Νοσταλγία όπως στασιμότητα

Στην εποχή της συνεχούς εναλλαγής αφηγήσεων και των ρευστών ταυτοτήτων στα άυλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μοιάζει σαν να μην πάσχουμε πια απ' τον χρόνο, θυμόμαστε ότι έχουμε σάρκα και κόκαλα μόνο όταν αρρωσταίνουμε.

Νοσταλγία όπως στασιμότητα

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν το τραγούδι που ακουγόταν παντού, αλλά εμένα μου προκαλούσε απίστευτη δυσφορία. Θεωρούσα τόσο τη μουσική όσο και τους στίχους (εκείνο το επαναλαμβανόμενο: «All that she wants is another baby» που ήταν και ο τίτλος του) μια υπερβολή της επιφάνειας, μια επελαύνουσα υπερσεξουαλικοποίηση της ζωής.

Προχθές άκουσα τυχαία στο ραδιόφωνο ξανά τους Ace of Base και ξαφνικά ένιωσα τον ρυθμό νοσταλγικά οικείο, μου έφερε στον νου πυρετικές νυχτερινές εξόδους 30 χρόνων πίσω. Θεέ μου, σκέφτηκα, πώς πέρασαν κιόλας τόσα χρόνια, πού χάθηκαν;

Μυθοποιούμε το παρελθόν με την τρυφερότητα που αρμόζει στα ανεπούλωτα τραύματα του ανικανοποίητου ψυχισμού μας. Hδη οι μεγαλύτεροι από εμάς εξυμνούν σε ιστοσελίδες, φεϊσμπουκικές ομάδες, ημερολόγια κ.λπ. τα νιάτα της δεκαετίας του ’80, η σειρά της επόμενης γενιάς είναι ήδη καθ’ οδόν.

Αφήνουμε τη νοσταλγία να μας θρέφει, επιζητάμε την εκμαυλιστική θαλπωρή της σαν να υπάρχει μόνο παρελθόν. Δεν κοιτάμε μπροστά. Κι αυτό είναι πρόβλημα: τα λιωμένα ρολόγια στην ελαιογραφία του Νταλί «Η εμμονή της μνήμης» δείχνουν στην πραγματικότητα τη δική μας σταδιακή παραμόρφωση από το βάρος του βιωμένου χρόνου.

Διάβασα πριν καιρό μια ανάρτηση του συγγραφέα Κυριάκου Χαρίτου, ο οποίος, με αφορμή τη συναυλία για τα εκατόχρονα του Μίκη Θεοδωράκη, σχολίαζε με θλίψη πως του θύμισε αμήχανη και κουρασμένη σχολική γιορτή.

Προσπαθούμε απεγνωσμένα να επανενεργοποιήσουμε μια συλλογική ταυτότητα στρεφόμενοι σε αισθήματα καθηλωμένα 60 χρόνια πίσω. Τα τραγούδια είναι διαχρονικά, ναι, αλλά πολύ μακριά από το πνεύμα του καιρού μας.

Ζούμε στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, στην οποία προστρέχουμε χωρίς δεύτερη (οικολογική, έστω) σκέψη για μαγειρικές συνταγές ή για τα ψυχολογικά μας, αλλά την ίδια στιγμή ονειρευόμαστε γλάστρες με θαλερούς βασιλικούς και φρεσκοασβεστωμένους τοίχους.

Ερμηνεύουμε την πολιτική με παρωχημένα ιδεολογικά σχήματα όχι μόνο εμείς, όλη η Ευρώπη, και γι’ αυτό επανέρχονται στο προσκήνιο τα φαντάσματα του παρελθόντος (ακροδεξιά, πόλεμοι, γενοκτονίες, αντισημιτισμός). Eχουμε παραιτηθεί από κάθε δράση, θεωρούμε μάταιη κάθε κινητοποίηση και έχουμε εγκατασταθεί πολύ βολικά στην υγειονομική ζώνη ενός αγιοποιημένου παρελθόντος. Η νοσταλγία, λέει ο Γιανκελεβίτς, δεν κρατάει αρχεία, το πολύ πολύ κατάλοιπα.

Κάθε άνθρωπος κατασκευάζει μια αφηγηματική ταυτότητα (είμαστε ιστορίες…) για ν’ αντέξει την παρουσία του στον κόσμο, αλλά κυρίως για να μπορέσει να υπομείνει τον εαυτό του.

Στην εποχή της συνεχούς εναλλαγής αφηγήσεων και των ρευστών ταυτοτήτων στα άυλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – θυμηθείτε την πράσινη ροή ψηφίων στην ταινία Matrix (1999) που αποτυπώνει με φαντασμαγορικό τρόπο τη σημερινή αφηγησόρροια ως κατεξοχήν μορφή κυβερνοελέγχου – μοιάζει σαν να μην πάσχουμε πια απ’ τον χρόνο, θυμόμαστε ότι έχουμε σάρκα και κόκαλα μόνο όταν αρρωσταίνουμε.

Η αρχαία αμαρτία των μοναχών, η ακηδία (κήδομαι = φροντίζω, εξ ου και η κηδεία), η αθυμία, η παραμέληση του εαυτού που σήμερα τη λέμε κατάθλιψη, κυριαρχεί: δεν είμαστε πια οι εντεταλμένοι της δράσης, άβουλοι παρακολουθούμε να διαβαίνει ο χρόνος.

Η μετανεωτερικότητα δεν ανακυκλώνει μόνο υλικά, επαναφέρει τον κυκλικό χρόνο, απογυμνωμένο όμως απ’ τις τελετουργίες του και την εξάρτησή του από τον κύκλο των εποχών – αφού η κλιματική αλλαγή και η απομάκρυνσή μας από τη γη τις έχει έτσι κι αλλιώς ομογενοποιήσει.

Κρίση της αφήγησης θα πει απεριόριστες, παράλληλες αφηγήσεις που δεν εντυπώνονται στη μνήμη, σαν τα δεκάδες αδιάφορα βιντεάκια που παρελαύνουν καθημερινά μπροστά απ’ τις οθόνες μας. Κρίση της αφήγησης για τα νεότερα παιδιά, που είναι απομονωμένα με το κινητό σ’ ένα διαμέρισμα, θα πει νοσταλγία χωρίς περιεχόμενο.

Η νοσταλγική ονειροπόληση είναι χρήσιμη μόνο όταν δίνει ένα μέτρο σύγκρισης∙ όταν μας ξεσηκώνει για να συγκρουστούμε μ’ ένα ανυπόφορο παρόν. Aλλιώς, καλύτερα να την αποφεύγουμε.

Ο κ. Δημήτρης Αγγελής είναι ποιητής, διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ» και εκπαιδευτικός.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version