Οι σκουληκότρυπες είναι υποθετικές σήραγγες. Μπαίνεις στη σκουληκότρυπα από μια άκρη του χωροχρόνου και βγαίνεις σε μια άλλη. Διασχίζεις έτη φωτός χωρίς καλά-καλά να το καταλάβεις. Με τον αντίχειρά σου να σπρώχνει νωχελικά προς τα πάνω. Σκουπίζοντας μια οθόνη έξι ιντσών τεχνολογίας OLED με ολοζώντανα χρώματα και κατασκότεινα μαύρα. Απορροφώντας εικόνες που γλιστρούν χωρίς αποτύπωμα. Τα μάτια γυρισμένα προς τα μέσα. POV βίντεο περιγράφουν εμπειρίες άσχετες με αυτή που ζεις, αντανακλώντας στις λευκές σου κόρες οπτικές γωνίες που δεν σου ανήκουν, γιατί δεν θα μπορούσαν να σου ανήκουν: εσύ βρίσκεσαι σε ένα πλοίο. Στη μέση του Αιγαίου. Ταξιδεύεις με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός. Φθάνεις χωρίς να το καταλάβεις. Φεύγεις χωρίς να ξέρεις από πού. Σε μια φωτογραφία στην οθόνη σου το φεγγάρι διάφανο σαν φάντασμα σε καταγάλανο ουρανό ανεβαίνει πάνω από μια ανήσυχη βαθιά θάλασσα και μια άγρια βραχώδη βυθιζόμενη πρασινάδα. Δεν την αναγνωρίζεις. Δεν βρέθηκες ποτέ εκεί. Γιατί η σκουληκότρυπα είναι, κατ’ αρχάς, σήραγγα, δηλαδή σπήλαιο μακριά από την επιφάνεια του χωροχρόνου, δευτερευόντως υποθετική, δηλαδή δεν μπορείς να είσαι βέβαιος ότι υπάρχει. Δεν είσαι στο καράβι, κάπου αλλού είσαι. Ενδεχομένως σε τόπο ανύπαρκτο.
Σαράντα εκατομμύρια τουρίστες επισκέπτονται τη χώρα. Τα καταλύματα είναι όλα γεμάτα. Για φαγητό, λένε, θέλει κράτηση, έχει «seatings» στις επτάμισι και τις εννιάμισι. Ομως στη σήραγγα δεν υπάρχει ψυχή. Είσαι μόνος. Πού είναι όλοι;
Ας προσπαθήσουμε να επιβάλουμε μια γείωση. Βρίσκεσαι σε ένα πλοίο. Στη μέση του Αιγαίου. Τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια ακριβαίνουν σταθερά, ανεμπόδιστα. Χρήματα που οι πλοιοκτήτριες εταιρείες έχουν ζωτική ανάγκη. Λέγεται ότι χτίζουν μια πανάκριβη αλλά και περιβαλλοντικά βιώσιμη κιβωτό που θα ξεπερνάει σε μήκος την απόσταση Σαντορίνη – Αστυπάλαια, που θα μας σώσει από μια πιθανή επερχόμενη Αποκάλυψη. Μέχρι αυτή να έρθει, η κιβωτός θα λειτουργεί ως κρουαζιερόπλοιο. Πολλοί βέβαια ισχυρίζονται πως τα ακτοπλοϊκά δεν ακρίβυναν, πράγμα που θα μπορούσες να ελέγξεις μέσω του Παρατηρητηρίου Τιμών του υπουργείου Ναυτιλίας, αν αυτό δεν είχε λειτουργήσει πιλοτικά από τον Οκτώβριο του ’24 μέχρι μόλις τον Μάιο του ’25 – ακριβώς, δηλαδή, μέχρι τη στιγμή που το χρειαζόσουν. Ομως πάλι ξέφυγες. Πάμε από την αρχή.
Βρίσκεσαι σε ένα πλοίο. Στη μέση του Αιγαίου. Πηγαίνεις διακοπές. Ενα αναπόφευκτο πρόβλημα των διακοπών είναι ότι δεν μπορείς παρά να τις εξιδανικεύσεις. Εξοντωμένος κάπου τον Μάρτιο κλείνεις το λάπτοπ, παίρνεις τη ζακέτα από την ντουλάπα και διστάζεις: Θέλει ζακέτα; Ζέστανε ο καιρός. Η διάρκεια της μέρας μακραίνει πάλι. Στο μυαλό σου κατοικούν αγέραστες οι μνήμες παιδικών καλοκαιριών, ακόμα κι αν δεν σου είναι προσβάσιμες, γι’ αυτό και μόνο η μυρωδιά του θυμαριού ή η εικόνα του σούρουπου πάνω από έναν άνυδρο ξερό λόφο αρκούν για να ξυπνήσει μέσα στην κοιλιά σου μια πείνα, μια πείνα για ευτυχία απόλυτη και σωτήρια, σαν να ‘σαι πέντε χρονών, σαν να σε παίρνει γλυκά ο ύπνος στο τραπέζι μιας ταβέρνας ενώ οι γονείς σου και οι φίλοι τους πίνουν και γελούν και στην απόσταση γερμανοί τουρίστες με κιθάρες παλεύουν να πείσουν ντόπιους να τραγουδήσουν μαζί τους το «Hey Jude». Καλοκαίρι. Διακοπές.
Αλλά πια πάντα κάτι σου φτάνει λειψό. Κάτι λείπει. Είναι που δεν είσαι παιδί. Είναι που τα ακτοπλοϊκά είναι πανάκριβα και πρέπει να κρατήσεις λεφτά και για το εισιτήριο της κιβωτού. Αλλά είναι και ότι όπου κι αν ταξιδέψεις πια, η μοναχική υποθετική σου σήραγγα σε πληγώνει.
POV: Βρίσκεσαι σε ένα πλοίο. Στη μέση του Αιγαίου. Πηγαίνεις διακοπές. Με το κινητό στο χέρι, βλέπεις σε βίντεο τον εαυτό σου να κάθεται στο κατάστρωμα με το κινητό στο χέρι.
Πας για δεύτερη φορά στο νησί που πέρυσι ερωτεύτηκες. Η χώρα του είναι χτισμένη ψηλά, στην άκρη ενός γκρεμού απ’ όπου δεν βλέπεις τίποτα, τίποτα πέρα από δύο ξερονησάκια, κι ύστερα το Αιγαίο μέχρι το τέλος του κόσμου. Ο αέρας εδώ είναι πάντα, πάντα εκστασιασμένος, σαν να ορμάει να προλάβει να αρπάξει ολόκληρο το νησί. Δεν μπορείς να σταθείς, τα ρούχα σου φουσκώνουν σαν αερόστατα, και σε παίρνει. Και όταν ξημερώνει, όταν ξημερώνει δεν υπάρχουν λέξεις για να το περιγράψεις, θα έπρεπε να το ζωγραφίσεις αλλά δεν είσαι ζωγράφος, αλλά ούτε αυτό θα έφθανε. Θα έπρεπε να το βγάλεις βίντεο. Το βουνό που λάμπει σαν μύτη ξαπλωτού χρυσού γίγαντα. Τη μουσική που φέρνει και παίρνει ο αέρας, αυτούς που χορεύουν αγκαλιά στην άκρη του χάους. Το έβγαλες βίντεο, έπρεπε να το βγάλεις βίντεο. Χρειαζόσουν αποδεικτικά στοιχεία, ότι είχες πράγματι βρεθεί εκεί, ότι αυτή εδώ την ανατολή την έζησες. Οπότε πάτησες το κουμπί και κάτι χάθηκε. Η εμπειρία σε πραγματικό χρόνο μετατράπηκε σε ανικανοποίητη ανάμνηση, που μετατράπηκε σε περιεχόμενο που από τη μοναχική σου σήραγγα μοιράστηκες στα σόσιαλ μίντια, για να δουν άλλοι από τις δικές τους σήραγγες ότι αυτή είναι η εμπειρία που οφείλουν να ζήσουν. Οτι αυτή την ενέργεια αυτού του νησιού οφείλουν να τη νιώσουν. Οπότε, την επόμενη χρονιά, εσύ και είκοσι χιλιάδες, εσύ και σαράντα εκατομμύρια άλλοι, βρίσκεστε στο ίδιο πλοίο. Στη μέση του Αιγαίου. Τα ακτοπλοϊκά έχουν ακριβύνει, όπως και τα καταλύματα, όπως και όλα. Πηγαίνετε διακοπές με την ταχύτητα του φωτός, δέκα ώρες ταξίδι είναι μια στιγμή μέσα στη σκουληκότρυπα. Ανεβαίνετε τον ίδιο λόφο, στριμωχτά, ούτε που χωράτε, ο αέρας λυσσομανάει και με μια σπρωξιά θα θρηνήσουμε θύματα, αλλά πρέπει να τη νιώσετε αυτή την ενέργεια, λίγη υπομονή και θα τη νιώσετε. Ομως ξημερώνει. Ξημερώνει και δεν νιώθεις τίποτα.
Γιατί η ομορφιά, και η μαγεία, και ο έρωτας είναι χαστούκια που σε εξαναγκάζουν να επανέλθεις στο παρόν. Οι διψασμένοι πόροι σου ανοίγουν και θυμούνται ότι ζεις, εδώ και τώρα. Η ενέργεια ενός νησιού δεν σε βγάζει από το σώμα σου, η ενέργεια ενός νησιού είναι γείωση. Είναι επιστροφή. Και όταν ανάμεσα στη ζωή και εσένα μπαίνει μια OLED οθόνη με ολοζώντανα χρώματα και κατασκότεινα μαύρα, καταγράφεις κάτι από το οποίο όμως εξαιρείς τον εαυτό σου, παλεύοντας να πείσεις τον εαυτό σου, πείθοντας τους άλλους, ότι το έζησες. Η «οικονομία εμπειριών» μετατρέπει κάθε εμπειρία σε διαφημιστική καμπάνια, που καλεί τους επόμενους να έρθουν για να μην τη ζήσουν. Και εσύ δεν είσαι καν τουρίστας· είσαι ταξιδιωτικός πράκτορας. Η ενέργεια ενός νησιού θρυμματίζεται σε σαράντα εκατομμύρια stories. Κι αν κάποτε στην Υδρα πήγαιναν ο Λέοναρντ Κοέν και ο Αλεν Γκίνσμπεργκ, τώρα πηγαίνουν ινφλουένσερ.
Τα καράβια γεμίζουν, τα νησιά πνίγονται, οι θάλασσες στραγγίζονται. Ενας στους δύο Ελληνες δεν μπορεί να πληρώσει για μια εβδομάδα διακοπών. Αλλά κι αυτοί που μπορούν, δεν είναι καν εκεί.
Το κύμα πηγαίνει, έρχεται, σκάει πάνω στα βότσαλα και τα τραβάει μέσα, τα σμιλεύει, η παραλία αυτή χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια για να φτιαχτεί. Ομως εσύ ταξιδεύεις με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός. Το κύμα δεν φτάνει στη σκουληκότρυπά σου. Μόνο μια ηχώ του, κάθε τόσο, μαζί με σκουπίδια και παράσιτα, και ένα φεγγάρι φάντασμα. Μέχρι να βγάλεις φωτογραφία την πανσέληνο – μια θολή λάμπα – έχει κιόλας αδειάσει.
