Η παράσταση της συνείδησης

Η ταχύτητα της πληροφορίας δεν ευνοεί την επεξεργασία αλλά την αντίδραση. Η σκέψη μετατρέπεται σε απάντηση, σε καταναγκαστική μετακίνηση από το ένα ερέθισμα στο άλλο, χωρίς ενδιάμεσο χώρο για σύνθεση

Η παράσταση της συνείδησης

Ενίοτε, όταν παρατηρώ τους ανθρώπους, αναρωτιέμαι αν έχουν συνείδηση της σκέψης τους. Αντιλαμβάνονται πώς εξελίσσεται καθώς μεγαλώνουν; Ακούνε κάποια «εσωτερική φωνή»; Αλλάζει ο τόνος της, το χρώμα, η ταχύτητά της καθώς περνά ο καιρός; Οι μορφές τους, οι εκφράσεις τους καθώς εμφανίζονται στο οπτικό μου πεδίο, υποθέτω σκεπτόμενοι, μοιάζουν με θέατρο – αυτοσχεδιαστικό, κατακερματισμένο, εμμονικό, ίσως γελοίο.

Αυτή η ηλικιωμένη στα καφετιά σκέφτεται σαν τον «Κοριολανό» (έχει μια περηφάνια, μια σιωπηλή αντοχή). Εκείνος ο νεαρός στο παγκάκι σκέφτεται σαν το «Περιμένοντας τον Λέφτι» (μάλλον παλεύει με την αδικία και την ελπίδα).

Εκείνη η μεσήλικη που παίζει με πλαστικά καπάκια καφέ πίσω τον πάγκο ενός τυροπιτάδικου σκέφτεται σαν τον «Γυάλινο κόσμο» (ισορροπεί ανάμεσα σε υποφερτές και ανυπόφορες απογοητεύσεις). Καθένας τους και το σενάριο του εαυτού του.

Η ανθρώπινη σκέψη δεν συνιστά έναν ομαλό μηχανισμό λογισμού, ούτε ένα καθαρό ρεύμα πληροφορίας. Δεν είναι σταθερή, ούτε γραμμική. Είναι μια διαδικασία σύνθετη, ρευστή, πολυεπίπεδη, ένα διαρκές σκηνικό όπου διαφορετικές φωνές, αισθήσεις και μνήμες εναλλάσσονται με ρυθμούς που υπακούν περισσότερο στη δυναμική του ασυνείδητου παρά σε αυστηρή λογική δομή. Στον πυρήνα της σκέψης υπάρχει η ένταση μεταξύ της τάσης για νοηματική συνοχή και της θεμελιώδους ασυνέπειας των γνωστικών λειτουργιών.

Παραδοσιακά, η σκέψη περιγράφεται ως εσωτερικός διάλογος/μονόλογος ή ως η έκφραση της συνείδησης μέσω της γλώσσας. Μια πιο ακριβής διατύπωση θα ήταν πως η σκέψη προηγείται της γλώσσας και εκτείνεται πέρα από αυτή. Ξεκινά ως νευροσωματικό συμβάν, ως εντύπωση, διακύμανση στον ρυθμό της αναπνοής, μικροκίνηση του βλέμματος ή μετατόπιση του τόνου στην εσωτερική εμπειρία.

Αυτές οι πρώιμες εκδηλώσεις υποδηλώνουν ότι η σκέψη εμπλέκει όχι μόνο τον εγκέφαλο, αλλά το σώμα ως ολότητα – το σώμα δεν είναι απλώς φορέας, αλλά ενεργός συντελεστής της γνωστικής διεργασίας. Η γλώσσα έρχεται εκ των υστέρων, προσδίδοντας σχήμα και δυνατότητα άρθρωσης σε κάτι που, αρχικά, είναι αδιαμόρφωτο και ταυτόχρονα περιορίζοντάς το.

Από φιλοσοφικής και γνωσιολογικής άποψης, η σκέψη δεν μπορεί να απομονωθεί από τις ιστορικές και κοινωνικές δομές που τη διαμορφώνουν. Κάθε λέξη που χρησιμοποιείται ενσωματώνει ορίζοντες νοήματος που ανήκουν σε ένα ευρύτερο πολιτισμικό αρχείο. Καμία σκέψη δεν είναι απολύτως «ατομική», αφού σχηματίζεται σε πεδία λόγου και εξουσίας που προϋπάρχουν του σκεπτόμενου υποκειμένου.

Ο στοχασμός δεν είναι ουδέτερη πράξη, αλλά αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης μεταξύ συνείδησης, σώματος και περιβάλλοντος. Η γλωσσική μορφή και ο συμβολικός πλούτος που διαθέτει το υποκείμενο δεν αποτελούν μόνο μέσα έκφρασης, αλλά και όρια και προϋποθέσεις της σκέψης αυτής καθαυτήν.

Η δομή μιας σκέψης, όπως τη θέλουν η ψυχανάλυση ή η φαινομενολογία, δεν είναι απαραίτητα αιτιακή. Οι σκέψεις δεν προκύπτουν διαδοχικά με βάση την αρχή της λογικής συνέχειας, αλλά με συσχετισμούς που θυμίζουν τη λειτουργία των ονείρων: μεταφορικοί μηχανισμοί, αναλογίες, ασυνείδητες επαναλήψεις, θραυσματικές εικόνες. Το νόημα παράγεται εκ των υστέρων – όχι κατά τη γένεση της σκέψης, αλλά κατά την αναδρομική οργάνωσή της μέσα σε κάποιο αφηγηματικό σχήμα.

Αυτή η αναδρομική κατασκευή δημιουργεί ένα παράδοξο: η σκέψη παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της συνείδησης, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνει και διαταράσσει την έννοια της συνείδησης. Ο όρος «σκέψη» καλύπτει ένα φάσμα λειτουργιών που εκτείνεται από την αυτόματη αντίδραση μέχρι τη στοχαστική εμβάθυνση.

Η πρώτη συνδέεται με μηχανισμούς επιβίωσης, με επαναληπτικά πρότυπα που έχουν ως στόχο την ταχεία επεξεργασία κινδύνου ή την πρόβλεψη ενδεχομένων. Η δεύτερη απαιτεί επιβράδυνση, αναστολή της άμεσης κρίσης, εσωτερική απόσταση από το ερέθισμα και άνοιγμα προς την αμφιβολία.

Αυτό που ονομάζεται «κριτική σκέψη» ανήκει στο δεύτερο πεδίο, όχι ως τεχνική δεξιότητα, αλλά ως στάση αναστοχασμού και αναστολής του αυτονόητου – που συχνά βρίσκεται σε ένταση με τις νευροφυσιολογικές και κοινωνικές πιέσεις που ωθούν τον νου σε γρήγορες και εκ των προτέρων καθορισμένες αντιδράσεις.

Ωστόσο, η ικανότητα για ελεύθερη σκέψη δεν είναι ισότιμα κατανεμημένη. Κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες, μορφωτικά υπόβαθρα, πρόσβαση στη γλώσσα και στον χρόνο αποτελούν προϋποθέσεις για τη δυνατότητα θεωρητικού στοχασμού.

Ενας νους που βρίσκεται διαρκώς σε συνθήκες επιβίωσης δεν στρέφεται προς την αφαίρεση – επεξεργάζεται το ελάχιστο αναγκαίο για να διαχειριστεί την απειλή. Η σκέψη δεν είναι ατομικό προϊόν, αλλά λειτουργία εντός πλαισίου, με όρους που πολλές φορές διαφεύγουν της συνειδητής πρόσληψης.

Η ιδέα ότι η σκέψη είναι απόλυτα συνειδητή ή προθετική έχει αμφισβητηθεί. Μελέτες από τη γνωσιακή επιστήμη και τη φροϊδική θεωρία αποδεικνύουν ότι μεγάλο μέρος της σκέψης είναι ακούσιο και «υπόγειο». Το υποκείμενο συχνά συνειδητοποιεί εκ των υστέρων τις νοητικές διαδρομές που ακολούθησε.

Σε αυτό το πλαίσιο, η διάκριση μεταξύ του «σκέφτομαι» και του «παράγεται μέσα μου σκέψη» αρχίζει να έχει μια κάποια ύπουλη σημασιούλα. Δεν είναι πάντοτε σαφές αν το άτομο κατευθύνει τη σκέψη ή απλώς την παρακολουθεί. Η σκέψη, επίσης, εκδηλώνεται διαφορετικά σε κάθε στάδιο της ζωής. Δεν εξελίσσεται απλώς ποσοτικά, με αύξηση πληροφοριών, αλλά ποιοτικά.

Η παιδική σκέψη λειτουργεί κυρίως μέσω παρατήρησης και άμεσης σύνδεσης με την αισθητηριακότητα. Η ενηλικίωση φέρνει αφηρημένες έννοιες, συμβολισμό και επίγνωση του εαυτού ως σκεπτόμενης οντότητας. Η ωριμότητα ενδέχεται να φέρει μεγαλύτερη ικανότητα παραίτησης από βεβαιότητες. Δεν είναι όλες οι σκέψεις πρόοδοι· ορισμένες συνιστούν αναδίπλωση, εμμονή ή αδράνεια. Αυτή η δυναμική δείχνει ότι η σκέψη είναι, από τη φύση της, πολυδιάστατη και αντιφατική.

Η δομή του σύγχρονου ψηφιακού περιβάλλοντος έχει τροποποιήσει τον ρυθμό και τη φύση της σκέψης. Η ταχύτητα της πληροφορίας δεν ευνοεί την επεξεργασία αλλά την αντίδραση. Η σκέψη μετατρέπεται σε απάντηση, σε καταναγκαστική μετακίνηση από το ένα ερέθισμα στο άλλο, χωρίς ενδιάμεσο χώρο για σύνθεση. Ο νους προσαρμόζεται σε αυτό το περιβάλλον με τρόπους που ενδέχεται να υπονομεύουν τη βαθιά συγκέντρωση και την ενδοσκόπηση.

Η υπερφόρτωση πληροφοριών δεν οδηγεί σε περισσότερη κατανόηση. Συχνά οδηγεί σε αποδιοργάνωση και επιφανειακότητα. Και βέβαια, η σκέψη δεν περιορίζεται στην υποκειμενικότητα, στον ατομικό χώρο. Κινείται συλλογικά, αναπαράγεται, επηρεάζεται από κυρίαρχα αφηγήματα, από τη γλώσσα της εξουσίας, από τις εικόνες των μέσων. Ο πολιτικός λόγος, η αγορά, η επιστήμη, η ηθική: όλα διαμορφώνουν τρόπους σκέψης – όχι μόνο περιεχόμενο, αλλά και μορφές σκέψης. Το ερώτημα δεν είναι μόνο «τι σκεφτόμαστε», αλλά «πώς μας έχει μάθει ο κόσμος να σκεφτόμαστε». Η σκέψη σε αυτό το επίπεδο καθίσταται ιστορική και πολιτική πράξη.

Γι’ αυτό, λοιπόν, η σκέψη δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, ούτε αυτονόητη. Είναι το αποτέλεσμα διασταυρούμενων διαδικασιών: νευροβιολογικών, πολιτισμικών, γλωσσικών, υπαρξιακών. Δεν υπάρχει «καθαρή» σκέψη, όπως δεν υπάρχει και απολύτως αυτόνομο υποκείμενο. Υπάρχει, ωστόσο, η δυνατότητα επίγνωσης αυτής της πολυπλοκότητας· και αυτή η επίγνωση, χωρίς να απελευθερώνει πλήρως τον νου, μπορεί τουλάχιστον να τον καταστήσει ικανό για αυτοπαρατήρηση.

Η σκέψη δεν είναι το τελικό προϊόν της συνείδησης, αλλά η σκηνή στην οποία η συνείδηση παρίσταται στον εαυτό της – όχι ως θεατής, αλλά ως παράσταση που συνεχώς ξαναγράφεται.

Οι παραλλαγές της αναμονής

Κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του τρόπο να περιμένει. Κάποιοι περπατούν νευρικά, λες και η κίνηση μπορεί να ανταγωνιστεί τον χρόνο (κάποιοι λένε ότι μπορεί). Αλλοι στέκονται ακίνητοι, λες και η ακινησία θα τον χτυπήσει στο φιλότιμο. Ο άνθρωπος στη στάση του λεωφορείου κοιτάζει συνεχώς το ρολόι, όχι για να δει την ώρα, αλλά για να της υπενθυμίσει ποιος κάνει κουμάντο.

Η γυναίκα που σκρολάρει στο κινητό της δεν παρακολουθεί κάτι – χτίζει ένα φράγμα. Ενα παιδί τραβά το μανίκι του γονιού του κάθε λίγα δευτερόλεπτα, μετρώντας τον χρόνο με «πότε» αντί για λεπτά. Και μετά είναι κι αυτή η αναμονή που δεν φαίνεται: σε παθητικοεπιθετικές στιχομυθίες συνεργατών μέσω μέιλ, σε διαδρόμους νοσοκομείων.

Νομίζουμε πως η αναμονή είναι παθητική, αλλά τελικά είναι μια ενεργή αναστολή, μια διανοητική ισορροπία ανάμεσα σε όποιους πόλους απειλούν καθέναν. Είναι το ένστικτο να αντιμάχεσαι την προσδοκία.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version