Μετά από παρέλευση μηνών από το σχετικό «ανακοινωθέν του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με το αποτέλεσμα της Διάσκεψης», χρονική απόκλιση από μόνη της δικαιοπολιτικά προβληματική, εξεδόθη η απόφαση του ΣτΕ για τα μη κρατικά ΑΕΙ. Προσήλθα με προσοχή στην ανάγνωση της εκδοθείσας απόφασης, αλλά και με την ανάλογη προσμονή, η οποία αντιστοιχεί στις κομβικές αναμονές που συνδέονται με τη λειτουργία και το θεσμικό βάρος του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας.
Η προσμονή είναι δεδομένη, η κρίσιμη ουσιαστική «νομιμοποίηση» μιας δικανικής κρίσης, όπως άλλωστε και του ίδιου του επιστημονικού λόγου, είναι εν τούτοις κάτι βαθύτερο, απαιτητικότερο, υποκείμενο στη βάσανο μιας στοιχειοθετούμενης πειστικότητας στη βάση ευκρινών, ελέγξιμων μεθοδολογικών κανόνων που προφυλάσσουν από την ευκαιριακότητα, την ανασφάλεια δικαίου και, εν τέλει, τη (δυνητική) αυθαιρεσία (Willkür). Αυτή λοιπόν η ουσιαστική νομιμοποίηση εκάστης δικαιοδοτικής κρίσης είναι διεκδικούμενη και διαρκώς ελεγκτέα, δεν είναι εκχωρούμενη a priori και ex officio. Τούτου δοθέντος, ο δικαστής σε ένα κράτος δικαίου οφείλει να αφίσταται αντανακλαστικών παραπεμπόντων σε δυσανεξία έναντι της επιστημονικής κριτικής.
«Ομιλεί» διά της απόφασης που εξέδωσε και της αιτιολογίας της, και ειδικώς αν αισθάνεται ασφαλής ότι έπραξε κατά συνείδηση, η επιστημονική κριτική οφείλει να μην του προκαλεί άμβλυνση της οφειλόμενης θεσμικής και υφολογικής του εγκράτειας. Ας υπενθυμίσουμε εδώ τη ρήση του μείζονος δικαστή, αείμνηστου Στ. Ματθία, ότι «ο δικαστής οφείλει να μιλά και να φέρεται ως τέτοιος ακόμη κι όταν αδικείται» – οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον, θα προσέθετα βέβαια.
Eπί της νομικής αποτίμησης της εν λόγω σημαντικής απόφασης, ας επισημάνω εδώ απλώς ότι τα όρια του επιλεγέντος από την πλειοψηφήσασα άποψη της εν λόγω συνθέσεως της Ολομελείας του ΣτΕ μηχανισμού, ήτοι της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου, έχουν αποτυπωθεί με σαφήνεια στην πάγια νομολογία του ίδιου του Δικαστηρίου της ΕΕ, αλλά και σε κάθε σοβαρό σύγγραμμα μεθοδολογίας του ευρωπαϊκού Δικαίου.
Η ίδια συνεπώς η ενωσιακή έννομη τάξη δεν εγείρει αξίωση από τον εφαρμοστή του εθνικού Δικαίου να προβαίνει σε contra legem ερμηνεία του εθνικού Δικαίου. Αν κατά περίπτωση θεωρεί ο εθνικός δικαστής ότι υφίσταται αντίθεση μεταξύ διατάξεων του ενωσιακού και του εθνικού Δικαίου, αφού όντως εντοπίσει ad hoc αντίθεση, νομική διεργασία όχι πάντα ευχερής, οφείλει να εφαρμόζει τις πρώτες αντί των δεύτερων και όχι να ισχυρίζεται ότι «ερμηνεύει» τις εθνικές διατάξεις καταργητικά.
Τούτο δε, ήτοι η ρητή επίκληση της αρχής της προτεραιότητας εφαρμογής του ενωσιακού έναντι του εθνικού Δικαίου, συνιστά την ενδεικνυόμενη προσέγγιση, ακόμη κι αν αυτή είναι εξωνομικώς μη «εύπεπτη» ή αν δημιουργεί «ανεπιθύμητες» προσμονές δικαιοδοτικής συνέπειας για το μέλλον. Αξιοι συνάδελφοι, όπως ο Σπ. Βλαχόπουλος και ο Αντ. Καραμπατζός, ασκώντας κριτική στην άποψη της πλειοψηφίας εν προκειμένω, σχεδόν με ίδιας διατύπωσης επικεφαλίδες στα κείμενά τους, προ ημερών ομίλησαν με νόημα για τη βαρύτητα «του Συντάγματος και των λέξεών» του, δεν έχω συνεπώς κάτι περαιτέρω να προσθέσω.
Κλείνω με τη – διακριτή της νομικής – δικαιοπολιτική διάσταση του θέματος της ίδρυσης και εγκατάστασης μη κρατικών ΑΕΙ στη χώρα μας, η οποία (διάσταση) δεν φαίνεται πάντως να υπήρξε η κύρια προτεραιότητα στη δημόσια συζήτηση. Προσωπικά δεν προσέρχομαι κατ’ αρχήν με κάποια ιδεολογική αρνητική προ-τοποθέτηση στο θέμα. Ας στηρίξει, ως οφείλει, η ελληνική πολιτεία, το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο των χιλίων προβλημάτων και, κατά τα λοιπά, ας ιδρυθούν όσα σοβαρά – το τονίζω – ιδιωτικά πανεπιστήμια το επιθυμούν, αν κομίζουν ακαδημαϊκή προσθετικότητα.
Ο κ. Αντώνης Μεταξάς είναι καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
