Πίσω από τα ρεπορτάζ περί αναβάθμισης της στρατηγικής θέσης της Ελλάδας μετά τις συμφωνίες για την ενέργεια και τις συμπράξεις με το Κίεβο, κρύβεται και η άλλη όψη, που μέχρι στιγμής προτιμάμε να μην αγγίζουμε. Την τελευταία εβδομάδα, με την Ελλάδα ασχολήθηκαν τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία. Το Πεκίνο για να εκφράσει έντονη δυσαρέσκεια για όσα δήλωσε η κυρία Γκίλφοϊλ για την COSCO στον Πειραιά. H Μόσχα για να απειλήσει ανοιχτά την Αθήνα αναφορικά με τη συμπαραγωγή drones με την Ουκρανία. Η κυρία Ζαχάροβα μίλησε για «πραγματικά εχθρικές ενέργειες» της Ελλάδας που, όπως είπε, ακολουθεί συγκρουσιακή πολιτική έναντι της Ρωσίας, η οποία «θα απαντηθεί με αποφασιστικότητα».
Μήπως έχει έρθει η ώρα να μιλήσουμε και για την άλλη πλευρά των πραγμάτων; Η κυβέρνηση πιστώνεται την επιτυχία και είναι ενδεικτικό πως στην πρόσφατη δημοσκόπηση της Metron Analysis για το MEGA οι θετικές γνώμες για τα γεωπολιτικά έχουν αυξηθεί κατά 5%. Δικαίως. Η Ελλάδα δεν είναι Τουρκία, να μπορεί να πατάει σε δύο βάρκες χωρίς να βρέχεται. Πρέπει όμως να ειπωθεί καθαρά στους πολίτες πως αυτός ο δρόμος έχει, εκτός από οφέλη, και κόστος. Διπλωματικό και ενδεχομένως κόστος ασφάλειας. Το θέλουμε; Είμαστε έτοιμοι για αυτό; Μέχρι ποιου σημείου; Μήπως είναι αναπόφευκτο; Ο,τι κι αν ισχύει, δεν πρέπει να το ανακαλύψουμε μέσα από μία συστηματική ενημέρωση και συζήτηση για όλα αυτά;
Ας δούμε λίγο πού βρισκόμαστε. Η Πολωνία είναι σε συναγερμό. Οι λιγότερο ψύχραιμοι μιλούν για προπολεμική φάση. Στη Γερμανία, ο υπουργός Αμυνας δηλώνει πως δεν αποκλείεται το περασμένο καλοκαίρι να ήταν το τελευταίο ειρηνικό για την Ευρώπη. Στη Φινλανδία, που μοιράζεται σύνορο μήκους 1.300 χιλιομέτρων με τη Ρωσία, η ανησυχία είναι διάχυτη. Περίεργα περιστατικά με drones που χρεώνονται στη Ρωσία (χωρίς βεβαιότητα) δοκιμάζουν νεύρα και αντανακλαστικά σε Νορβηγία, Σουηδία, Βέλγιο, Γερμανία και Δανία. Στην Εσθονία καταγράφηκαν παραβιάσεις εναέριου χώρου από ρωσικά μαχητικά. Την ίδια ώρα, βέβαια, στο τραπέζι πέφτει και ένα νέο σχέδιο για το τέλος του πολέμου. Αν όμως και πάλι πέσει στο κενό, μπορεί πράγματι, ογδόντα πέντε χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο, να δούμε μια γενικευμένη σύγκρουση; Και αν τελικά βρεθούμε μπροστά σε μία τέτοια αδιανόητη πραγματικότητα, σε τι θέση θέλουμε την Ελλάδα;
Η κυβέρνηση αλλά και το πολιτικό σύστημα συνολικά έχουν την ευθύνη ενημέρωσης της κοινής γνώμης, με μια συζήτηση που επείγει να ανοίξει εντός και εκτός Κοινοβουλίου. Οχι με όρους φόβου, αλλά με όρους ενηλικίωσης και ρεαλισμού. Γιατί, όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, η γεωπολιτική αναβάθμιση φέρει μαζί της και τη γεωπολιτική έκθεση. Και αυτή οφείλουμε αρχικά να την παραδεχθούμε και να τη «ζυγίσουμε» και έπειτα να την αποδεχθούμε με ανάλογη προετοιμασία και καθαρές κουβέντες.
