«Ουδέν κακόν αμιγές καλού». Ρητό που συχνά επιβεβαιώνεται, συνδυαστικά με ένα άλλο: «Συν Αθηνά και χείρα κίνει». Οπως στην περίπτωση προσαρμογής του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού σε ακραία καιρικά γεγονότα, τα οποία πυροδότησε τα τελευταία χρόνια η κλιματική αλλαγή, αλλά και στις πρωτόγνωρες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία. Η Ιστορία έχει δείξει ότι η κοινωνία και η πολιτεία μπορούν να απαντήσουν στην πρόκληση μιας καταστροφής, ή στην αντιμετώπιση των συνεπειών της, δημιουργώντας πόλεις ανθεκτικές σε νέες καταστροφές, θωρακισμένες έναντι σεισμών, πλημμυρικών φαινομένων, ακραίων θερμοκρασιών και πυρκαγιών, με κτίρια χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου – με μηδενική ενεργειακή κατανάλωση ή με ιδιοκατανάλωση – και αστικές περιοχές με ζωτικούς ελεύθερους χώρους. Προληπτική οχύρωση Στους σεισμούς, τις τελευταίες δεκαετίες, προστέθηκαν και άλλες καταστροφές – πλημμύρες, καύσωνες, πυρκαγιές – που συνδέονται με την υπερθέρμανση του πλανήτη. Ετσι, έπειτα από την τραγωδία στο Μάτι εκπονήθηκε Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΕΠΣ) που περιλαμβάνει μέτρα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και υποστηρικτικά της αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών και διαχείρισης συνεπειών φυσικών και τεχνολογικών καταστροφών και λοιπών απειλών. Αντίστοιχα θα ακολουθήσει η υλοποίηση άλλων οκτώ μελετών ΕΠΣ για άλλες πολύπαθες περιοχές, όπως η Χαλκιδική, το παραλιακό μέτωπο της Ηπείρου κ.ά., προκειμένου να αντιμετωπιστούν ειδικά ή έκτακτα κρίσιμα χωρικά προβλήματα, αλλά και να υιοθετηθεί μια προληπτική οχύρωση των πόλεων – κτιρίων και υποδομών – και κατ’ επέκταση της κοινωνίας και της οικονομίας απέναντι σε ακραία φαινόμενα. Νέα οργάνωση Αλλά και η πανδημία, η οποία επίσης συσχετίζεται, ως έναν βαθμό, με τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στο περιβάλλον, ανέδειξε την ανάγκη νέας οργάνωσης, ειδικά των πυκνοδομημένων, πολυπληθών πόλεων, όσον αφορά τους κοινόχρηστους χώρους και την κινητικότητα. Ετσι ώστε όταν προκύπτουν ανάγκες περιορισμού, ο κόσμος μας να μη συρρικνώνεται στο μέγεθος των σπιτιών μας. Και ειδικά στους δύο μεγάλους αστικούς πυρήνες της χώρας, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, όπου, σύμφωνα με την τελευταία καταγραφή του 2011, σε μονοκατοικίες άνω των 90 τ.μ. ζει μόλις το 8% των κατοίκων, ενώ το 12% του πληθυσμού τους κατοικεί σε υπόγεια και ισόγεια διαμερίσματα πολυκατοικιών. Μάλιστα οι χώροι πρασίνου ανά κάτοικο περιορίζονται στα 0,96 τ.μ. στην πρωτεύουσα και στα 1,6 τ.μ. στη Θεσσαλονίκη. Ανατροπές Οι σύγχρονες πόλεις δεν σχεδιάστηκαν για να αντεπεξέλθουν σε συνθήκες πανδημίας. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου τα μεγάλα αστικά κέντρα διαμορφώθηκαν από την προσφυγική εγκατάσταση μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, την εσωτερική μετανάστευση από τη δεκαετία του ’50 και έπειτα, και την αντιπαροχή που ήρθε ως απάντηση στο πρόβλημα της στέγασης. Την προ COVID εποχή, πόλεις όπως η Αθήνα, με τα εκατομμύρια των πολιτών και τουριστών να μετακινούνται καθημερινά, κατάφερναν να λειτουργούν, με τις όποιες δυσλειτουργίες τους. Oλα όμως φαίνεται ότι ανατρέπονται βάσει της σύγχρονης επιδημιολογικής ιστορίας – γρίπη των πτηνών, γρίπη των χοίρων, SARS, MERS, Ebola, COVID-19 -, η οποία καταδεικνύει πως οι αστικές περιοχές θα πρέπει να ανασχεδιαστούν και να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Ηδη από τους πρώτους μήνες που ξέσπασε η πανδημία έγιναν σημαντικές κινήσεις για τη βελτίωση των ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων σε πολλές πόλεις του πλανήτη. Θετικές αλλαγές μετά από καταστροφέςΗ πρώτη προσπάθεια δημιουργίας ανθεκτικής πόλης στην Ελλάδα μετρά πάνω από έναν αιώνα. Τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 στη Θεσσαλονίκη (φωτογραφία), που κατέστρεψε τα δύο τρίτα της πόλης, ακολούθησε ο πολεοδομικός σχεδιασμός της περίφημης «Επιτροπής Ερνέστ Εμπράρ». Η πρόταση για την ανασυγκρότηση της πόλης – αν και υπέστη αλλεπάλληλες τροποποιήσεις ώστε να «χωρέσει» όλες τις μικροκομματικές εξυπηρετήσεις, αλλά και να προσαρμοστεί στα περιορισμένα διαθέσιμα κονδύλια – τελικά εφαρμόστηκε, έστω και μερικώς, αποτρέποντας την ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση και βελτιώνοντας σημαντικά τη ρυμοτομία της, σε σύγκριση με το παρελθόν. Νέα πολεοδομική οργάνωση έφεραν και οι σεισμικές καταστροφές, με σεβασμό στην τοπική βιοκλιματική αρχιτεκτονική, όπως στη Σαντορίνη έπειτα από τον σεισμό του 1956. Αλλά και αργότερα σε Λουτράκι, Κόρινθο, Μέγαρα. ύστερα από το «ξύπνημα» του ρήγματος των Αλκυονίδων το 1981, θεσπίστηκαν προδιαγραφές για την αντισεισμική θωράκιση των κτιρίων. Ή έπειτα από τον σεισμό της Καλαμάτας το 1986, η πόλη οργανώθηκε πολεοδομικά από την αρχή. Σχέδιο Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας Προσπάθειες ξεκίνησαν και στην Αθήνα, με τον δήμο της πρωτεύουσας να επαναφέρει, με διαφοροποιήσεις, την ιδέα του Μεγάλου Περιπάτου, σε συνδυασμό με παρεμβάσεις για τη βιώσιμη κινητικότητα. Το Σχέδιο Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας (ΣΒΑΚ) για την Αθήνα, που εκπονήθηκε τα τελευταία χρόνια από ομάδα πολεοδόμων και συγκοινωνιολόγων, τελικά εγκρίθηκε στις αρχές Νοεμβρίου. Τα ΣΒΑΚ προωθούνται από την ΕΕ στοχεύοντας σε μια πορεία κλιματικής ουδετερότητας των ευρωπαϊκών πόλεων έως το 2050. Ειδικότερα, το ιστορικό κέντρο της Αθήνας ανακηρύσσεται σε ζώνη… car-free, με εξαίρεση τα οχήματα τροφοδοσίας, τα ταξί και τα μέσα μαζικής μεταφοράς (ΜΜΜ). Προτείνεται η πύκνωση των δρομολογίων στα ΜΜΜ σταθερής τροχιάς και η διεύρυνση του ωραρίου κυκλοφορίας τους, η βελτίωση των υφιστάμενων ελεύθερων χώρων (πλατειών και οδών) και η δημιουργία νέων, η επέκταση της ελεγχόμενης στάθμευσης κατά 1.700 θέσεις, η δημιουργία δικτύου ποδηλατοδρόμων κ.λπ. Πέρα όμως από την υλοποίηση του ΣΒΑΚ, το οποίο απαιτεί χρόνο (για μελέτες) και χρήμα (για έργα), ο Δήμος Αθηναίων έχει προχωρήσει σε μικρές τοπικές παρεμβάσεις, δημιουργώντας λιλιπούτειους ελεύθερους χώρους, τα «πάρκα τσέπης», προκειμένου να «πρασινίσει» πυκνοκατοικημένες γειτονιές, όπου ο δημόσιος χώρος είναι περιορισμένος. Πρόκειται για αυτό που ονομάζουν οι πολεοδόμοι «θεραπεία» των πόλεων με αστικό… βελονισμό, δηλαδή με ήπιες, μη παρεμβατικές δημιουργίες. Και αυτή θα μπορούσε να είναι η αρχή για μια πιο ολιστική προσέγγιση των προβλημάτων της πόλης, ενώ συμπεριλαμβάνονται και δράσεις για την προώθηση της κυκλικής οικονομίας ή της ενεργειακής εξοικονόμησης. Αλλωστε πλέον ευρωπαϊκά κονδύλια είναι διαθέσιμα για πράσινες υποδομές και για δράσεις που δεν επιδεινώνουν το κλίμα. Για την Ελλάδα 9,6 δισ. ευρώ (6,03 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και 3,6 δισ. ευρώ από το ΕΣΠΑ 2021-2027) προορίζονται για «πράσινες» επενδύσεις.