Αλέξανδρος Τζάννης: Τα πράγματα που αγγίζω καλλιτεχνικά έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους

Ο εικαστικός, που ετοιμάζεται να παρουσιάσει το «Εργο στην πόλη» στο πλαίσιο του προγράμματος του ΝΕΟΝ, μιλάει στο ΒΗΜΑgazino για όσα τον γοητεύουν στην έννοια της συνύπαρξης και στη μεταμόρφωση της ύλης

Αλέξανδρος Τζάννης: Τα πράγματα που αγγίζω καλλιτεχνικά έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους

Θόρυβος, φασαρία, φορτηγά που ξεφορτώνουν εμπορεύματα ή μηχανολογικά εξαρτήματα. Αυτό το περιβάλλον, γεμάτο βιομηχανικά και βιοτεχνικά κατάλοιπα, πλαισιώνει το εργαστήριο του Αλέξανδρου Τζάννη στον Βοτανικό, όπως και τον χώρο τέχνης Saigon, όπου επιμελείται ομαδικές εκθέσεις και περφόρμανς.

Στο κτιριακό συγκρότημα των πρώην Πλεκτηρίων-Υφαντηρίων Αθηνών ΠΛΥΦΑ, που σήμερα γνωρίζει μια δεύτερη ζωή μέσα από πολλαπλές χρήσεις – ως έδρα μικρής βιοτεχνίας, μηχανουργείου, αλλά και ενός αρχιτεκτονικού γραφείου, ενός ντιζάιν στούντιο και, βεβαίως, της ομώνυμης πλατφόρμας που φιλοξενεί παραστάσεις –, ο Τζάννης μοιάζει να εποπτεύει αυτό το υβριδικό hub: έναν χώρο διχοτομημένο ανάμεσα στο εμπόριο και την τέχνη, τα βαριά μηχανήματα και την υψηλή αισθητική, με φόντο ακόμη και τα γήπεδα τένις και μπάσκετ που διακρίνονται στο βάθος, πίσω από το πρώην βιομηχανικό πάρκο.

Είναι σαν να συμπυκνώνεται εκεί όλο το παρελθόν της πόλης και το ρευστό, υβριδικό παρόν και μέλλον της. Με έναν τρόπο, είναι σαν να έχει τραβήξει όλους αυτούς τους ετερόκλητους κόσμους μέσα στο εργαστήριό του: έναν ευρύχωρο, τραχύ χώρο με μεγάλα ανοίγματα – ήταν και ο πρώτος που εγκαταστάθηκε από τους δημιουργικούς ενοίκους του συγκροτήματος, ήδη από το 2015.

Σαν να τους έχει μαγνητίσει, έλκοντας μέσα από αυτή τη ρευστή ενέργεια τα βαριά – βιομηχανικά και οικοδομικά – υλικά της πόλης, τα οποία νιώθεις να συσσωρεύονται μέσα στον χώρο, τόσο αυτούσια όσο και μετουσιωμένα σε έργα τέχνης σε χαρτί, κεραμικό, μέταλλο.

Είναι ενδιαφέρον ότι ένας βασικός, κεντρικός άξονας της δουλειάς του αφορά την έννοια του παρασιτισμού. Κομμάτια σιδήρου στα οποία τοποθετεί μικρότερα κομμάτια μαγνήτη, όπως περίπου αυτά που είχε δείξει στο πλαίσιο της έκθεσης «Portals» του ΝΕΟΝ στο παλιό Καπνεργοστάσιο το 2021.

Δύο υλικά που το ένα παρασιτεί πάνω στο άλλο και εμπλουτισμένα με άλλα στοιχεία εγκαθίστανται σε έναν τρίτο χώρο, δημιουργώντας ένα βιολογικό ή γεωλογικό «Mad Max» οικοσύστημα: ένα μικρό εργοστάσιο σχέσεων, ενέργειας και εξάρτησης. Αυτό το concept του παρασιτισμού βρίσκεται και στον πυρήνα της μεγάλης τρίπτυχης εγκατάστασης που ετοιμάζει για την επερχόμενη παρουσίαση της ανάθεσης «Εργο στην πόλη» (από τις 10/11) του ΝΕΟΝ, σε επιμέλεια Γαλήνης Νόττι, το οποίο ύστερα από πολλές περιπέτειες και φάσεις βρήκε τον χώρο του: στο ένα από τα δύο νταμάρια στου Φιλοπάππου, στο μέρος όπου υπάρχει η μεταλλική κατασκευή των αρχιτεκτόνων Αντώνη Νουκάκη και Μπούκης Μπαμπάλου-Νουκάκη γαντζωμένη στον βράχο, ως απομεινάρι του έργου της ευρύτερης μελέτης «Συνολική Ανάδειξη Λόφου Φιλοπάππου», που εν προκειμένω προοριζόταν για υπαίθριο πάρκο γλυπτικής.

Γιατί το παράσιτο

«Ενα βιβλίο που διάβασα πριν από περίπου 10 χρόνια και με επηρέασε βαθιά στη μετέπειτα δουλειά μου ήταν “Το Παράσιτο” του γάλλου φιλοσόφου Μισέλ Σερ. Με εντυπωσίασε η ιδέα ότι το παράσιτο, ως έννοια, υπάρχει σε όλες τις μορφές της ζωής, τόσο στη φύση όσο και στον πολιτισμό. Οπως επίσης ότι ενώ πρόκειται για κάτι φαινομενικά μικρό μέσα σε ένα σύστημα, η παρουσία του μπορεί να προκαλέσει μεγάλη αναταραχή.

Ακόμα περισσότερο ότι ενώ στην αρχή είναι σαφές ποιος είναι ο ξενιστής και ποιος το παράσιτο, σταδιακά αυτή η διάκριση χάνεται. Τα δύο μέρη αναπτύσσουν μια τόσο περίπλοκη, συμβιωτική σχέση, ώστε στο τέλος δεν μπορείς πια να ξεχωρίσεις ποιος παρασιτεί σε ποιον. Αυτή η ιδέα – μια σχέση αλληλεξάρτησης, ασάφειας και μεταβολής – μου είχε κεντρίσει τρομερά το ενδιαφέρον» θα εξηγήσει ο Αλέξανδρος Τζάννης.

Ο σίδηρος ήταν ήδη ένα αγαπημένο του υλικό, μια προυστική «μαντλέν» που περίμενε το κατάλληλο ερέθισμα για να αναδυθεί στην επιφάνεια. Αυτό ενεργοποιήθηκε μέσα από τη συμμετοχή του στην Μπιενάλε της Λουλέα το 2018, μιας πόλης στη βόρεια Σουηδία με μακρά παράδοση στην επεξεργασία ορυκτών και σιδήρου. Η εμπειρία αυτή ξύπνησε αναμνήσεις από τα παιδικά καλοκαίρια στη Σέριφο και τα τοπία των μεταλλείων στους όρμους του Μεγάλου Λιβαδιού και του Κουταλά.

«Από παιδί θυμάμαι να ψάχνω βαγονέτα, γέφυρες, σημάδια ανθρώπινης παρουσίας μέσα στη φύση. Συλλέγω πέτρες, πετρώματα, σίδερα, θραύσματα και μικρά υπολείμματα της ανθρώπινης δραστηριότητας, κομμάτια που αφηγούνται μια ιστορία. Με ενδιαφέρει η βιομηχανική δραστηριότητα μικρής κλίμακας, ήπια και σχετικά φιλική προς το τοπίο, όπου το ανθρώπινο και το φυσικό συνυπάρχουν χωρίς να αλληλοαναιρούνται.

Το τοπίο και ο κύκλος που διανύει η ύλη μέσα του – από την εξόρυξη του σιδήρου, στη χρήση του από τον άνθρωπο και τελικά στην επιστροφή του στη γη μέσω της σκουριάς και της διάλυσης – υπήρξαν πάντα κομβικά στοιχεία της σκέψης μου. Η ύλη δεν χάνεται, απλώς μεταμορφώνεται. Σε αισθητικό επίπεδο, τα χρώματα αυτού του τοπίου έχουν μείνει μαζί μου: σκουριασμένο καφετί, πρασινισμένο, μαύρο, αποχρώσεις που εξακολουθούν να διατρέχουν τη χρωματική παλέτα των υλικών που χρησιμοποιώ. Ο σίδηρος, το τοπίο, η εξόρυξη και η συλλογή θραυσμάτων συνθέτουν, με έναν τρόπο, μια προσωπική “αρχαιολογία”».

Εκλεκτικές συγγένειες και αντιθέσεις

Είτε πρόκειται για τα συμπαγή υλικά – σίδηρο κυρίως αλλά και εποξειδική ρητίνη, ύφασμα και άλλα στοιχεία – που συνθέτουν, για παράδειγμα, τμήμα της εγκατάστασης που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του «Εργου στην πόλη» του ΝΕΟΝ, είτε για δισδιάστατα έργα, όπως τα σχέδια σε χαρτί που φιλοτέχνησε κατά τη διάρκεια της καραντίνας και απεικονίζουν γεωλογικές εικόνες, ο κόσμος του Αλέξανδρου Τζάννη ισορροπεί πάνω σε απρόσμενες αντιθέσεις πέρα από την προαναφερθείσα συνύπαρξη φύσης και βιομηχανικής δραστηριότητας, η οποία ενισχύεται από το γεγονός ότι συλλέγει στοιχεία από τη φύση, τα μεταποιεί και έτσι θολώνει το όριο ανάμεσα στο τι είναι φυσικό και τι όχι.

Υπάρχουν δίπολα στο έργο του, όπως αγριάδα και κομψότητα, ρευστότητα και στατικότητα. «Είναι κάτι που προσπαθώ να περιγράψω, τόσο μέσα από τα υλικά που χρησιμοποιώ όσο και μέσα από τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο. Αυτό έχει να κάνει ίσως και με το γεγονός ότι έχω ζήσει τη μισή μου ζωή στην αναλογική εποχή και την άλλη μισή στην ψηφιακή. Ανάμεσα σε δύο κόσμους: τον έναν πιο υλικό, χειροποίητο, με βάρος και διάρκεια, και τον άλλον πιο άυλο, γρήγορο και μεταβαλλόμενο. Ετσι, το ζήτημα της ρευστότητας αλλά και του πλαισίου – ενός πλαισίου πιο σταθερού, που όμως αφήνει τα πράγματα να “κινούνται” μέσα του – με απασχολεί βαθιά. Η εποξειδική ρητίνη, υλικό που χρησιμοποιώ εδώ και χρόνια, εκφράζει ακριβώς αυτή τη συνθήκη. Στην όψη της μοιάζει υγρή, σαν να κινείται, όμως στην πραγματικότητα είναι απολύτως σταθερή, σαν να έχεις παγώσει μια στιγμή, μια εικόνα, τη ροή του χρόνου την ίδια».

Η ζωγραφική, μητέρα των τεχνών

Ισως αυτό να οφείλεται και στο γεγονός ότι ο Τζάννης νιώθει πρωτίστως ζωγράφος. «Βλέπω πλαίσια και μέσα σε αυτά ζωγραφίζω», όπως θα πει. Η δική του «ζωγραφική» δεν περιορίζεται στο τελάρο, αλλά αφορά την έννοια της διαστρωμάτωσης και του κολάζ, τη σύνθεση διαφορετικών υλικών, χρόνων και ενεργειών. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε το έργο που παρουσίασε στο πλαίσιο της έκθεσης «This current between us», σε επιμέλεια του Πάνου Γιαννικόπουλου και της Γεωργίας Λιάπη το 2022: μια γλυπτική εγκατάσταση-«κολάζ» φτιαγμένη από μάζες υλικών από τις αποθήκες του ΑΗΣ Νέου Φαλήρου, του πρώτου ατμοηλεκτρικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Ζωγραφική έκανε και στην ΑΣΚΤ, όπου ο γεννημένος το 1979 Τζάννης πρόλαβε να φοιτήσει στο εργαστήριο της «μητέρας» πολλών σπουδαίων καλλιτεχνών της γενιάς του Ρένας Παπασπύρου, προτού εμπλουτίσει το ακαδημαϊκό του υπόβαθρο στο Βερολίνο, τη Βιέννη και το Λονδίνο. Από νωρίς αναζητούσε τρόπους να «αποσπάσει» το τελάρο από τον τοίχο, ωστόσο η καθοριστική εμπειρία που τον ώθησε προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η συνεργασία του με τον Γιάννη Κουνέλλη, καθότι ήταν βοηθός του στην έκθεσή του στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης το 2012. «Θα ακουστεί σαν κλισέ, αλλά ήταν μια εμπειρία που μου άλλαξε τη ζωή» θα πει ο Τζάννης.

Πάντως, η έννοια του κύκλου και της ολοκλήρωσης στο έργο του συνδέεται με τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει και τους τόπους που τον έχουν σημαδέψει. «Τα πράγματα που αγγίζω καλλιτεχνικά είναι εκείνα που έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους στη ζωή μου, αλλιώς δεν τα πλησιάζω. Γι’ αυτό και μια έκθεση που επιμελήθηκα στη Σέριφο (σ.σ.: “Mines and Minerals” στο Μεγάλο Λιβάδι το 2021) ήταν φόρος τιμής σε έναν τόπο που έχει επηρεάσει εμένα και τη δουλειά μου. Αντίστοιχα, στο “Εργο στην πόλη”, η παρουσία μου στον λόφο του Φιλοπάππου – είτε στο αναρριχητικό πεδίο είτε σε κάποια πάρτι – έχει αφήσει το δικό της αποτύπωμα, αλλά για μένα αυτά τα στοιχεία έχουν ήδη ολοκληρώσει τον κύκλο τους».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version