Σε κίνδυνο θέτουν την υγεία χιλιάδων ασθενών ετησίως οι ελλείψεις που παρουσιάζονται σε αίμα, με τη Ελλάδα ωστόσο να έχει περισσότερους από 400.000 εθελοντές αιμοδότες, αλλά και καταγεγραμμένες ανάγκες της τάξεως των 550.000 μονάδων αίματος. Ετσι, ενώ μπορούμε να συλλέξουμε πολύ αίμα από χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι είναι ήδη εγγεγραμμένοι στο σχετικό μητρώο, τα νοσοκομεία ζητούν συνεχώς αιμοδότες, ενώ η χώρα μας πολλές φορές αναγκάζεται να στραφεί σε έκτακτες εισαγωγές κάποιων χιλιάδων μονάδων αίματος.
Το υπουργείο Υγείας αποδίδει την παραπάνω ασυμμετρία στα προβλήματα κακής οργάνωσης του προηγούμενου χρονικού διαστήματος. Oπως δηλώνουν δε χαρακτηριστικά πηγές του «Βήματος» από τον χώρο των νοσοκομείων, «υπάρχουν περίοδοι όπως τον Νοέμβριο ή την άνοιξη που τα ψυγεία αρκετών νοσοκομείων ξεχειλίζουν από ασκούς αίματος, όταν την ίδια ώρα σε ακτίνα ελάχιστων χιλιομέτρων κάποια άλλα οριακά καταφέρνουν να βγάλουν τα χειρουργεία της ημέρας χωρίς τη συνδρομή των συγγενών των ασθενών». Επίσης υπάρχουν δύο πολύ συγκεκριμένοι μήνες – Αύγουστος και Ιούλιος –, όπου παρατηρούνται σοβαρές ελλείψεις.
Εκπρόσωποι της ιατρικής κοινότητας τοποθετούν το πρόβλημα στο ότι δεν καλλιεργείται η νοοτροπία της τακτικής αιμοδοσίας στους έλληνες πολίτες, αλλά επικοινωνούνται απλά κατά καιρούς εποχικές εκκλήσεις για εθελοντική συνδρομή στις ανάγκες των νοσοκομείων. Πάντως, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα, έχει ξεκινήσει ήδη η διαδικασία συγκέντρωσης στην Αττική όλων των μονάδων αίματος που συλλέγονται σε 24 νοσοκομεία της χώρας, ώστε να αναδιανέμεται από εκεί με βάση τις ανάγκες.

Να σημειωθεί δε ότι η χώρα μας διαθέτει και ένα μοναδικό χαρακτηριστικό που αφορά τον ιδιαίτερα υψηλό αριθμό πολυμεταγγιζόμενων ασθενών, οι οποίοι ανέρχονται σε περίπου 4.000.
Οπως αναφέρει δε στο «Βήμα» ο πρόεδρος του Ελληνικού Συλλόγου Θαλασσαιμίας Βασίλης Δήμος, «η επάρκεια αίματος παραμένει μια διαχρονική πρόκληση για τη χώρα μας, καθώς παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα εξακολουθεί να καλύπτει ένα μέρος των αναγκών της μέσω εισαγωγών από το εξωτερικό».
«Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 3.000 άτομα με θαλασσαιμία και 1.000 με δρεπανοκυτταρική αναιμία, πολλοί από τους οποίους χρειάζονται τακτικές μεταγγίσεις αίματος. Κάθε ασθενής με θαλασσαιμία χρειάζεται κατά μέσο όρο τέσσερις μονάδες αίματος τον μήνα, δηλαδή περίπου 50 φιάλες ετησίως. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν το 1/4 του συλλεγόμενου αίματος στη χώρα κατευθύνεται στις ανάγκες αυτής της ομάδας» συνεχίζει.
«Είναι αδιανόητο να έχουμε φτάσει τόσο κοντά στην αυτάρκεια και να μην μπορούμε να καλύψουμε τις τελευταίες 20.000 μονάδες» σχολιάζει εκπρόσωπος του Συλλόγου Θαλασσαιμικών. Πάντως, παρά τις εκστρατείες ενημέρωσης, το σύστημα αιμοδοσίας στηρίζεται ακόμα σε μεγάλο βαθμό στους λεγόμενους «αντικαταστάτες δότες» – συγγενείς ή φίλους ασθενών που καλούνται να δώσουν αίμα όταν προκύπτει ανάγκη.
Για τους πάσχοντες με θαλασσαιμία, η έλλειψη αίματος δεν είναι απλώς μια ταλαιπωρία, είναι ζήτημα ζωής και ποιότητας ζωής. «Οταν καθυστερεί η μετάγγιση, η αιμοσφαιρίνη πέφτει, νιώθουμε εξάντληση, πόνους στα κόκαλα και αδυναμία. Η ζωή μας διαταράσσεται πλήρως» λέει ο κ. Δήμος.
Καλές επιδόσεις το 2024-2025
Οπως λέει η πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας (ΕΚΕΑ) Ελένη Τσάγκαρη, «έχουμε ήδη αναλύσει τα στοιχεία του 2024, προκειμένου να προχωρήσουμε σε στοχευμένες πολιτικές για την αύξηση του αριθμού των τακτικών εθελοντών αιμοδοτών». «Συνολικά, πέρυσι συλλέχθηκαν 527.835 μονάδες αίματος από 426.336 αιμοδότες. Από αυτές, 356.808 προήλθαν από εθελοντές αιμοδότες, 159.000 από συγγενικό περιβάλλον και 11.327 από τις Ενοπλες Δυνάμεις. Επιπλέον, εισήχθησαν 18.000 μονάδες από την Ελβετία για την κάλυψη των αναγκών πολυμεταγγιζόμενων ασθενών. Μάλιστα οι εισαγωγές από την Ελβετία μειώθηκαν κατά 10% καθώς καταφέραμε να καλύψουμε τις ανάγκες από έλληνες αιμοδότες. Το 2025 πηγαίνουμε ακόμη καλύτερα καθώς από την 1η Ιανουαρίου έως τις 24 Σεπτεμβρίου της τρέχουσας χρονιάς στο σύνολο της χώρας συγκεντρώθηκαν 389.243 μονάδες, από 382.000 μονάδες την αντίστοιχη περίοδο του 2024» συνεχίζει.
Με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα», η αναλογία ανδρών προς γυναίκες αιμοδότες είναι τρία προς ένα, ενώ το μικρότερο ποσοστό συμμετοχής παρατηρείται στις ηλικίες 18 έως 25 ετών.
Οι νέοι αιμοδότες αποτελούν το 17,8% του μητρώου, οι συστηματικοί το 30,7%, ενώ το 43,9% έχει αιμοδοτήσει μόνο μία φορά τα τελευταία δύο χρόνια. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν την ανάγκη ενίσχυσης της κουλτούρας τακτικής εθελοντικής αιμοδοσίας και εφαρμογής συγκεκριμένων δράσεων για τη διατήρηση και την αύξηση του αριθμού των εθελοντών.
Οι αριθμοί
67,5%
των μονάδων αίματος που συγκεντρώθηκαν το 2024 προήλθαν από εθελοντές αιμοδότες. Αντίστοιχα, το 30% προήλθε από συγγενείς και φίλους ατόμων που χρειάζονταν αίμα.
35-42
ημέρες διατηρείται το αίμα μετά την αιμοδοσία, γεγονός που δικαιολογεί την υπερεπάρκεια σε κάποιους μήνες και την ανεπάρκεια σε άλλους.
1,8%
ήταν η αύξηση στις μονάδες αίματος που συγκεντρώθηκλαν φέτος, έως τις 24/9, σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
