Πώς η βαρεμάρα μπορεί να είναι (και) δημιουργική

Πώς λίγη τεμπελιά και ανία ενεργοποιούν ένα ιδιαίτερο νευρωνικό δίκτυο που συνδυάζει αναμνήσεις, εικόνες και σκέψεις, ανοίγοντας τον δρόμο για νέες ιδέες – Τι λένε οι επιστήμονες.

Πώς η βαρεμάρα μπορεί να είναι (και) δημιουργική

«Ιδέες μού έρχονται λίγο πριν από τον ύπνο ή την ώρα του μπάνιου και πηγαίνω κατευθείαν να τις σημειώσω για να μην τις ξεχάσω» λέει η συγγραφέας και εικονογράφος παιδικών βιβλίων Μαρίνα Γιώτη. «Ακόμα και στο ντους, έρχονται συχνά οι καλύτερες ιδέες. Γιατί; Γιατί εκείνη την ώρα το μυαλό μας χαλαρώνει και μπορεί να είναι δημιουργικό» παρατηρεί. Και η παρατήρησή της δεν είναι τυχαία.

Ερευνες επιστημόνων δείχνουν ότι η… βαρεμάρα ενεργοποιεί ένα ιδιαίτερο νευρωνικό δίκτυο, το λεγόμενο Default Mode Network, έναν «αυτόματο πιλότο» δηλαδή που συνδυάζει αναμνήσεις, εικόνες και σκέψεις, ανοίγοντας τον δρόμο για νέες ιδέες.

Σε πειράματα, μάλιστα, συμμετέχοντες που έκαναν ανιαρές εργασίες, όπως η αντιγραφή τηλεφωνικών καταλόγων, βρέθηκαν αργότερα να έχουν καλύτερες επιδόσεις σε δοκιμασίες δημιουργικής σκέψης. Πόσο όμως δικαιούμαστε να βαριόμαστε και πόσο ο εγκέφαλός μας το έχει πραγματικά ανάγκη;

Η Μαρίνα Γιώτη, μέσα από τη δική της εμπειρία, βλέπει πώς η βαρεμάρα ανοίγει χώρο για κάτι καινούργιο, ιδιαίτερα στα παιδιά: «Αν αφήσεις ένα παιδί μόνο του με χαρτόνια και βιβλία, στην αρχή θα γκρινιάξει. Μετά από λίγο όμως θα αρχίσει να ψάχνει τρόπους να περάσει δημιουργικά τον χρόνο του. Αν του δώσεις μια οθόνη, τελείωσε: δεν θα ασχοληθεί με τίποτα άλλο» σημειώνει.

Μάλιστα, η ανάγκη να αφεθούμε να «βαρεθούμε» μοιάζει μεγαλύτερη στις μέρες μας ειδικά στα παιδιά. Ο 10χρονος Αλέξανδρος λέει: «Μου αρέσει να κάθομαι με το τάμπλετ γιατί περνάει η ώρα χωρίς να το καταλάβω». Και συνεχίζει: «Παίζω παιχνίδια, βλέπω βίντεο και μιλάω με τους φίλους μου. Αν μου το πάρουν, βαριέμαι και δεν ξέρω τι να κάνω».

Στην πραγματικότητα, τα παιδιά σήμερα δεν στερούνται συγκέντρωσης· την κατευθύνουν αλλού. Το πρόβλημα δεν είναι η ανικανότητα συγκέντρωσης, αλλά η μετατόπισή της σε ερεθίσματα άμεσης ανταμοιβής.

Ετσι, όπως εξηγούν οι επιστήμονες, το συνεχές «scroll» και τα γρήγορα ερεθίσματα των οθονών τελικά επαναπρογραμματίζουν τον εγκέφαλο ώστε να αναζητά όλο και πιο έντονες και πιο γρήγορες δόσεις πληροφορίας, δυσκολεύοντας την επιστροφή σε δραστηριότητες που απαιτούν υπομονή και βάθος, όπως το διάβασμα, το παιχνίδι φαντασίας ή η δημιουργική εργασία.

Βαρεμάρα ή δημιουργική σκέψη;

Από την πλευρά του, ο επίκουρος καθηγητής Νευροψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και επισκέπτης καθηγητής στη Μονάδα Νευροψυχολογίας του Αιγινήτειου Νοσοκομείου Δημήτρης Κασελίμης εξηγεί: «Κάποιοι ερευνητές έχουν περιγράψει την ανία ως “αποτυχία αυτορρύθμισης”, μια αδυναμία να κρατήσουμε τον εαυτό μας στις “ράγες”. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση της δίνει και λειτουργικό ρόλο: μπορεί να μας επαναφέρει στους στόχους μας».

Σύμφωνα με τον ίδιο, το Default Mode Network (DMN) λειτουργεί σαν «νευρωνικός διακόπτης»: «Οταν βαριόμαστε, το DMN μας βάζει σε κατάσταση εσωτερικής επεξεργασίας· όταν εμφανιστεί ένα νέο κίνητρο, ο διακόπτης “γυρίζει” και ενεργοποιούνται τα δίκτυα εκτέλεσης στόχων. Ετσι, η ανία ίσως να μας προετοιμάσει για δημιουργική δράση».

Ωστόσο, ο ίδιος, αν και επισημαίνει ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο ακόμα ερευνών ώστε να γίνει άμεση συσχέτιση της λεγόμενης «βαρεμάρας» με τη δημιουργική σκέψη, τονίζει πως «η ανία είναι μια συμπεριφορική κατάσταση (status), η οποία μπορεί να έχει λειτουργικό ρόλο για τη δημιουργικότητα.

Σε επίπεδο νευρικού συστήματος έχει συσχετιστεί με τη διέγερση του αυτόνομου νευρικού συστήματος, ενώ όσον αφορά το κεντρικό νευρικό σύστημα έχει συνδεθεί με το Default Mode Network (DMN).

Το DMN σχετίζεται με τη φαντασία, με το να επεξεργαζόμαστε πράγματα που έχουν συμβεί ή θέλουμε να συμβούν, με εσωτερικευμένες σκέψεις και αναστοχασμό. Η λειτουργία του μειώνεται όταν εμπλακούμε σε ένα έργο που περιλαμβάνει εξωτερικά ερεθίσματα, δηλαδή ερεθίσματα του περιβάλλοντος».

Μάλιστα, οι μετρήσεις δείχνουν ότι η ανία δεν είναι τόσο «χαλαρή» όσο την αντιλαμβανόμαστε. «Οι συμμετέχοντες δηλώνουν χαλαροί, αλλά οι φυσιολογικές ενδείξεις τους μοιάζουν με εκείνες σε κατάσταση στρες. Η ανία δεν είναι απραξία, αλλά μια ενεργή ψυχοφυσιολογική κατάσταση» προσθέτει.

Από την παθητικότητα στη σύνδεση

Ο Σωκράτης Εμμανουηλίδης, ψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής, δίνει τη βαθύτερη διάσταση στα παραπάνω: «Το αίσθημα του “βαριέμαι” μπορεί να μας ρουφήξει σε μια παθητική κατάσταση αδράνειας και απόσπασης. Ωστόσο, αν το αναγνωρίσουμε, μπορεί να γίνει αφετηρία για κάτι δημιουργικό».

Το κλειδί, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η επίγνωση: «Χωρίς αυτοπαρατήρηση είναι δύσκολο να μετατρέψουμε τη βαρεμάρα σε κάτι προσοδοφόρο. Οταν συνειδητοποιούμε τι σκεφτόμαστε και τι νιώθουμε, μπορούμε να επιλέξουμε μια πιο ενεργητική, παραγωγική δράση αντί για το αυτόματο “πιάνω το κινητό”».

Και προσθέτει ότι η επικοινωνία είναι ένα ισχυρό αντίδοτο: «Να αφήσουμε για λίγο τις οθόνες και να μιλήσουμε με τους ανθρώπους μας, να μοιραστούμε σκέψεις και συναισθήματα. Αυτή η διαδικασία βελτιώνει τις σχέσεις μας και μας φέρνει πιο κοντά στον εαυτό μας».

Υπό μια έννοια έτσι η «βαρεμάρα» δεν είναι χάσιμο χρόνου. Είναι ένα μήνυμα του εγκεφάλου ότι κάτι λείπει: κίνητρο, νόημα, εμπειρίες. Οπως εξηγούν οι επιστήμονες, αντί να τη σκεπάζουμε με θόρυβο, μπορούμε να την ακούσουμε. Και, όπως δείχνουν τα ευρήματα, ίσως εκεί ακριβώς να κρύβεται η αρχή της δημιουργικότητας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version