Καθαρά Δευτέρα, βγάζω μια βόλτα το σκυλί μου στις έντεκα το πρωί. Μολονότι υπάρχει μια βαβούρα στη γειτονιά, δεν κυκλοφορεί κόσμος. Η ανθρώπινη παρουσία περιορίζεται στις (αντάξιες ημέρας καταβολής συντάξεων) ουρές για λαγάνα έξω από τους δύο φούρνους μας και στην παρέα των ηλικιωμένων που χτυπάει κάρτα στο παρακείμενο καφενείο. Είναι αργά, οι μισοί πρέπει να έχουν ήδη ξεχυθεί στα πάρκα για να πετάξουν χαρταετό με τα πιτσιρίκια τους κι άλλοι μισοί να έχουν θρονιαστεί σε καφετέριες.
Η γειτονιά μου είναι κάπως σαν αμερικάνικο προάστιο. Ολοι είναι εύποροι, αλλά κανείς δεν φαίνεται να δουλεύει, μόνο κλωθογυρίζουν. Ολοι είναι οικογενειάρχες, αλλά δεν βλέπεις ταλανισμένες μητέρες να σέρνουν ωρυόμενα νήπια στο σούπερ μάρκετ, παρά μόνο οικογενειακή απαρτία με ποδήλατα, κράνη και επιγονατίδες (επίσης: όλες οι οικογένειες είναι τετραμελείς, λες και το έχουν συνεννοηθεί) σαν εικονογράφηση βιβλίου της Μοντεσόρι.
Ολοι είναι έξω πρωί-βράδυ, χειμώνα-καλοκαίρι, αλλά σε γιορτές και αργίες εξαφανίζονται για να επιδοθούν σε ένα από τα προαναφερθέντα: 1) παρκάρισμα πιτσιρικίων στο φυσικό περιβάλλον ή 2) καφετέρια.
Παρ’ όλα αυτά, δεν τους κρίνω όσο φαίνεται ότι τους κρίνω, αφού τους μοιάζω κάμποσο, τουλάχιστον εικονικά. Δουλεύω όλη μέρα, αλλά από το σπίτι – γι’ αυτό μπορεί να με δουν έξω οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Κι όταν με βλέπουν, συνήθως φοράω το βελούδινο σετ φόρμας μου σαν Νοικοκυρά σε Απόγνωση και πηγαίνω στο μίνι μάρκετ απέναντι να αγοράσω σοκολάτες Ντουμπάι του δεκάευρου, είδη καπνιστού από εταιρεία που άνθησε την περίοδο του Απαρτχάιντ, καθώς και υπερκοστολογημένο υγρό σαπούνι, σάλτσα χρένου και χαρτοπετσέτες επειδή βαριέμαι το σούπερ μάρκετ, μη διαθέτοντας και ωρυόμενο νήπιο προς σύρσιμο.
Διαθέτω, όμως, ωρυόμενο σκυλί, που του φοράω μια ταυτότητα με το όνομά του γραμμένη με Swarovski και σαμάρι ασφαλείας για γιγάντιες ράτσες με προβλήματα συμπεριφοράς που του παρήγγειλα από τις ΗΠΑ και κλωθογυρίζουμε κι εμείς στη γειτονιά, σαν εικονογράφηση βιβλίου του Ηρώδη.
Δεν μας αρέσουν τα παιδάκια. Ούτε οι γονείς τους, εδώ που τα λέμε. Δεν είναι μόνο το σύνδρομο ιδεολογικής ανωτερότητας και η αισθητική αγανάκτηση γι’ αυτή την επιτηδευμένη οικογενειοσύνη που – παρά την παραπλανητική εικόνα – με χωρίζει από τους γείτονές μου, είναι και η αγανάκτηση του σκυλιού μου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κάτι τέτοιες μέρες είναι ιδανικές για τη βόλτα μας, αφού μπορούμε να βγούμε λίγο στον ήλιο ήσυχα, χωρίς ανθρώπους, μικρούς ή μεγάλους, να μας ταράζουν με τα χάχανα και τα αθλητικά τους συμπράγκαλα.
Και έτσι βγαίνουμε, λοιπόν, Καθαρά Δευτέρα, μέρα-μεσημέρι, και απολαμβάνουμε την ησυχία. Δεν συναντάμε κανέναν, δεν χαιρετάμε κανέναν. Εχουμε όλο τον δρόμο δικό μας. Το σκυλί περπατάει μπροστά, εγώ πίσω, χαζεύοντας τα αφτάκια του που πλαταγίζουν στον δυνατό άνεμο. Ξαφνικά, κοντοστέκεται. Είναι εκπαιδευμένο να σταματάει όταν βλέπει ανθρώπους και να περιμένει να περάσουν, αλλά τώρα νιώθω μια ένταση στο σώμα του, σαν να έχει εντοπίσει μια δυνητική απειλή.
Κοιτάζω και βλέπω απλώς έναν άντρα, μικροκαμωμένο, με μακριά ψαρά μαλλιά και φθαρμένο τζιν μπουφάν, να κατηφορίζει τον δρόμο από απέναντι. Οταν φτάνει στο ύψος μας, παρατηρώ ότι καπνίζει σκυθρωπός και μιλάει μόνος του. Το σκυλί τελικά τον αγνοεί, κι εγώ επίσης. Το σκυλί ζυγίζει την κατάσταση, αλλά συμπεραίνει ότι δεν αξίζει τον κόπο. Εγώ καταλαβαίνω πως πρόκειται για έναν από αυτούς τους ανθρώπους που στο ροζ προάστιό μας αποκαλούμε «περίεργους», αλλά είμαι κι εγώ μια περίεργη που καπνίζει σκυθρωπή και μιλάει μόνη της στον δρόμο, όταν δεν πηγαίνει με τη βελούδινη φόρμα για σοκολάτες Ντουμπάι. Οπότε, ξεκινάμε και πάλι το περπάτημα.
Εγώ συνεχίζω, όμως, να σκέφτομαι τον άντρα. Τα μακριά ψαρά μαλλιά. Το φθαρμένο τζιν μπουφάν. Το τσιγάρο στο χέρι του. Ο διάλογος με το κενό. Συνεχίζω να σκέφτομαι τον άντρα και τη διαφορά του με το επιβεβλημένο πρότυπο της γειτονιάς. Ο πηλός διαμόρφωσης (το σύγχρονο αντίστοιχο της μαντέκας), το North Face γιλέκο, το Stanley θερμός με το βιταμινούχο νερό, ο εμπλουτισμένος με κολπάκια από τα εγχειρίδια θετικής διαπαιδαγώγησης διάλογος με τα κουτσούβελα.
Μέχρι να επιστρέψουμε σπίτι, εντοπίζω κι άλλες παραβιάσεις του προτύπου, όπως έναν ρακοσυλλέκτη και μια γυναίκα με τεράστιο κόκκινο σκούφο που στέκεται στην άκρη ενός δρόμου και προσπαθεί να φωνάξει κάτι περιστέρια σφυρίζοντάς τους. Τα περιστέρια την αγνοούν οπότε μετακινείται στην απέναντι γωνία, προσπαθώντας να φωνάξει άλλα περιστέρια (την αγνοούν εξίσου). Κάνω ότι δεν συμβαίνει τίποτα, αλλά η ιδρυματοποιημένη προαστίτισσα μέσα μου απορεί: Μα από πού ξεφύτρωσαν όλοι αυτοί οι «περίεργοι» ξαφνικά;
Πώς η πανίδα που έχω συνηθίσει να βλέπω στην αβυσσαία ζώνη της πόλης κατόρθωσε να μπλεχτεί με τ’ αφρόψαρα;
Καταλήγω ότι κυκλοφορούσε ανέκαθεν εδώ, απλώς δεν ξεχώριζε στους πολυσύχναστους δρόμους. Τώρα που τα αφρόψαρα μετακινήθηκαν στα θερμότερα κλίματα των πάρκων και των καφέ, μπορεί κανείς να τη διακρίνει. Εκείνη, αναγκαστικά, μένει πίσω. Καθώς στερείται των βασικών δεξιοτήτων της φυσιολογικοσύνης και, ίσως, της οικογενειοσύνης, κάνει αυτό που κάνει πάντα: κλωθογυρίζει στη γειτονιά της.
Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπω τριγύρω ανθρώπους κάπως «διαφορετικούς» από τον μέσο όρο του προαστίου. Τους βλέπω κάθε φορά στις γιορτές. Οταν όλα τα σεβαστά μέλη της κοινότητας επιδίδονται στις πανομοιότυπες εορταστικές δραστηριότητές τους σε έναν χώρο άλλο από τον καθημερινό τους, εκείνοι παραμένουν σε αυτόν τον καθημερινό χώρο, που είναι επίσης και δικός τους, είτε κινούμενοι σ’ αυτόν ως συνήθως αλλά ορατά είτε βρίσκοντας μια ευκαιρία να περιηγηθούν με περισσότερη ελευθερία, όπως εγώ με το σκυλί μου. Ισως η αβυσσαία ζώνη δεν είναι ένας τόπος, αλλά το μέρος όπου κάθε τόπος στριμώχνει τους αναπόφευκτους «περίεργούς» του.
Κάθε μητρόπολη, βέβαια, έχει και τόπους όπου η αβυσσαία ζώνη καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος, όπου λειτουργεί η ίδια ως πρότυπο, ως κανόνας. Κι εγώ διχάζομαι κάπως, για να μην πω διχοτομούμαι, όταν κυκλοφορώ εκεί. Από τη μια, ως ολίγον τι ξιπασμένη και υπερήφανα αντικοινωνική, ενοχλούμαι από τη χάβρα, από τις φωνές, τον συνωστισμό, από αυτό το κάτι που δεν πηγαίνει ακριβώς καλά σε κάποιους.
Από την άλλη, ως ολίγον τι μη πηγαίνουσα ακριβώς καλά κι εγώ, νιώθω άνετα, ξέρω ότι κανείς τριγύρω δεν θα προσέξει ότι μονολογώ κι αν το προσέξει δεν θα του κάνει εντύπωση, νιώθω οικεία, ξέρω ότι η εξαθλίωση και η εξουθένωση που αποτρελαίνει τους ανθρώπους υπήρξαν επίσης και δικές μου, προτού μετακινηθώ σε θερμότερα κλίματα. Ανάμεσα σε αυτούς που οι μυθιστοριογράφοι αποκαλούν «παρίες της ζωής» και οι οικονομολόγοι «99% του πληθυσμού», θυμάμαι αυτό που έλεγε κι ένας σαμάνος των Τσερόκι: μέσα μας υπάρχουν δύο λύκοι, ο εγγενής χώρος και ο επίκτητος χώρος. Στο τέλος κερδίζει αυτός που σε ταΐζει. Αρκεί να μην πολυσκέφτεσαι τα πράγματα και καταλήξεις να πεινάς κι από τους δύο.
Η μελωδία της αιχμαλωσίας
Δεν κατέχω από πτηνά, αλλά νομίζω πως τα περισσότερα ωδικά δεν κελαηδούν νύχτα. Υπάρχει, πάντως, ένα καναρινάκι εδώ απέναντι που δεν σταματάει. Ακούγεται νύχτα, με βροχή, σ’ έναν τόνο που μοιάζει χαρούμενος, παρότι οι πάντες και τα πάντα λουφάζουν. Ενα καναρίνι του εμπορίου, που εκκολάφθηκε κάτω από μια λάμπα και μεγάλωσε σε κλουβί. Δίπλα του υπάρχει, στο δικό της κλουβάκι, μια καρδερίνα. Οι καρδερίνες είναι άγριες, συχνά αιχμαλωτίζονται παράνομα, με παγίδες.
Παρότι τραγουδάει γενικά, δεν ακούγεται ποτέ νύχτα. Δεν ξέρω αν κάθε είδος έχει τα χούγια του ή αν απλώς το καναρίνι τραγουδά από άγνοια για εκείνο που κάνει την καρδερίνα να σιωπά. Αν η φύση του ενός διαστράφηκε τόσο από την αιχμαλωσία, ενώ του άλλου είναι αργά πια να διαστραφεί. Δεν ξέρω ποιο απ’ τα δυο πράττει ορθότερα, το καναρίνι που δεν ξέρει ή η καρδερίνα που δεν ξεχνά.
