Το ΣτΕ λέει «ναι» στα ιδιωτικά πανεπιστήμια

Τα ιδιωτικά ΑΕΙ ελάχιστα προβλήματα επιλύουν και σίγουρα δεν αντιμετωπίζουν τη ζωτική βελτίωσης της δημόσιας, σχολικής, προσχολικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης

Το ΣτΕ λέει «ναι» στα ιδιωτικά πανεπιστήμια

Η απόφαση 1918/2025 του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) αποτελεί μια «μεγάλη απόφαση», η οποία επιχειρεί να «συμφιλιώσει» τη νέα ρύθμιση περί ιδιωτικών πανεπιστημίων με το άρθρο 16 του Συντάγματος. Το Δικαστήριο διακηρύσσει ότι οι συνταγματικές διατάξεις πρέπει να «ερμηνεύονται – σύμφωνα και με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28 Σ., αλλά και επί τη βάσει των αρχών της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών-μελών – σε αρμονία με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Συνεπώς, επιτρέπονται η εγκατάσταση πανεπιστημίων από το εξωτερικό και η πλήρης αναγνώριση των τίτλων σπουδών που θα χορηγούν, εφόσον παρέχονται εχέγγυα ποιότητάς τους.

Το ΣτΕ στηρίζεται στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ενωσης (ΔΕΕ) Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (2020), Cilevičs (2020) και Kirschstein (2019): κάθε εθνικό μέτρο που καθιστά λιγότερο ελκυστική ή δυσχεραίνει την εγκατάσταση ενός παρόχου υπηρεσιών εκπαίδευσης άλλου κράτους-μέλους συνιστά περιορισμό, ακόμη και όταν αφορά έναν τομέα που παραμένει κατ’ αρχήν εθνικός, χωρίς να προϋποτίθεται εθνική διακριτική μεταχείριση. Το άρθρο 16 Σ. δεν μπορεί να λειτουργεί ως ασπίδα έναντι θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς. Ούτε συνιστά στοιχείο της «εθνικής ταυτότητας», που θα επέτρεπε ίσως – αν το ΔΕΕ το δεχόταν – να αρνηθεί την εφαρμογή των ενωσιακών υποχρεώσεων της χώρας.

Η απόφαση διαθέτει έναν στιβαρό επιχειρηματολογικό σκελετό και πλούσια τεκμηρίωση, παρότι μπορεί να επικριθεί αναφορικά με κάποιες δογματικές αποχρώσεις – αν και η δογματική συνέπεια είναι περισσότερο ευθύνη των ακαδημαϊκών και λιγότερο των δικαστηρίων. Πράγματι, το Δικαστήριο αναφέρεται μόνο έμμεσα – μέσω αναφοράς σε αποφάσεις του ΔΕΕ και ένα παλιότερο Πρακτικό Επεξεργασίας (406/1980) – στην έννοια της «υπεροχής». Ας υπενθυμιστεί εδώ ότι η λεγόμενη «υπεροχή» (primacy) του ενωσιακού δικαίου δεν συνιστά «υπεροχή ισχύος» (Geltungsvorrang), καθώς οι δύο έννομες τάξεις (εθνική και ενωσιακή) παραμένουν διακριτές η μία από την άλλη και αυτόνομες, αλλά «προτεραιότητα εφαρμογής» (Anwendungsvorrang) σε συνάρτηση πάντοτε με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας και της «αρχής του κατειλημμένου πεδίου».

Εν προκειμένω, θα ήταν δογματικά εγκυρότερο το Δικαστήριο να δεχθεί όχι μία εναρμονισμένη ερμηνεία (διότι αυτή τότε θα καταλάμβανε και τα ημεδαπά ιδιωτικά ΑΕΙ), αλλά ότι, παρότι η οργάνωση της εκπαίδευσης παραμένει εθνική αρμοδιότητα (όπου η ΕΕ μπορεί να δράσει μόνο συμπληρωματικά ή υποστηρικτικά, σύμφωνα με τα άρθρα 165-166 ΣΛΕΕ), το υπο-πεδίο της εγκατάστασης ενός πανεπιστημίου από άλλη χώρα (της ΕΕ ή της GATS) δεν ρυθμίζεται πλέον από το άρθρο 16 Σ., αλλά έχει «καταλειφθεί» από το ενωσιακό δίκαιο, και δη το άρθρο 49 ΣΛΕΕ (ελευθερία εγκατάστασης), την Οδηγία 2006/123 σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, την GATS (που συνιστά και ενωσιακό δίκαιο) και τα άρθρα 13 και 14§3 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ. Επομένως, η Ελλάδα οφείλει να θέτει εκποδών και μην εφαρμόζει την εθνική, ακόμη και συνταγματική ρύθμιση.

Η άρνηση του ΣτΕ να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ στηρίζεται στην πεποίθησή του ότι πρόκειται για «acte éclairé», για ζήτημα επιλυθέν από το ΔΕΕ. Ωστόσο, η ειδική εφαρμογή της Οδηγίας για τις υπηρεσίες στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, όταν η τελευταία έχει αποκλειστικά δημόσιο και μη οικονομικό χαρακτήρα, δεν έχει εξεταστεί ειδικά από το ΔΕΕ. Βέβαια, το αντεπιχείρημα εδώ είναι τα ήδη λειτουργούντα με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια κολέγια, που παρέχουν πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα αντίστοιχα με των δημόσιων ΑΕΙ. Το ΣτΕ, πάντως, επέδειξε και τόλμη παρακρατώντας την τελική απόφαση, που μπορούσε να «χρεώσει» στο υπερεθνικό Δικαστήριο.

Βέβαια, τα ιδιωτικά ΑΕΙ ελάχιστα προβλήματα επιλύουν και σίγουρα δεν αντιμετωπίζουν τη ζωτική βελτίωσης της δημόσιας, σχολικής, προσχολικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Η απόφαση 1918/2025 ορθώς κινείται στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο μιας εθνικής πολιτικής για την πραγματική αναβάθμιση της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της.

*Η κυρία Λίνα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version