνα πως οι συγγραφείς ζείτε αποτραβηγμένοι στο δικό σας περίκλειστο σύμπαν. Εσείς τι περίπτωση είστε; Επιβεβαιώνετε ή αποδομείτε τον κανόνα; Πώς είναι η ζωή και η καθημερινότητά σας;

Παρότι ο ελεύθερος χρόνος μου είναι πολύ περιορισμένος και παράλληλα αποφεύγω τις πολλές συναναστροφές, ακολουθώντας την παρότρυνση του Καβάφη, δεν θα έλεγα ότι ζω στο δικό μου περίκλειστο σύμπαν. Πηγαίνω στο θέατρο, στον κινηματογράφο, σε συναυλίες και σε μουσικές βραδιές σε κουτούκια. Διαβάζω λογοτεχνία και ποίηση, πέρα από τις έρευνές μου.
Θα με δει κανείς στην ταβέρνα, στη λαϊκή αγορά και στο σουπερμάρκετ και σε πανηγύρια στην Ηπειρο.

Στο χωριό μου, στα ημιορεινά της Αρτας, ασχολούμαι με τον κήπο μου και με τα λουλούδια μου. Οι καλές γλώσσες λένε ότι τα καταφέρνω περίφημα. Εκεί φιλοξενώ και φίλους και απολαμβάνω την ηδύτητα της συζήτησης.

Ταξιδεύω και σπανίως στο εξωτερικό. Οσον αφορά την Ελλάδα, την έχω αλωνίσει και μέσω των παρουσιάσεων και των ερευνών μου. Απλή σε όλες τις εκφάνσεις της είναι η καθημερινότητά μου.

Εχετε κάποια συγκεκριμένη ρουτίνα όταν γράφετε; Γράφετε σε υπολογιστή; Χειρόγραφα; Συγκεκριμένες ώρες της μέρας; Κάτω από κάποια ειδική συνθήκη;

Γράφω πάντα νύχτα, μέχρι το ξημέρωμα και μερικές φορές έως το μεσημέρι, ανάλογα με τον ποταμό της έμπνευσης και τις αντοχές μου. Το βιολογικό μου ρολόι καταστρέφεται για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, μπερδεύεται η μέρα και η νύχτα.

Πλέον γράφω στον υπολογιστή και μόνο ορισμένες σελίδες χειρόγραφα. Απαραιτήτως, προτού αρχίσω, ακούω ορχηστρική μουσική, κλασική ή παραδοσιακή, και διαβάζω ποίηση. Κατά τη γραφή με συνοδεύει για πολλές ώρες ο καφές και στη συνέχεια δύο έως τρία ποτήρια κόκκινο κρασί, ενώ παλιότερα ασταμάτητα το τσιγάρο και πια το άτμισμα.

Αλήθεια, ένας πολυγραφότατος συγγραφέας, όπως εσείς, έχει περάσει ποτέ περίοδο του λεγόμενου «writer’s block»;

Μέχρι στιγμής, όχι. Εκείνο που μου συνέβη είναι να δυσκολευτώ να επιλέξω με τι θα ασχοληθώ στο επόμενο βιβλίο μου. Επίσης, να παλεύω για μέρες μέχρι να ανακαλύψω τη γλώσσα που θα χρησιμοποιήσω, χωρίς να μπορώ να προχωρήσω στη μυθοπλασία. Αφότου καταλήξω στη γλώσσα, ξεχύνονται όλα θαρρείς και μου τα υπαγορεύει κάποιος.

Τι θα θέλατε να κρατήσει, να θυμάται ή να έχει μάθει ο αναγνώστης σας όταν κλείσει το τελευταίο φύλλο του βιβλίου;

Την αναγνωστική απόλαυση, να έχει σχηματίσει αρκετά καθαρή εικόνα για αυτά τα χρόνια, να νιώθει ότι συνταξίδεψε με τους μυθοπλαστικούς ήρωες, αλλά και να θέλει να ξαναδιαβάσει το βιβλίο προκειμένου να σκύψει σε όσα του στέρησε η αγωνία της εξέλιξης της μυθοπλασίας.

Επιτρέψτε μου μια τελευταία ερώτηση. Γιατί συγγραφέας;

Γιατί μετά από μακρά διαδρομή στη ζωή μου ανακάλυψα ότι αυτό είναι το μεράκι μου και γιατί πιστεύω ότι μέσω των βιβλίων μου επιτυγχάνεται η συνοδοιπορία με αρκετούς αναγνώστες.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version