Μια κομπανία από μουσικούς του δρόμου στον πεζόδρομο της Ερμού παίζει το συρτάκι του «Ζορμπά». Πέντε-έξι τουρίστες (δύο έχουν μαζί και τις βαλίτσες τους) τους φωτογραφίζουν, χειροκροτούν στον ρυθμό της μουσικής και προσπαθούν να χορέψουν.
Λίγο πιο πέρα, σε έναν παράδρομο της Ερμού, ένα χαρτί κολλημένο στα κατεβασμένα ρολά του μικρού ισόγειου καταστήματος που κάποτε πουλούσε είδη ραπτικής περιγράφει το μέλλον της επιχείρησης: «Εγκριση εργασιών δόμησης μικρής κλίμακας για μετατροπή του καταστήματος σε κατοικία» – προφανώς σε Airbnb.
Ενα ακόμα κατάλυμα προστίθεται στα όσα έχουν κατακλύσει τα τελευταία χρόνια το κέντρο της πόλης, αλλάζοντας την όψη του και εξοστρακίζοντας τα περισσότερα καταστήματα με είδη ραπτικής, τα καπελάδικα, τα υφασματάδικα, τους παραδοσιακούς μάστορες που «έπλεκαν» το άρωμα της πόλης.
Το καταλαβαίνει κανείς καθώς τα ψάχνει πια ανάμεσα στις ταμπέλες «small hotel» ή το πολλά υποσχόμενο «suites», αλλά και στα δεκάδες καφέ που ξεφυτρώνουν συνεχώς.
Στους ορόφους των πολυκατοικιών της Ερμού, που τη θέση των μοδιστρών και οίκων ραπτικής είχαν πάρει τις τελευταίες δεκαετίες τα γραφεία, σήμερα στεγάζονται διαμερίσματα βραχυχρόνιας διαμονής ή και ξενοδοχεία. Παρόμοια εικόνα και γύρω από την Αθηνάς, στα στενάκια όπου κάθε Αθηναίος έβρισκε πόμολα (στην οδό Βύσσης), βίδες, εργαλεία, ηλεκτρικά και υδραυλικά είδη, οτιδήποτε χρειαζόταν για το σπίτι.
Το ίδιο και στου Ψυρρή, που κάποτε ήταν γεμάτο με βιοτεχνίες που έφτιαχναν τσάντες και παπούτσια – έχουν μείνει ελάχιστες πλέον. Οσα από τα καταστήματα που έκλεισαν δεν είχαν αυτή τη μοίρα έχουν γίνει καφέ κυρίως.
Lockers στη θέση του μανάβικου
«Το κέντρο ζει κατά 90%-95% από τον τουρισμό» λέει ο Χρήστος Γαράφας που είχε μανάβικο στις παρυφές της Πλάκας και σήμερα έχει μετατρέψει το κατάστημά του σε lockers για να αφήνουν οι τουρίστες τις βαλίτσες τους.
«Το μανάβικο δεν μπορούσε να επιβιώσει» λέει. Αλλά, όπως και ο ίδιος παραδέχεται, δεν επιβιώνουν όλοι, πολλοί θα αναγκαστούν να κλείσουν. Το ίδιο μας είπε και έμπορος της οδού Κολοκοτρώνη με είδη ρουχισμού. Οπως λέει χαρακτηριστικά: «Είμαστε ελάχιστοι οι παλιοί. Κατά τα άλλα, όλο ανοίγουν καφέ, κλείνουν και ανοίγουν άλλα στη θέση τους».
«Το κέντρο έχει χάσει τον χαρακτήρα του. Δεν καταλαβαίνουν ότι οι τουρίστες αυτόν ακριβώς τον χαρακτήρα ψάχνουν, γι’ αυτό έρχονται» προσθέτει η έμπορος Λίζα Σαρηγιαννίδου. Την εντοπίσαμε στην περιοχή του Ψυρρή, όπου φτιάχνει τα ψάθινα καπέλα της. Συνεχίζει την τέχνη του πατέρα της Σάββα.
Αρχικά στο κατάστημα που είχε στήσει ο ίδιος το 1960 – μέχρι το 2016 που το κτίριο πουλήθηκε για να γίνει ξενοδοχείο. Η Λίζα, που είχε αναλάβει τα ηνία μετά τον θάνατο του πατέρα της, έκτοτε δουλεύει στο καινούργιο κατάστημα, ένα υπόγειο στον ίδιο δρόμο. Στον τοίχο δεσπόζει η φιγούρα του πατέρα της και η παλιά ταμπέλα «Ψαθοκαπέλα Savapile».

Η Λίζα Σαρηγιαννίδου έμαθε την τέχνη των ψάθινων καπέλων από τον πατέρα της Σάββα.
«Ο πατέρας μου έφτιαχνε τα πρώτα του καπέλα χρησιμοποιώντας για καλούπι μια γλάστρα και ένα τηγάνι» λέει η ίδια και διηγείται την ιστορία του. Ο Σάββας Σαρηγιαννίδης, πρεσαδόρος σε εργοστάσιο πιλοποιίας, σιγά-σιγά άρχισε παράλληλα να φτιάχνει τα δικά του καπέλα που πουλούσε τις Κυριακές στις παραλίες της Σαλαμίνας στο μικρό του κατάστημα. Οι δουλειές πήγαν καλά, αγόρασε κι άλλο κατάστημα και το δώμα – όπου και έμενε. Δίδαξε την τέχνη στην κόρη του. «Ο πατέρας μου έλεγε ότι γεννήθηκα μέσα σε ένα ψάθινο καπέλο» λέει η ίδια.
Η ζωή σαν ταινία σε ένα άδειο μαγαζί
Στην άλλη πλευρά της οδού Αθηνάς. «Στα υπόγεια είναι η θέα» τραγουδά ένας πελάτης κατεβαίνοντας σε ένα υπόγειο, «διασκεδάζοντας» την αμηχανία της πρώτης μέρας λειτουργίας του καταστήματος Βραχιώτη με υδραυλικά είδη στην παλιά τους αποθήκη. Η επιχείρηση ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 (με ενοίκιο) στο ισόγειο από τον προπάππο τού Πέτρου Βραχιώτη, που συνεχίζει την επιχείρηση με την αδερφή του Ελένη.
Οταν το κτίριο άλλαξε ιδιοκτησία, αποφάσισαν να μετακομίσουν στο ιδιόκτητο υπόγειο. Ο κ. Αριστοφάνης, ο πατέρας του Πέτρου και της Ελένης, διηγείται γεμάτος συγκίνηση ιστορίες από τότε που, παιδάκι Δημοτικού, έπαιζε με τα αυτοκινητάκια του στο ισόγειο κατάστημα. Από τότε που το ανέλαβε το δούλεψε και μπόρεσε να αγοράσει το υπόγειο, έως τη μέρα που τα παιδιά του απάντησαν θετικά στο να δουλέψουν στο κατάστημα (αν και ο Πέτρος έχει σπουδάσει θεατρολόγος ενώ η Ελένη στη Φιλοσοφική). «
Πριν από λίγες μέρες πέρασα από τα χειρότερα Σαββατοκύριακα» εξομολογείται. «Μπήκα στο άδειο μαγαζί – έκανε αντίλαλο. Καταλαβαίνετε… Ηρθε στο μυαλό μου σαν ταινία η ζωή μου σε αυτό».

Η επιχείρηση της οικογένειας Βραχιώτη με υδραυλικά είδη λειτουργεί στην περιοχή από τη δεκαετία του 1950.
Ψάχνοντας το άρωμα της πόλης
Αναζητώντας την «ψυχή» της παλιάς Αθήνας, ανηφορίζουμε προς τον Λυκαβηττό. Κοντά στην οδό Ακαδημίας διαφημίζεται η δημιουργία καινούργιων ξενοδοχείων. Στο κατάστημα με τις διάσημες χειροποίητες «μπαλαρίνες» του Λεμήσιου συναντούμε την Ισμήνη Κατσάλη – ο παππούς του συζύγου της ξεκίνησε την επιχείρηση.
Συζητούμε μαζί της για ιστορίες από παλιά, για το πώς «γεννήθηκε» το σήμα κατατεθέν τους (από τον θείο του συζύγου της που το εμπνεύστηκε από μια φωτογραφία της Μπριζίτ Μπαρντό το 1955), τις αλλαγές στην πόλη, τα νέα ξενοδοχεία. «Η αλήθεια είναι πως λίγα είναι πια τα μαγαζιά που κρατούν το άρωμα της παλιάς Αθήνας» συμφωνεί.

Στο κατάστημα με τις διάσημες χειροποίητες «μπαλαρίνες» του Λεμήσιου. Η Ισμήνη Κατσάλη (ο παππούς του συζύγουτης ξεκίνησε την επιχείρηση) με την εγγονή της Αριάδνη.
Το κέντρο της πόλης αλλάζει. Μπορεί η αλλαγή να ξεκίνησε δυναμικά στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, να συνεχίστηκε στην καραντίνα, αλλά κορυφώνεται στις μέρες μας με τον υπερτουρισμό. Το παράδειγμα πολλών άλλων ευρωπαϊκών πόλεων που έχασαν τον χαρακτήρα τους στο όνομα του τουρισμού και μετά έχασαν τους τουρίστες δεν φαίνεται να συνετίζει κανέναν. Το κέντρο της Αθήνας μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε μια διαφορετική πόλη, προσανατολισμένη στη γρήγορη διασκέδαση.
Σε αυτό το φόντο, ωστόσο, πολλοί ξεχνούν πως ο λόγος που προτιμούν την πόλη οι τουρίστες είναι για να βιώσουν την καθημερινότητά του, να γευτούν τις γεύσεις του, να ζήσουν το άρωμά του. Ενα άρωμα που σιγά-σιγά χάνεται…
