Τι κοινό έχουν τα διαφορετικής εκπαιδευτικής φυσιογνωμίας Εκπαιδευτήρια Πλάτωνα, η Ελληνογερμανική Αγωγή και τα Εκπαιδευτήρια Αυγουλέα -Λιναρδάτου; Και αυτά με τα Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη της Βόρειας Ελλάδας, που με τη σειρά τους πέρασαν τις προηγούμενες ημέρες στα χέρια μεγάλων πολυεθνικών δικτύων;
Ο συνομιλητής του «Βήματος», γνώστης όλων όσα συνιστούν τα κομβικά σημεία των μεγάλων ανακατατάξεων που συνταράσσουν τον χώρο της ιδιωτικής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης τον τελευταίο χρόνο, απαντάει χωρίς δισταγμό: «Είναι κερδοφόρα».
Στα λίγα δευτερόλεπτα των σκέψεων που ακολουθούν τη δήλωσή του προσθέτει με νόημα: «Η αγορά στην Ελλάδα έχει ανοίξει και η χώρα μας έχει ανέβει επενδυτική βαθμίδα. Αρα εδώ αναζητούνται πλέον όχι τόσο η εκπαίδευση, αλλά η “ήσυχη” επένδυση με τις σταθερές αποδόσεις».
Η μελέτη των στοιχείων δείχνει ότι από τον περυσινό Σεπτέμβριο, όπου «έπεσε» το πρώτο τηλεφώνημα ιδιοκτήτη μεγάλου ιδιωτικού σχολείου σε παράγοντα της αγοράς με ερωτηματικά και απορία για τη (μεταξύ των πρώτων) πώληση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών της Σχολής Μωραΐτη, έχουν τοποθετηθεί στην ελληνική αγορά της ιδιωτικής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης περίπου 400 με 500 εκατομμύρια ευρώ με προοπτική σε βάθος τριετίας να φθάσουν το 1 δισ.
Πρόκειται σίγουρα για τη μεγαλύτερη επένδυση στον χώρο αυτόν εδώ και δεκαετίες, με τα δεδομένα να εξελίσσονται. Πόσο αποτιμάται σήμερα ένα καλό ιδιωτικό σχολείο στη χώρα μας; Γύρω στα 20 με 30 εκατομμύρια ευρώ χωρίς τις κτιριακές του εγκαταστάσεις.
Εφόσον η συμφωνία τις περιλαμβάνει, το τίμημα μπορεί να φθάσει τα 60 εκατομμύρια, ειδικά στις περιπτώσεις μεγάλων συγκροτημάτων. Υπάρχουν όμως και οι ιδιοκτήτες σχολείων στην Ελλάδα που προτίμησαν να μην πουλήσουν τα κτίρια των σχολείων τους, αλλά μόνο τις επιχειρήσεις τους, και αυτά να τα νοικιάσουν. Ετσι οι συμφωνίες απέκτησαν μεγαλύτερο επιχειρηματικό ενδιαφέρον.
«Μακροπρόθεσμη προσέγγιση»
Γιατί όμως στην Ελλάδα (έχουν πουληθεί ήδη πολλά ιδιωτικά σχολεία στη χώρα μας) και γιατί τώρα; Η ISP (International Schools Partnership) είναι ένας διεθνής όμιλος με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο που έχει στο χαρτοφυλάκιό της περισσότερα από 105 σχολεία σε 25 χώρες (Ευρώπη, Βόρεια Αμερική, Λατινική Αμερική, Μέση Ανατολή, Ινδία και Νοτιοανατολική Ασία).
Εκείνο που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να ξεχωρίζει από όσα έχει να προσφέρει στα ελληνικά σχολεία είναι ο ισχυρός επαγγελματικός προσανατολισμός, κάτι στο οποίο ποτέ δεν επενδύσαμε αρκετά (παρά την ανυπολόγιστη αξία του). Περισσότεροι από 100.000 μαθητές και μαθήτριες και περισσότεροι από 15.000 εκπαιδευτικοί λοιπόν στον όμιλο στο σύνολο. Γιατί ήρθαν στην Ελλάδα;
Ο εκπρόσωπος του δικτύου Τζέιμς Τζόουνς απαντάει απλά στη ερώτηση του «Βήματος» ότι «αξιολογούμε συνεχώς τις ευκαιρίες σε περιοχές όπου πιστεύουμε ότι μπορούμε να συμβάλουμε θετικά στα εκπαιδευτικά αποτελέσματα».
Εξηγεί ότι η αγορά σχολείων στην Ελλάδα «ήρθε σε μια εποχή κατά την οποία αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο η αξία της παγκόσμιας συνεργασίας στην εκπαίδευση». Και προσθέτει ότι«η ευθυγράμμιση στις αξίες, η κληρονομιά του σχολείου και η πίστη μας στις μακροπρόθεσμες δυνατότητες του ελληνικού ιδιωτικού τομέα εκπαίδευσης έκαναν αυτή τη στιγμή την κατάλληλη στιγμή».
Στην ερώτηση πώς αναδείχθηκε τόσο ψηλά αυτή την περίοδο η επένδυση στον ιδιωτικό τομέα της εκπαίδευσης της Ελλάδας εξηγεί ότι «η εκπαίδευση είναι ταυτόχρονα ανθεκτική και απαραίτητη, ειδικά σε μια εποχή ραγδαίων παγκόσμιων αλλαγών. Οι γονείς αναζητούν ολοένα και περισσότερο σχολεία που προσφέρουν ακαδημαϊκή αυστηρότητα, διεθνή έκθεση και ολιστική ανάπτυξη. Αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αγορά ιδιωτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, καθιστούν τον κλάδο τόσο επιδραστικό όσο και στραμμένο προς το μέλλον» λέει ο κ. Τζόουνς.
Βλέπει «ενθαρρυντική ανάπτυξη στον ελληνικό τομέα της ιδιωτικής εκπαίδευσης, η οποία οφείλεται στις εξελισσόμενες προσδοκίες των οικογενειών και στην αυξανόμενη ζήτηση για διεθνοποιημένη μάθηση». Και αναφέρει ότι «η προσέγγισή μας είναι μακροπρόθεσμη: επενδύουμε σε ανθρώπους, υποστηρίζουμε την εκπαιδευτική αριστεία και εργαζόμαστε συνεργατικά με τοπικές ομάδες για να βελτιώσουμε τα αποτελέσματα των μαθητών σεβόμενοι τη μοναδική ταυτότητα του σχολείου. Στόχος είναι να ενισχύσουμε τα υπάρχοντα σχολεία μας, να στηρίξουμε τη συνεχή ανάπτυξή τους και να προωθήσουμε την καινοτομία στους τομείς που έχουν μεγαλύτερη σημασία – τη μάθηση των μαθητών, την ανάπτυξη των εκπαιδευτικών και τη σχολική βιωσιμότητα».
Ποιες είναι οι «κόκκινες γραμμές» του; Απαντάει εύκολα: «Η ασφάλεια και ευημερία των μαθητών, η εκπαιδευτική ακεραιότητα και σεβασμός για την κληρονομιά κάθε σχολείου. Δεν συμβιβαζόμαστε ποτέ με αυτές τις αξίες».
«Πώς θα τους ανταγωνιστείς;»
Η ιδιωτική πρωτοβουλία στην ελληνική εκπαιδευτική σκηνή φαίνεται έτσι ότι σιγά-σιγά υποχωρεί, ενώ στις γενικές συνελεύσεις των μελών του Συνδέσμου Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Σχολείων σε λίγο θα εμφανίζονται μόνο οι ιστορικοί και οι μελετητές της εκπαίδευσης…
Για πολλούς ωστόσο το ενδιαφέρον για ιδιωτικά σχολεία είναι ένα θετικό σημάδι για την τοποθέτηση της χώρας στο διεθνές επενδυτικό στερέωμα. «Είναι γνωστό ότι στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα όσο αυξάνει το ρίσκο αυξάνεται και η απόδοση» λέει ο ιδιοκτήτης μεγάλου ιδιωτικού σχολείου (από τα λίγα που παραμένουν ακόμη ελληνικά) μιλώντας στο «Βήμα».
«Αλλοι όμως πιο συντηρητικοί επενδυτές προτιμούν απλά να αγοράζουν επιχειρήσεις που έχουν μικρότερη απόδοση, αλλά μεγαλύτερη σταθερότητα. Και τέτοιες είναι οι επιχειρήσεις της εκπαίδευσης. Το να κρατάς μεγάλα ποσά χρημάτων να λιμνάζουν είναι καταστροφικό από πλευράς αποδόσεων, από την άλλη πλευρά δεν είναι εύκολο να βρεις σχολεία σε όλον τον κόσμο που να είναι καλά, κερδοφόρα και να πουλιούνται» εξηγεί.
Η χώρα μας, δε, έχει ανέβει βαθμίδα στις επενδυτικές αγορές ανοίγοντας ξαφνικά μια πόρτα που μισάνοιξε αρχικά πριν από την πανδημία της COVID-19, αφήνοντας στη μέση όμως συνομιλίες για συνεργασίες και αγοραπωλησίες, κάτι που συνεχίστηκε μόλις η καθημερινότητα αποκαταστάθηκε.
Οι διεθνείς όμιλοι που αγοράζουν σχολεία στην Ελλάδα, πάντως, δεν έχουν όλοι την ίδια φυσιογνωμία και φαίνεται ότι σε έναν βαθμό μεταξύ τους αλληλοεπηρεάζονται, αυξάνοντας τελικά στο μικρό ιδιότυπο χρηματιστήριο των εκπαιδευτικών επιχειρήσεων την αξία πώλησής τους.
«Εάν κρατήσεις το σχολείο σου, πώς θα τους ανταγωνιστείς; Εμείς στην Ελλάδα φτιάξαμε σχολεία σε δύο και τρεις γενιές και οι οργανισμοί αυτοί σε λιγότερο από 15 χρόνια συχνά ξεπερνούν τα 100»
«Πάντως, στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται δύσκολα μπορείς να αντισταθείς» λέει ο συνομιλητής μας. «Εάν κρατήσεις το σχολείο σου, πώς θα τους ανταγωνιστείς; Εμείς στην Ελλάδα φτιάξαμε σχολεία σε δύο και τρεις γενιές και οι οργανισμοί αυτοί σε λιγότερο από 15 χρόνια συχνά ξεπερνούν τα 100» συνεχίζει.
Η έρευνα για τη «στρατολόγηση» σε διεθνείς εκπαιδευτικούς ομίλους και funds συνεχίζεται και στην ελληνική επαρχία, όπου γίνονται συζητήσεις (όχι με τόση επιτυχία όσο στην πρωτεύουσα, είναι αλήθεια) σε Θεσσαλονίκη, Λάρισα και Ιωάννινα.
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Σχολείων Χαράλαμπος Κυραϊλίδης επαναλαμβάνει ότι ο κύριος λόγος για το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών για τα ιδιωτικά σχολεία της χώρας είναι η σταθερότητα που εμπνέει πλέον η Ελλάδα και οι σταθερές επενδύσεις που φέρνουν παγκοσμίως αντίστοιχες επενδύσεις. «Από την άλλη και εμείς θα επωφεληθούμε από τη νέα τεχνογνωσία και τις παιδαγωγικές μεθόδους μεγάλων ομίλων» εκτιμά.
Από την άλλη πλευρά, σε μια χώρα όπου οι πολίτες έχουν συνηθίσει την προσωπική σχέση με τους ιδιοκτήτες των σχολείων των παιδιών τους ή τη μικροπελατειακή «διευκόλυνση», τι μέλλον έχουν οι νέες απρόσωπες σχέσεις με τους εκπροσώπους μεγάλων πολυεθνικών ομίλων; Αυτό μένει να απαντηθεί…
«Η Ελλάδα είναι πλέον μια άλλη χώρα»
Η πώληση των Εκπαιδευτηρίων Αυγουλέα – Λιναρδάτου στα δυτικά προάστια της Αθήνας, ενός μέσου επιτυχημένου σχολείου που δεν στόχευε ποτέ σε επώνυμους πελάτες ή εκπαιδευτικές υπερβολές, ενώ διατηρούσε τα δίδακτρά του στο οικονομικό επίπεδο που μπορούσε να προσεγγίσει μια μέση αστική οικογένεια, προκάλεσε συζητήσεις.
Ο ίδιος ο Γιώργος Λιναρδάτος αντιμετωπίζει τη συζήτηση με χαμόγελο και εξηγεί στο «Βήμα» ότι η αναζήτηση ενός σχολείου στα δυτικά προάστια της πόλης από την ISP οδήγησε τελικά στη συμφωνία για την πώληση του σχολείου. Ξεκαθαρίζει ότι η οικογένεια και οι κόρες του παραμένουν στη γενική διεύθυνση του σχολείου, ενώ έχει διευκρινιστεί ότι δεν θα γίνει καμία αλλαγή στην εκπαιδευτική φυσιογνωμία του σχολείου.
Ωστόσο, η ιδιοκτησία του έχει αλλάξει – θα προσέθετε ο καλόπιστος σχολιαστής –, κατ’ επέκταση οι αλλαγές που θα μπορούσαν να γίνουν στα σχολεία αυτά στο μέλλον δεν μπορούν σήμερα να εκτιμηθούν.
Από την πλευρά του, ο Κώστας Δούκας των Εκπαιδευτηρίων Δούκα αποτελεί πλέον και επίσημα συνεργάτη της Cognita, του ελβετικού εκπαιδευτικού ομίλου που διαθέτει περισσότερα από 100 σχολεία σε 17 χώρες, ο οποίος και αγόρασε το σχολείο του. Η Cognita ανήκει στην εταιρεία Jacobs Holding, της οποίας μοναδικός οικονομικός δικαιούχος είναι το φιλανθρωπικό Ιδρυμα Jacobs.
«Η Ελλάδα είναι πλέον μια άλλη χώρα» λέει ο κ. Δούκας στο «Βήμα» μιλώντας με αυτοπεποίθηση και απαριθμώντας τις επενδύσεις που γίνονται τα τελευταία χρόνια σε τουρισμό και ενέργεια επί ελληνικού εδάφους.
«Εκτός από τη σταθερότητα και την ανάπτυξη, η ιδιωτική εκπαίδευση στη χώρα μοιάζει στην καλύτερη εποχή της» δηλώνει. Αναφέρει ότι η συνεργασία του με τον όμιλο της Cognita είναι μακροπρόθεσμη και παραμένει συνδιαμορφωτής της επόμενης ημέρας του σχολείου.
O Αθ. Ζαχόπουλος, ιδιοκτήτης των Μοντεσσοριανών Σχολείων στα βόρεια προάστια, προσθέτει στην κουβέντα αυτή ότι προφανώς η «ελληνική παρθένα αγορά προσέλκυε το ενδιαφέρον των επενδυτών, βγαίνοντας στις αγορές», ενώ εκτιμά ότι τελικά κάποιοι ιδιοκτήτες αποφασίζουν να πουλήσουν τα σχολεία τους γιατί φοβούνται ότι ο ανταγωνισμός που δημιουργείται πλέον στη χώρα θα τους αφήσει πίσω.
Ο Βασίλης Δασκαλάκης,πρόεδρος του ιδιωτικού κολεγίου BCA, φαίνεται ότι ήταν εκείνος που ξεκίνησε τον «χορό» των πωλήσεων των ιδιωτικών σχολείων στη χώρα, όταν έκλεισε την πώληση του ιδιωτικού σχολείου The International School of Athens στις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου στον βρετανικό όμιλο Dukes Education (με παρουσία στην Αγγλία, την Ισπανία και την Ελβετία). Ο ίδιος λέει στο «Βήμα» ότι τα ιδιωτικά σχολεία στη χώρα μας είναι μια ασφαλής και σταθερών αποδόσεων επένδυση που θα προσέλκυε κάθε επιχειρηματία με κεφάλαια.
Η εικόνα σήμερα
Τι προηγήθηκε όμως τον χρόνο που άλλαξε τα δεδομένα στην ιδιωτική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση της χώρας; Οι πρώτες κινήσεις μετά την πώληση του σχολείου του κ. Δασκαλάκη έγιναν από τον διεθνή εκπαιδευτικό οργανισμό Inspired Education Group, με δίκτυο 115 σχολείων σε 24 χώρες και περισσότερους από 90.000 μαθητές, που ανήκει στον λιβανοβρετανό επιχειρηματία Nadim M. Nsouli, ο οποίος απέκτησε πρώτα τον έλεγχο της Σχολής Μωραΐτη και μετά των Εκπαιδευτηρίων Κωστέας – Γείτονας.
Το δεύτερο είναι το κύριο σχολείο που θα καλύψει τις εκπαιδευτικές ανάγκες των κατοίκων στην υπό αξιοποίηση περιοχή που Ελληνικού, άρα αρχικά μοιάζει μια «χρυσή επένδυση» για τον όμιλο.
Η Cognita, όπως αναφέρθηκε, ήδη έχει επενδύσει στα Εκπαιδευτήρια Δούκα. Πάντως ο χώρος φαίνεται ότι βρίσκεται σε άνθηση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ στην τρίμηνη έκθεση «Η Ελλάς με αριθμούς» που δημοσίευσε για το τελευταίο τρίμηνο του 2024, τα ιδιωτικά Νηπιαγωγεία από 649 που ήταν τη σχολική χρονιά 2018-2019 αυξήθηκαν σε 817 στην περίοδο 2021-2022. Τα ιδιωτικά Δημοτικά από 159 το 2018-2019 παρέμειναν σταθερά στον ίδιο αριθμό το 2021-2022, ενώ τα Γυμνάσια από 99 αυξήθηκαν σε 109 και τα Γενικά Λύκεια από 92 το 2021-2022 ανήλθαν σε 103 την περίοδο 2021-2022.
Τι λένε οι εργαζόμενοι
Τα παραπάνω, όπως είναι φυσικό, έχουν προκαλέσει συζητήσεις, εντάσεις, αγωνία και προβληματισμό. Πολλοί στον χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης συζητούν ότι όλα αυτά υποκινήθηκαν και από το γεγονός ότι αναμένεται η λειτουργία μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών σχολείων στη χώρα μας που θα συνδεθούν με όλα αυτά τα σχολεία μέσω κοινών ξένων απολυτηρίων.
Ωστόσο το ρεπορτάζ δεν φανέρωσε καμία νοητή γραμμή μεταξύ των δύο πολιτικών, καθώς οι επιχειρηματίες οι οποίοι εκπροσωπούν τους διεθνείς ομίλους που αγόρασαν ιδιωτικά σχολεία στη χώρα μας δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη μέθοδο εισαγωγής στα ανώτατα ιδρύματα ή τον χαρακτήρα των ανώτατων αυτών ιδρυμάτων στη χώρα μας, καθώς δεν αφορά τις επιχειρήσεις τους, οι οποίες είναι επικεντρωμένες στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Οι νέες επιχειρήσεις θα λειτουργήσουν σύμφωνα με τους νόμους του ελληνικού κράτους στα θέματα απολύσεων ή διαχείρισης του προσωπικού τους και φέρονται να μην ενδιαφέρονται να κάνουν αλλαγές, ωστόσο όλα αυτά μένει να τα αποδείξει μόνο ο χρόνος – και τα νέα δεδομένα που θα διαμορφωθούν.
