Η αξίωση για απάντηση των «γιατί»

Ας μην ψάχνουν οι εκάστοτε κυβερνώντες και οι διανοούμενοι «συνοδείας» εξόδους διαφυγής κατηγορώντας συλλήβδην τους διαμαρτυρόμενους πολίτες ως «υποβολιμαίους» ή «πολιτικά υστερόβουλους»

Η αξίωση για απάντηση των «γιατί»

Ο μεγάλος ιταλοεβραίος συγγραφέας και ποιητής Πρίμο Λέβι περιγράφει ότι, όταν μεταφέρθηκε στο Αουσβιτς, είδε στο πάτωμα ένα βρώμικο κομμάτι πάγο, το οποίο παρ’ όλα αυτά έσπευσε να πιάσει για να σβήσει τη δίψα του. Ενας περιπολών φύλακας τον προσέγγισε και κλώτσησε τον πάγο μακριά.

Οταν ο Λέβι διερωτήθηκε λέγοντας «γιατί», ο φύλακας του απάντησε κοφτά: «Εδώ δεν έχει γιατί». Το «γιατί» και η νομιμοποιημένη διερώτηση περί αυτού συνιστούσε (και συνεχίζει να συνιστά) τη συμπύκνωση ενός όλως κρίσιμου ορίου που διαχωρίζει τη στοιχειωδώς ανθρώπινη κοινωνία και συλλογική συμβίωση από την αυθαιρεσία, την κατάλυση κάθε έννοιας δικαιοσύνης και, ενίοτε, το πλήρες σκότος.

Η αξίωση για απάντηση των «γιατί» που οδηγούν σε συλλογικές τραγωδίες, όπως το Μάτι και εν προκειμένω τα Τέμπη, οι οποίες συνιστούν απόρροια κραυγαλέων κρατικών ευθυνών και εγκληματικών παραλείψεων, δεν είναι συνεπώς «βάρος», «ενοχλητική υπόμνηση μπαγιάτικων ειδήσεων», αλλά δομική υποχρέωση μιας δημοκρατικής, φιλελεύθερης Πολιτείας. Ειδικώς όταν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτές τις τραγωδίες, αλλά και η κρατική διαχείριση που επακολούθησε, συνιστούν ένα θεσμικό όνειδος.

Το προ ημερών δημοσιευθέν πόρισμα του Εθνικού Οργανισμού Διερεύνησης Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας των Μεταφορών (ΕΟΔΑΣΑΑΜ) (ανεξάρτητος φορέας που συγκροτήθηκε καθυστερημένα μολονότι η Ελλάδα είχε σχετική υποχρέωση από την ενωσιακή νομοθεσία και άρχισε να λειτουργεί κατόπιν εορτής μετά το συμβάν στα Τέμπη και πάλι με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση) είναι εύγλωττο και για το «πριν» αλλά και το «μετά» του εγκλήματος – η χρήση του όρου «έγκλημα» είναι όλως νομιμοποιημένη, εκτός αν κάποιος θεωρεί ότι εν προκειμένω δεν έχουν λάβει χώρα εγκληματικές ενέργειες αιτιωδώς συνδεόμενες με την τραγωδία, μια στην καλυτέρα των περιπτώσεων αφελή προσέγγιση που δεν συμμερίζομαι: Κατασπατάληση δημόσιων πόρων που οδήγησαν στη μη υλοποίηση του έργου της τηλεδιοίκησης αλλά και «κακή χαρτογράφηση του ατυχήματος και μη “ιεροποίηση” του χώρου με αποτέλεσμα την απώλεια κρίσιμων στοιχείων για τη διερεύνηση».

Η χρήση αναλυτικά μη ευκρινών όρων αξιολόγησης στη δημόσια συζήτηση, ας μη δρα αποπροσανατολιστικά: το «μπάζωμα», ας μου επιτραπεί, δεν είναι έκφανση ενός γενικώς νοούμενου «μπαχάλου» απλώς, αλλά μια εσκεμμένη παρανομία. Αλλά και ως σημειολογία, η εικόνα της «περισυλλογής» με μπουλντόζες προσωπικών ειδών αλλά και ανθρωπίνων υπολειμμάτων των νεκρών, είναι αποκρουστική.

Σε τέτοιες οριακές στιγμές συνεπώς, ας μην ψάχνουν οι εκάστοτε κυβερνώντες και οι διανοούμενοι «συνοδείας» εξόδους διαφυγής κατηγορώντας συλλήβδην τους διαμαρτυρόμενους πολίτες ως «υποβολιμαίους» ή «πολιτικά υστερόβουλους». Προφανώς και τέτοιοι πάντα θα υπάρχουν, αλλά αυτό δεν απονομιμοποιεί eo ipso την ανάγκη συλλογικής, δημοκρατικής ειρηνικής έκφρασης της αγωνίας μιας κοινωνίας.

Επικοινωνιακά τεχνάσματα δεν πείθουν κανέναν παρά μόνο τους κομματικούς στρατούς και τους συμφεροντολόγους υποστηρικτές της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας. Η απόπειρα συσχέτισης των όσων ευπρεπώς ασκούν την κριτική τους και εκδηλώνουν τη διαμαρτυρία τους για την υπόθεση των Τεμπών με το ιστορικό προηγούμενο των «πλατειών» του δημαγωγικού λαϊκισμού και τις ιστορικά έκθετες πρωτοβουλίες και πολιτικές της εποχής, με κορυφαίο το δημοψήφισμα του 2015, είναι άστοχες.

Oσοι αγωνιστήκαμε, όσο και όπως ο καθένας μπορούσε, για τη μη ανάσχεση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας το πράξαμε σε μεγάλο βαθμό ακριβώς για τους ίδιους λόγους που απονομιμοποιούν τώρα τον λήθαργο, τη σιωπή και επιτάσσουν την (πάντα ευπρεπή) κριτική για το θέμα των Τεμπών. Το «μένουμε Ευρώπη» εμπεριείχε, συν τοις άλλοις, ένα κομβικό αίτημα: τη διασφάλιση των δικαιοκρατικών κεκτημένων του ευρωπαϊκού συνταγματισμού, τη θεσμική ευπρέπεια, τη διαφάνεια και τον έλεγχο από θεσμικά αντίβαρα της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας. Τέτοια είναι η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και οι ανεξάρτητες αρχές, θεσμικές κατακτήσεις δηλαδή που η δημοκρατική ευρωπαϊκή κοινωνία επιζητά και στηρίζει, ο δε ενωσιακός νομοθέτης κατοχυρώνει ρητά στην ταυτοτική διάταξη του άρθρου 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Eνωση. Θα εξάρω εδώ, τέλος, το μείζον διακύβευμα μιας κατ’ ουσίαν ανεξάρτητης Δικαιοσύνης. Αν κλονιστεί έτι περαιτέρω η εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη, τότε τίθεται σε κίνδυνο ακόμη και η ίδια η κοινωνική ειρήνη, ο δε περιβόητος «αντισυστημισμός» γιγαντώνεται.

Κανένα δίλημμα συνεπώς, καμιά ασάφεια και καμιά υποχώρηση από τη διεκδίκηση των συνεκτικών στοιχείων του δημοκρατικού φιλελευθερισμού – όποιος κι αν συγκυριακά ενοχλείται με αυτήν τη διαχρονικά συνεπή στάση. Τούτο ισχύει ειδικώς για τον πολιτικά υπεύθυνο επιστημονικό λόγο που διεκδικεί για τον εαυτό του το μείζον προνόμιο να ομιλεί στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα αυτού του τόπου για τους θεσμούς και τις αξίες του ευρωπαϊκού συνταγματισμού.

Ο κ. Αντώνης Μεταξάς είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Βερολίνου (TU Berlin).

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version