Στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου, λίγο καιρό προτού ξεσπάσει ο κορωνοϊός στην Κίνα, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος βρισκόταν εκεί παρουσιάζοντας τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη στο φεστιβάλ της αρχαίας πόλης Wuzhen. Ο διεθνής σκηνοθέτης, δάσκαλος του θεάτρου και ιδρυτής του «Αττις», γνωρίζει καλά την Κίνα – την Ασία γενικότερα – αφού εργάζεται σταθερά εκεί και διατηρεί στενούς δεσμούς με τα πολιτιστικά δρώμενα. Παρακολουθεί με ψυχραιμία τις εξελίξεις ως προς την πανδημία του κορωνοϊού. Η ταχεία μετάδοσή του δημιουργεί ασφαλώς ανησυχία, λέει, αλλά ο ίδιος συνεχίζει να εργάζεται πάνω στα μελλοντικά του σχέδια καθώς πιστεύει ότι σε μια τέτοια εποχή ιδιαίτερα ο καθένας οφείλει ν’ αντισταθεί στην αδράνεια και στον κίνδυνο παθητικοποίησης. Επανασχεδιάζει τις περιοδείες του ανά τον κόσμο οι οποίες αναβλήθηκαν λόγω των εξελίξεων, συμφωνεί με όσους πιστεύουν ότι η επόμενη μέρα θα φέρει μεγάλες αλλαγές σε όλους τους τομείς και μιλά για την ευθύνη των πνευματικών ανθρώπων, των καλλιτεχνών, των διανοουμένων αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Υπάρχει, άραγε, τρόπος να βγούμε από το τούνελ, από τη δυστοπία, η οποία, όπως υποστηρίζει, είναι ήδη στημένη; Μπορεί αυτή η εμπειρία να οδηγήσει στην αναζήτηση ενός νέου ουμανισμού ο οποίος πλέον μοιάζει πιο αναγκαίος από ποτέ; Τι σκέφτεστε για όλο αυτό που συμβαίνει; Πώς ζείτε την καραντίνα; «Σαφώς λαμβάνω κάποια μέτρα. Πειθαρχώ. Δεν φοβάμαι υπερβολικά, όμως δεν πανικοβάλλομαι. Ανήκω σε μια γενιά η οποία έζησε καλές ημέρες αλλά ταυτόχρονα και τον ζόφο της μετεμφυλιακής περιόδου. Μπορώ ν’ αντέξω σε κάποιες συνθήκες. Ισως είναι και η δουλειά μου, βέβαια. Κάμποσες φορές έχει τύχει να βρεθώ σε ζώνες κινδύνου. Σε περιοδείες δύσκολες, σε εμπόλεμες περιοχές. Στον Καύκασο, στη Γεωργία… Θυμάμαι πριν από 30 χρόνια που είχαμε εγκλωβιστεί στην Κολομβία, στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Δεν λέω ότι είμαι υπερβολικά γενναίος, αλλά είμαι ψύχραιμος. Αυτό που με ανησυχεί είναι ο ανεξέλεγκτος τρόπος που μεταδίδεται ο ιός, το τι αφήνει στον οργανισμό. Η άγνοια… Προσπαθώ, όμως, ν’ αντεπεξέλθω δουλεύοντας επάνω στα μελλοντικά μου σχέδια. Το σημαντικό είναι να μην αδρανοποιηθούμε. Να κάνουμε σχέδια ακόμη κι αν δεν πραγματοποιηθούν. Να μη γίνουμε παθητικοί. Αλλωστε, όλο αυτό δεν μας βρήκε σε μια ιδανική κατάσταση…». Τι εννοείτε; «Εδώ και πολύ καιρό ζούμε σ’ έναν γενικότερο απανθρωπισμό. Μιλήσαμε αρκετά τα προηγούμενα χρόνια για την οικονομική κρίση, αλλά στην πραγματικότητα το πρόβλημα είναι πολύ ευρύτερο. Κατ’ αρχάς ο κόσμος μας αντιμετωπίζει μια τεράστια κρίση δημοκρατίας, οι αρχές και οι δομές της έχουν καταργηθεί. Τι άλλο σημαίνουν, άραγε, οι διαρκώς διευρυνόμενες ανισότητες αναφορικά με την κατανομή του πλούτου; Δεν νομίζω πως μπορούμε να μιλάμε για ανθρωπισμό τη στιγμή που στην εποχή μας τόσοι άνθρωποι στον πλανήτη πεθαίνουν από πείνα, από έλλειψη νερού. Τώρα που το πρόβλημα χτύπησε την πόρτα του πολιτισμένου κόσμου μας, αρχίσαμε να σκεπτόμαστε επάνω σε ορισμένα πράγματα τα οποία μέχρι τούδε απωθούσαμε, δεν θέλαμε να ξέρουμε, δεν θέλαμε να μας χαλούν τη φαινομενικά ανέφελη καθημερινότητα, τον ψευτοπαράδεισό μας. Τώρα, για παράδειγμα, αρχίσαμε να βλέπουμε τα τεράστια προβλήματα του συστήματος υγείας ακόμη και σε ανεπτυγμένες χώρες. Στην πραγματικότητα, όμως, έχουμε ζήσει πολλές επιδημίες, κρυφές και φανερές». Δηλαδή; «Ο καταναλωτισμός, η κρίση ηθικής, η καταστροφή της φύσης… τι είναι, άραγε, όλα αυτά; Είναι χαρακτηριστικά καλής ζωής; Ας πάρουμε για παράδειγμα την παγκοσμιοποίηση. Κατ’ εμέ έχει μια θετική πλευρά και μια αρνητική. Ποια είναι αυτή που κυριαρχεί όμως; Πόσοι από εμάς ξέρουμε ότι η Ταϊβάν είναι μια εξαιρετική χώρα, όπου η δημοκρατία λειτουργεί πολύ καλά, όπου υπάρχει μια πραγματική αγάπη για τη φύση; Πρέπει να ταξιδέψεις για να το δεις από κοντά αυτό… Το κακό, το fake και το ψέμα είναι αυτό που κυκλοφορεί. Και τώρα στην περίπτωση του κορωνοϊού… Γίνεται προσπάθεια πληροφόρησης, αλλά έχω την αίσθηση ότι η παραπληροφόρηση είναι πολύ μεγαλύτερη. Γι’ αυτό λέω ότι ίσως ήρθε η στιγμή να διεκδικήσουμε τον άνθρωπο σε μια εποχή απανθρωπισμού». Θεωρείτε πως είμαστε σε μια τέτοια πορεία; Η κρίση που ζούμε αισθάνεστε ότι ενώνει ή χωρίζει; «Ενώνει, αναμφίβολα. Ευτυχώς, η αλληλεγγύη λειτουργεί. Βλέπουμε ότι γίνονται δωρεές, νέοι άνθρωποι προσπαθούν να βοηθήσουν τους μεγαλύτερους… Αυτό ήταν κάτι που δεν γινόταν και θεωρώ ότι δεν έπρεπε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο για να λειτουργήσουν ορισμένα αντανακλαστικά. Περιμέναμε, άραγε, τον κορωνοϊό για να σκεφτούμε το αυτονόητο; Το τραγικό είναι, βέβαια, ότι παρ’ όλο που λειτουργεί η αλληλεγγύη, είναι τέτοια η συνθήκη που δεν μπορεί να λειτουργήσει η παρηγοριά… Ανθρωποι φεύγουν από τη ζωή χωρίς κάποιος να τους κρατά το χέρι. Δεν μπορείς να έχεις δίπλα σου τον σύντροφό σου ή το παιδί σου την ώρα που βγαίνει η ψυχή… Αυτό είναι πραγματικά συγκλονιστικό, ασύλληπτο, υπερβαίνει κάθε σκέψη. Μόνο από την αλληλεγγύη, μικρή ή μεγαλύτερη, μπορείς να πιαστείς, μόνο αυτή προσφέρει κάποια ανακούφιση». Και η απομόνωση; «Μπορεί και να είναι μια συνθήκη αλήθειας. Ας πάρουμε το παράδειγμα μιας οικογένειας που μένει κλεισμένη στο σπίτι. Δεν λειτουργεί πλέον το άλλοθι της αρμονικής συμβίωσης. Πρέπει ν’ αντιμετωπίσεις το πρόβλημα κατάματα. Δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα, οφείλεις να επικοινωνήσεις, δεν έχεις άλλη επιλογή. Σκέφτομαι καμιά φορά τη συμμόρφωση που δείξαμε ως λαός στα περιοριστικά μέτρα. Είναι μια συμπεριφορά διαφορετική απ’ ό,τι συνηθίζουμε, σουρεαλιστική, μπορεί να πει κανείς, κι αυτό έχει προκαλέσει έκπληξη και στο εξωτερικό. Δεν έγινε έτσι ούτε στην Ιταλία, ούτε στην Ισπανία. Συμπεριφερθήκαμε με αυτόν τον ώριμο τρόπο, όμως, επειδή είμαστε πραγματικά πειθαρχημένοι ή επειδή φοβόμαστε; Πιο πιθανό θεωρώ το δεύτερο». Εστω κι έτσι όμως μπορεί να βγει κάτι καλό από αυτό; «Ναι. Ισως ξανασκεφτούμε ορισμένα πράγματα. Την αξία του ελάχιστου, ας πούμε. Ακόμη και στην κορύφωση της οικονομικής κρίσης πετούσαμε πράγματα, τρόφιμα… Αυτό δεν γίνεται στις ανεπτυγμένες χώρες. Ισως μας βοηθήσει ν’ αποκτήσουμε πιο δημιουργική σχέση με ό,τι μας περιβάλλει. Με την τέχνη, με τη φύση, με την πόλη, να αναπτύξουμε συλλογικότητες για μια πιο καθαρή ατμόσφαιρα γύρω μας, για πιο ανθρώπινους κοινόχρηστους χώρους. Να μην εξαρτώμαστε κατ’ αυτόν τον τρόπο από πολιτικούς που έχουν στήσει καριέρες επάνω στη χειραγώγηση. Ενδεχομένως να μας βοηθήσει στην αυτοσυγκέντρωση. Ο νεοέλληνας δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, η ματιά του είναι διασκορπισμένη. Ισως μπορέσουμε ν’ αποκτήσουμε κέντρο. Ισως μέσα από τον εγκλεισμό μπορέσουμε να κάνουμε αφενός αυτοκριτική, αφετέρου κριτική στους άλλους…». Θεωρείτε ότι λείπει η κριτική ικανότητα; «Σαφώς. Αρχισε να εξαφανίζεται εδώ και καιρό. Μια δυστοπία – όπως αυτή που ζούμε αυτή την εποχή – τη βλέπουμε μοιρολατρικά, δεν μπορούμε να την κρίνουμε. Δεν σκεπτόμαστε την απόρροια της καταστροφής της φύσης. Τι συμβαίνει, άραγε, όταν λιώνουν οι πάγοι στην Ανταρκτική και ζωντανεύουν μικρόβια; Οταν καταστρέφονται οι πνεύμονες της φύσης – ο Αμαζόνιος; Οταν χιλιάδες είδη ζώων εξαφανίζονται; Θα εξαφανιστεί, άραγε, και ο άνθρωπος; Ο κορωνοϊός είναι ένα τέρας. Εν προκειμένω ο ίδιος ο άνθρωπος κινδυνεύει να γίνει ιός του εαυτού του, ο μεγαλύτερος εχθρός του». Η έμπνευση, άραγε, λειτουργεί σε αυτές τις συνθήκες; «Οχι απόλυτα. Τουλάχιστον όχι σ’ εμένα. Προσπαθώ να το ερμηνεύσω. Σκέπτομαι τις προηγούμενες δεκαετίες της ψευτοευημερίας, το ’80 και το ’90. Μοιάζει σαν να προετοιμαζόταν όλο αυτό. Είχαμε την πλάνη ότι ζούμε πολυτελώς με τις τράπεζες αρωγούς. Κι όμως έχουν προηγηθεί τόσες καταστροφές – η ηθική, η πολιτισμική, η πολιτική. Ας δούμε ποιοι είναι τώρα οι αρχηγοί των ισχυρών κρατών και πώς συμπεριφέρονται. Ας τους συγκρίνουμε με τους προκατόχους τους 30 χρόνια πριν… Τι είναι, άραγε, ο λαϊκισμός; Μια περίοδος προετοιμασίας για το επερχόμενο κακό. Εκτρέφει τον ρατσισμό, τον φασισμό… τώρα βλέπουμε γύρω μας τους καρπούς του λαϊκισμού». «Ενας νέος ουμανισμός μπορεί να μας βγάλει από το τούνελ» {ERT}Πώς φαντάζεστε, αλήθεια, την επόμενη μέρα;{ERT} «Αναμφίβολα θα υπάρξει πτωχοποίηση. Ισως σε κάποιες περιοχές του πλανήτη δούμε και κοινωνικές συγκρούσεις. Οι άνθρωποι θα αγωνιστούν για να μπορέσουν να ζήσουν με επάρκεια… Το σίγουρο είναι ότι πολλά πράγματα θα αλλάξουν στην οικονομία, στην κοινωνία, στην τέχνη, σε αυτό που ονομάζουμε “ζωντανό” θέαμα». {ERT}Σε ποια κατεύθυνση;{ERT} «Πριν από λίγο καιρό ετοίμαζα το ανέβασμα του “Μάουζερ” στο Αλεξαντρίνσκι, το Εθνικό Θέατρο της Ρωσίας στην Αγία Πετρούπολη. Δύο ημέρες νωρίτερα ενημερωθήκαμε ότι η πρεμιέρα δεν θα μπορούσε να δοθεί λόγω των γεγονότων. Τελικά, μεταδόθηκε διαδικτυακά και είχε τρομερή επιτυχία. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις 10.000.000, κατ’ άλλους 12.000.000 θεάσεις. Σκέπτομαι πως αν, προκειμένου να παρακολουθήσεις την παράσταση διαδικτυακά χρειαζόταν να πληρώσεις ένα ευρώ, το Εθνικό Θέατρο θα είχε κερδίσει τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια. Κάποιος μπορεί να το σκεφτεί αυτό για την επόμενη σεζόν, να δημιουργηθεί ένα υβρίδιο το οποίο θα απευθύνεται πλέον στην κάμερα, όχι στους θεατές». {ERT}Φοβάστε, δηλαδή, για το μέλλον του θεάτρου;{ERT} «Θα ήθελα να μην υπάρχει αυτός ο φόβος, να μπορούσα να είμαι πιο αισιόδοξος… Και οι ίδιοι οι ηθοποιοί στη Ρωσία ήταν αρκετά αμήχανοι. Ελεγαν “εμείς έχουμε συνηθίσει να παίζουμε με κοινό, πώς θα το κάνουμε αυτό τώρα;”. Ηταν ένα σοκ γι’ αυτούς. Τους θύμισα ότι σε αυτό το θέατρο υπήρξαν θεατές ο Τσέχοφ, ο Γκόγκολ, ο Ντοστογέφσκι, η Τσβετάγεβα, η Αχμάτοβα… Φωτίσαμε τις συγκεκριμένες θέσεις όπου ξέρουμε ότι κάθονταν. Αυτό τους κινητοποίησε… Το θέατρο είναι ενέργεια, σωματικότητα, συναίσθημα, όλα αυτά που κάνουν ζωντανή αυτή τη σπουδαία τέχνη». {ERT}Εν προκειμένω ποια είναι η ευθύνη του ίδιου του καλλιτέχνη;{ERT} «Να επιμένει να παίζει ζωντανά. Να μην υποκύψει στον ζόφο. Αυτό είναι το σημαντικό τώρα, όχι το πώς παίζει, το πόσο σπουδαίος ηθοποιός είναι… Προσωπικά δεν είμαι υπέρ της διαδικτυακής μετάδοσης σε κανονικές συνθήκες. Αυτή τη δύσκολη εποχή μοιάζει αναγκαίο, συντηρεί μια επαφή, ανταποκρίνεται και στην ανάγκη των καλλιτεχνών να υπάρχουν… Στην πραγματικότητα, όμως, το θέατρο εκφυλίζεται, χάνει τα ίδια του τα συστατικά, τη συγκίνηση που μεταδίδει». {ERT}Εχετε σκεφτεί, άραγε, τι θα πείτε στην πρώτη πρόβα με τους ηθοποιούς ύστερα απ’ όλο αυτό; Από πού θα το πιάσετε;{ERT} «Σίγουρα θα μιλήσουμε γι’ αυτή την κρίση, για τον κορωνοϊό. Θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πώς άλλαξαν τα πράγματα, πώς μπορούμε να γίνουμε παρεμβατικοί. Είναι σημαντικό να ξαναδούμε τις ρίζες του θεάτρου. Τον Αισχύλο που θεοποιούσε τα στοιχεία της φύσης, τον Μπέκετ που μοιάζει εξαιρετικά επίκαιρος σήμερα, τον Μπρεχτ και την εμπλοκή του ανθρώπου στην κοινωνία… Δεν ισχύουν πλέον, κατά τη γνώμη μου, όλοι οι συγγραφείς. Δεν ισχύει, ας πούμε, το αστικό δράμα. Πρέπει ν’ ανατρέξουμε στις ρίζες. Ο Μεσαίωνας, για να μεταβεί σε μια άλλη, πιο φωτεινή εποχή, επέστρεψε στην κλασική Ελλάδα θέτοντας εκ νέου στο επίκεντρο τον άνθρωπο, ο οποίος πλέον κινδυνεύει να εξαφανιστεί στην εικονική πραγματικότητα. Για όλα αυτά θα τους μιλήσω, όχι για τον ρόλο ή για τον χαρακτήρα. Ηρθε η ώρα να σκεφτούμε μια νέα θέαση ζωής, έναν νέο ανθρωπισμό. Αυτή είναι η ευθύνη των πνευματικών ανθρώπων, των διανοουμένων». {ERT}Και πώς μπορεί να «συναντηθεί» αυτό με την προσπάθεια των υπόλοιπων ανθρώπων να ζήσουν με επάρκεια, όπως είπατε;{ERT} «Οταν λέω “νέο ουμανισμό”, δεν εννοώ να επιστρέψουμε στον 16ο αιώνα. Δεν θα βγάλουμε την τεχνολογία από τη ζωή μας, ούτε τα επιτεύγματα της επιστήμης. Δεν λέω να φτιάξουμε έναν καινούργιο παράδεισο. Μπορούμε, όμως, να αναζητήσουμε εκ νέου κάποιους άξονες: τη σχέση με τη φύση, την υγεία, την παιδεία, την αξιοπρέπεια, την τέχνη που εξευγενίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Ενας νέος ουμανισμός υποστηριγμένος από διανοουμένους, καλλιτέχνες, θεατές μπορεί να μας βγάλει από το τούνελ, από τη δυστοπία που είναι ήδη στημένη».