«”Ο μεγάλος κολυμβητής! Ο μεγάλος κολυμβητής!” φώναζε ο κόσμος… Eνα κορίτσι μού πέρασε μια κορδέλα που πάνω έγραφε σε μια ξένη γλώσσα: “Στον ολυμπιονίκη”… Επίτιμοι καλεσμένοι! Είναι αλήθεια ότι κατέρριψα παγκόσμιο ρεκόρ, αλλά αν με ρωτούσατε πώς το κατάφερα, δεν θα μπορούσα να σας δώσω ικανοποιητική απάντηση. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω καν να κολυμπώ. Πάντα ήθελα να μάθω, αλλά δεν είχα ποτέ την ευκαιρία. Πώς λοιπόν βρέθηκα να εκπροσωπώ τη χώρα μου στους Ολυμπιακούς Αγώνες; Αυτό είναι το ερώτημα που με βασανίζει».
Σε αυτό το αινιγματικό απόσπασμα του Κάφκα, γραμμένο τον Αύγουστο του 1920, ο ψυχαναλυτής και δοκιμιογράφος Ανταμ Φίλιπς εντοπίζει ένα άλλο, καθοριστικό και θεμελιώδες ερώτημα. Στο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε το 2024 με τίτλο On Giving Up, ο Φίλιπς εξηγεί: εφόσον στις ζωές όλων μας υπήρξε μια εποχή που δεν είχαμε μάθει ακόμα πώς να κολυμπάμε, πάντα κάπου μέσα μας παραμένουμε άνθρωποι που δεν μπορούν να κολυμπήσουν. Ή, αλλιώς, ότι εκείνο το άτομο που κάποτε δεν μπορούσε να κολυμπήσει το κουβαλάμε για πάντα μαζί μας. Ή, αλλιώς, σε μορφή ερωτήματος, όπως προσπάθησε να το διατυπώσει ο Φρόιντ (που είχε γενέθλια την Τρίτη που μας πέρασε, στις 6 Μαΐου): Τι σχέση έχουμε με τους προγενέστερούς μας εαυτούς;
Ισως πίσω από τον όποιο σκεπτικισμό σχετικά με τη χρησιμότητα ή την αξία της ψυχοθεραπείας, της ψυχανάλυσης και κάθε άλλης σχετικής διαδικασίας, να κρύβεται μια αντανακλαστική άμυνα, που παλεύει να υπερασπιστεί την αβάσιμη θεωρία ότι μπορούμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς με τους άλλους
Ειδικά σε κύκλους νεότερων γενεών, πλέον αυτό που δημιουργεί εντύπωση είναι κάποιος ή κάποια να μην κάνει ψυχοθεραπεία, και όχι το αντίθετο. Ισως γιατί εκείνοι που έχουν κάνει ψυχοθεραπεία για ένα κάποιο χρονικό διάστημα έχουν έρθει αντιμέτωποι όχι με κάποια σκληρή αλήθεια αναγκαστικά, αλλά σίγουρα με μια κάποια σκληρή απομάγευση· έχουν τραβήξει μια νοητή κουρτίνα (δικής τους κατασκευής) και έχουν ρίξει μια ματιά στο αραχνιασμένο τους παρασκήνιο ή έστω στα σχέδια κατασκευής του (που πάλι αυτοί, βέβαια, σχεδίασαν).
Ετσι, δεν μπορούν να δουν τον κόσμο, τους εαυτούς τους και τους άλλους ποτέ ξανά με τον ίδιο τρόπο. Οπως υπάρχει η ζωή πριν και μετά από κάποιο κατακλυσμιαίο γεγονός, έτσι υπάρχει και η ζωή πριν και μετά την ψυχοθεραπεία. Δύσκολο να θυμηθείς πώς ήταν πριν. Και εφόσον μιλάμε για ένα μαζικό φαινόμενο στο οποίο άνθρωποι αναπλαισιώνουν την αντίληψη που έχουν για περιβάλλον και εαυτό, τότε μάλλον μιλάμε για ένα φαινόμενο που αλλάζει ραγδαία το πώς βιώνουμε τον κόσμο – και τον κόσμο τον ίδιο.
«Τι ψυχολόγο; Βγες για έναν καφέ, βγες για ένα ποτό και πες τα σε έναν φίλο σου, για αυτό δεν είναι οι φίλοι;» ακούς από την άλλη άκρη του τραπεζιού – και αν δεν το ακούς, ίσως να είσαι εσύ που το λες ή που το σκέφτεσαι. Μια έρευνα του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης έχει δείξει ότι το 60% των ανθρώπων, στην προσπάθειά τους να φανούν συμπαθητικοί ή ικανοί, λένε ψέματα τουλάχιστον μία φορά μέσα σε δέκα λεπτά συζήτησης με κάποιον άλλο. Ισως, λοιπόν, πίσω από τον όποιο σκεπτικισμό σχετικά με τη χρησιμότητα ή την αξία της ψυχοθεραπείας, της ψυχανάλυσης και κάθε άλλης σχετικής διαδικασίας να κρύβεται μια αντανακλαστική άμυνα, που παλεύει να υπερασπιστεί την αβάσιμη θεωρία ότι μπορούμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς με τους άλλους. Και κατ’ επέκταση, με τους εαυτούς μας. Τι σημαίνει καν ειλικρίνεια; Η αλήθεια του καθενός προκύπτει από γεγονότα που πετιούνται στο χωνευτήρι των προσωπικών του βιωμάτων και προκαταλήψεων και αφηγημάτων. Γιατί πιστεύουμε τα πράγματα που πιστεύουμε; Γιατί λέμε τα πράγματα που λέμε; Γιατί δεν λέμε τα πράγματα που σκεφτόμαστε;
Δεν μπορεί να υπάρχουν πολλά πράγματα πιο χρήσιμα από το να μάθουμε στον εαυτό μας να αμφιβάλλει. Να συναισθάνεται την πολυπλοκότητα της ίδιας του της φύσης. Να απορρίπτει κάθε εύκολο στένεμα των οριζόντων του
Βέβαια, αυτή η στροφή προς τα έσω, η διαρκής ενδοσκόπηση, η θεραπεία του εαυτού για το καλό του εαυτού, θα μπορούσε να ιδωθεί και ως κάτι το εγωπαθές. Τα ραγδαία αυξανόμενα ποσοστά ατόμων που βλέπουν ψυχολόγους και ψυχιάτρους θα μπορούσαν να ιδωθούν ως ένα ακόμα σύμπτωμα της επέλασης της αγοράς του wellness, που εξυμνεί τον ατομικισμό, πετάει τη συλλογική, μέχρι και την πολιτική, ευθύνη στα σκουπίδια, νοηματοδοτεί αποκλειστικά και μόνο την προσωπική ευημερία με όρους απλοϊκούς που συχνά την ταυτίζουν με την ευμάρεια και, σε κάθε περίπτωση, απαιτούν να αγοράσεις ένα αρκετά μεγαλύτερο θερμός για να μένεις ενυδατωμένος και να τσεκάρεις μήπως είσαι εθισμένος στην κορτιζόλη, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Δεν μιλάμε όμως για αυτοβοήθεια, ούτε για θερμός ούτε για coaching σε επίδοξους εντεπρενέρ μέσω Instagram. Μιλάμε για μια δέσμευση που κοστίζει στον θεραπευόμενο τουλάχιστον 200 ευρώ τον μήνα. Και ενώ φυσικά είναι, και εδώ, έκδηλο το ταξικό κριτήριο, δεν παρατηρείται μόνο στις ανώτερες τάξεις. Μιλάμε για μια δέσμευση, μάλιστα, που δεν είναι εύκολη· συχνά δεν είναι καν ευχάριστη. Οπως μου είχε αναφέρει η δική μου ψυχολόγος: για να πάει κάποιος για ψυχοθεραπεία και να δεσμευτεί για καιρό, σημαίνει πως έχει πρώτα βιώσει δυσφορία, και μάλιστα έντονη. Αρα έχει αισθανθεί την ανάγκη να μιλήσει και, ιδανικά, να κατανοήσει.
Σε κανέναν δεν είναι εύκολο να παραδεχθεί ότι δεν έχει ιδέα από κολύμπι στη μέση της θάλασσας, περιτριγυρισμένος από ολυμπιονίκες. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν σήμερα δυσφορούν όλο και περισσότεροι άνθρωποι ή αν σήμερα όλο και περισσότεροι απλώς το παραδέχονται.
Δεν αποκτήσαμε ξαφνικά αγχώδεις διαταραχές και κατάθλιψη μια νύχτα του 2011 ή ένα ξημέρωμα του 2021. Οι άνθρωποι, προφανώς, δυσφορούσαν και παλιότερα, παγκοσμίως αλλά και στην Ελλάδα συγκεκριμένα. Και με μια κάποια χαρακτηριστική άγνοια, αλλά και με μια κάποια χαρακτηριστική άμυνα, έλεγαν «τα νεύρα μου έχω» ή άκουγαν «τα νεύρα σου είναι» ή «είναι του σογιού μας αυτά». Ο παθολόγος θα τους έλεγε να κοιμούνται νωρίς και να τρώνε κρέας και θα τους έδινε τη στάνταρντ αγωγή για τα νεύρα τους, και ο πατέρας θα έβλεπε την κόρη του να πέφτει σε θλίψη, θα της έλεγε «τα νεύρα σου είναι, πάρε αυτό» και θα της έδινε το αγχολυτικό που παλιότερα θα τον είχε κάπως βοηθήσει. Το γενεαλογικό τραύμα τότε θα έμοιαζε με επιστημονική φαντασία. Μόλις τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα, ο νευρολόγος – ψυχίατρος ήταν ακόμα ενιαία ειδικότητα στη χώρα μας. Οταν το ταμπού του τρελογιατρού το συναντάς μέχρι και σήμερα, έστω και συγκαλυμμένο πίσω από ένα «ψυχολόγο; Γιατί, τι έχεις;», μπορείς να φανταστείς πώς ήταν να μιλάει κανείς για ψυχοθεραπεία ή ακόμα και για το πώς αισθανόταν πριν από πενήντα και εξήντα χρόνια.
Στα αλγοριθμικά ψηφιακά δωμάτια τα σχετικά με την ψυχική υγεία, πρόσφατα έγινε viral ένα meme, όπου ένας γιατρός ρωτούσε τον ασθενή του «αισθάνεσαι καθόλου πόνο;» και ο ασθενής απαντούσε «σε νορμάλ επίπεδα». Ο γιατρός τού έλεγε «καθόλου είναι τα νορμάλ επίπεδα» και ο ασθενής απαντούσε με ένα άβολο «α». Με τον ίδιο τρόπο που κανείς αυταπατάται ότι μπορεί να είναι απόλυτα ειλικρινής με τους άλλους, μπορεί και να αυταπατάται ότι αυτό που αισθάνεται είναι πάνω-κάτω νορμάλ.
Ισως, βέβαια, να ισχύει ταυτόχρονα ότι σήμερα όντως δυσφορούμε περισσότερο. Οι συνθήκες είναι πρωτοφανείς, απρόβλεπτες και συνεπώς αγχογόνες. Από την οικονομική κρίση ως την κλιματική αλλαγή και την ψυχικά επιβαρυντική επέλαση της τεχνολογίας, τις κρίσεις πανικού που αυξήθηκαν κατακόρυφα μετά την πανδημία, τις ειδήσεις όπου περιμένουμε να μάθουμε αν η Ινδία μπαίνει σε ανοιχτή σύγκρουση με το Πακιστάν και πότε, τέλος πάντων, μπορούμε να πούμε ότι μιλάμε για Γ’ Παγκόσμιο. Είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν στην αμερικανική προεκλογική περίοδο δημοσιεύτηκε στους «Times» επιστολή / ολοσέλιδη πολιτική διαφήμιση, όπου πάνω από διακόσιοι επαγγελματίες στον τομέα της ψυχικής υγείας υπέγραφαν ότι ο ακόμα υποψήφιος Ντόναλντ Τραμπ ήταν ακατάλληλος να κυβερνήσει, διότι έδειχνε συμπτώματα σοβαρής διαταραχής προσωπικότητας – κακοήθους ναρκισσισμού. Ομως κανείς δεν κάνει ψυχοθεραπεία απλά και μόνο για να αντέξει τον 47ο πρόεδρο ή τις μεγαπυρκαγιές του καλοκαιριού. Για αυτά, εξάλλου, είναι οι φίλοι.
Ο Τζόζεφ Κάμπελ στο βιβλίο του «Ο ήρωας με τα χίλια πρόσωπα» προσπάθησε να αναπτύξει μια δομή-αρχέτυπο, την οποία θα μπορούσε κανείς να εφαρμόσει πετυχημένα σε κάθε ιστορία, μύθο και θρύλο κάθε εποχής, από την «Οδύσσεια» ως τους Avengers. Το ονόμασε «Το ταξίδι του ήρωα» και τελικά αποτέλεσε τη βάση για τα περισσότερα αφηγηματικά μοντέλα και σχήματα που διδάσκονται και χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα στη λογοτεχνία, το σενάριο, τη διαφήμιση και το μάρκετινγκ. Η δομή είναι γνωστή: εξαιτίας μιας επιθυμίας του, ο ήρωας καλείται σε μια περιπέτεια και ξεκινάει ένα ταξίδι σε έναν άγνωστο κόσμο. Στην πορεία περνάει διάφορες δοκιμασίες κλιμακούμενης δυσκολίας και τελικά επιστρέφει στον δικό του κόσμο έχοντας πετύχει (ή όχι) τον στόχο του, πάντως επιστρέφει αλλαγμένος. Και εκείνο είναι το σημείο που έχει το περισσότερο ενδιαφέρον: όταν ο ήρωας, επιστρέφοντας από το ταξίδι του, καλείται να ενσωματώσει τη γνώση που απέκτησε. Ο Τζον Γιορκ, μεταγενέστερος συγγραφέας και ακαδημαϊκός, ανέλυσε περαιτέρω το ταξίδι του ήρωα, αναλύοντας τον τρόπο με τον οποίο – σε μια καλογραμμένη ιστορία – η αλλαγή ενός ήρωα προκύπτει μέσα από μια εσωτερική του μεταμόρφωση, η οποία με τη σειρά της προκαλείται από τη σύγκρουση δύο αντίθετων ιδεών-δυνάμεων: εκείνης που φέρει συνειδητά ο ίδιος εξαρχής μέσα του, και εκείνης που εκπροσωπεί ο κυριολεκτικός ή μεταφορικός αντίπαλός του.
Ο Γιορκ συνδέει αυτή την προσέγγιση της κατασκευής χαρακτήρων, με θέσεις της γιουνγκιανής ψυχολογίας. Συγκεκριμένα, με την έννοια της εξατομίκευσης ως τελικού στόχου της θεραπείας, που προκύπτει από την αποδοχή και ενσωμάτωση της «σκιάς»: των ασυνείδητων επιθυμιών, ενστίκτων, των χαρακτηριστικών εκείνων στα οποία το εγώ συνειδητά αντιστέκεται – των χαρακτηριστικών εκείνων που ο ήρωας της ιστορίας αρνείται ότι μπορεί να φέρει μέσα του, μέχρι όμως να τα συναντήσει απέναντί του.
Φυσικά, όλα αυτά δεν μας λένε ότι οι ιστορίες μάς θεραπεύουν ψυχικά ούτε ότι η γιουνγκιανή ψυχολογία έχει μυθοπλαστικά χαρακτηριστικά. Ισως όμως να μπορούσαμε να πούμε ότι η σύνδεση που αισθανόμαστε με μια ολοκληρωμένη, καλοειπωμένη ιστορία, με τους κόπους και τη μεταμόρφωση δηλαδή ενός ήρωα – αυτό που ονομάζουμε «ταύτιση» – να είναι η προβολή της προσωπικής μας ανάγκης για ολοκλήρωση. Της ανάγκης μας να αποδεχτούμε εκείνα με τα οποία δεν μπορούμε με τίποτα να συμβιβαστούμε, εκείνα που εν γνώσει ή εν αγνοία μας μας βασανίζουν. Να αποδεχτούμε τους εαυτούς μας που συγκρούονται, τους προγενέστερους εαυτούς που φέρουμε μέσα μας – εκείνους που ποτέ δεν μπορούν να μάθουν κολύμπι.
Οταν το παραμορφωτικό γυαλί σπάει, κάνει εκκωφαντικό θόρυβο. Υστερα, το πρώτο που παρατηρείς είναι η ησυχία. Πρωτοφανής ησυχία. Κοιτάς στο πάτωμα και βλέπεις σκιές να απλώνονται· σκιές που ξεκινούν από τα πόδια σου. Απομάγευση.
Ο λόγος που η ζωή μετά την ψυχοθεραπεία ή την ψυχανάλυση είναι τόσο διαφορετική είναι ακριβώς επειδή σε υποχρεώνει, αργά ή γρήγορα, να δώσεις μορφή σε αυτό που κρύβεται, σε ένα δεύτερο επίπεδο, πίσω από μοτίβα σκέψεων και συμπεριφορών σου. Αρα σε υποχρεώνει να αμφισβητήσεις πρωτίστως εσένα τον ίδιο, να αμφισβητήσεις τα κίνητρά σου. Να κάνεις την εν μέρει ταπεινωτική παραδοχή ότι «δεν είσαι αφέντης του ίδιου σου του σπιτιού», όπως έγραφε ο Φρόιντ, και άρα να αναζητήσεις τι ακριβώς είσαι.
Ισως ένας ακόμα λόγος για την ευρεία εδραίωση της ψυχοθεραπείας να είναι το έλλειμμα πίστεως. Ισως έρχεται να γεμίσει την τρύπα στο σχήμα των νεκρών θεών, τώρα που η πνευματικότητα ψάχνει στέγη και οι δομές και τα ιδανικά έχουν λίγο-πολύ όλα γκρεμιστεί: πιστεύω ότι μπορώ να καταλάβω. Πιστεύω ότι μπορώ να αλλάξω. Ή, έστω, πιστεύω στη διαδικασία. Πιστεύω ότι, μέσω της προσπάθειας, μέσω της επίπονης απομάγευσης, μπορώ να προσεγγίσω μια κάποια αλήθεια για εμένα και τον κόσμο και να ζήσω με βάση αυτή.
Πιστεύω ότι μπορώ να γνωρίσω τον αφέντη του σπιτιού. Πιστεύω ότι μπορώ να είμαι ολυμπιονίκης, κι ας ξέρω ότι δεν θα μάθω ποτέ να κολυμπάω.
Η ίδια η ενηλικίωση είναι μια σειρά από σκληρές απομαγεύσεις με τη μορφή απωλειών. Από την απώλεια της παιδικής ηλικίας ως την απώλεια αγαπημένων προσώπων, αλλά και την απώλεια των ψευδαισθήσεων. Αν με την ψυχοθεραπεία αναγνωρίζουμε τα τραύματα που μας διαμόρφωσαν και τα βαθύτερά μας κίνητρα, αν, λόγου χάρη, μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει μια ώρα αρχύτερα ότι πίσω από την υπέρμετρη φιλοδοξία και κατ’ επέκταση την αγωνία του κρύβεται ο φόβος του θανάτου του, ίσως καταφέρει, κάποια στιγμή, να απεμπλακεί από τη ματαιοδοξία του. Με αυτό το σκεπτικό, ίσως σε ένα ουτοπικό μελλοντικό σενάριο να έχουμε λιγότερους μεγαλομανείς που προσπαθούν να σταθούν πάνω από τον κόσμο για να κρύψουν τις θηριώδεις τους ανασφάλειες. Να έχουμε υποψιασμένους ψηφοφόρους και αποτυχημένους δημαγωγούς. Ισως να επιταχυνθεί η ενηλικίωση της ανθρωπότητας και η αποδοχή του συλλογικού μας τραύματος, της θνητότητας. Ισως στο μέλλον να μην έχουμε προέδρους με κακοήθη ναρκισσισμό.
Πιθανότατα όχι. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υπάρχουν πολλά πράγματα πιο χρήσιμα από το να μάθουμε στον εαυτό μας να αμφιβάλλει. Να συναισθάνεται την πολυπλοκότητα της ίδιας του της φύσης. Να απορρίπτει κάθε εύκολο στένεμα των οριζόντων του.
Τι πιο χρήσιμο από το να γνωρίσεις τον εαυτό σου και να προσπαθήσεις να του μάθεις να επιπλέει;
Ο κ. Φοίβος Οικονομίδης είναι συγγραφέας και τακτικός συνεργάτης του «Βήματος».
