Project Syndicate
Από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, υποστηρίζω ότι τουλάχιστον ορισμένες από τις πολιτικές του θα οδηγήσουν σταδιακά σε υψηλότερη ανάπτυξη και χαμηλότερο πληθωρισμό. Ωστόσο, άλλες πολιτικές του είναι στασιμοπληθωριστικές. Ο προστατευτισμός και οι δασμοί θα επιβραδύνουν την ανάπτυξη και θα αυξήσουν τις τιμές, όπως και η καταστολή της μετανάστευσης, οι περικοπές στη χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας, οι επιθέσεις στα ακαδημαϊκά ιδρύματα, η στήριξη σε μη χρηματοδοτούμενα ελλείμματα, οι απειλές κατά της ανεξαρτησίας της Fed, οι άτακτες προσπάθειες για αποδυνάμωση του δολαρίου και οι επιθέσεις στο κράτος δικαίου. Η εικόνα των ΗΠΑ έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα και αυτό έχει κόστος.
Η περικοπή της χρηματοδότησης της έρευνας και η φυγή εγκεφάλων δεν συνάδουν με τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στην τεχνητή νοημοσύνη και σε άλλες βιομηχανίες του μέλλοντος. Και εδώ, η ανατροφοδότηση της αγοράς και των επιχειρήσεων θα ενισχύσει τις πιο ψύχραιμες φωνές στους συμβούλους του Τραμπ. Επιπλέον, οι αυξανόμενες νομικές προσφυγές κατά των απελάσεων της κυβέρνησης ίσως την ωθήσουν προς πιο λογικές μεταναστευτικές πολιτικές. Διαφορετικά, η πειθαρχία της αγοράς θα επανέλθει δριμύτερη.
Οι προσπάθειες της κυβέρνησης Τραμπ να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ και να μειώσει το εμπορικό έλλειμμα μέσω αποδυνάμωσης του δολαρίου μάλλον επίσης θα αποτύχουν. Οταν οι δασμοί της «Ημέρας Απελευθέρωσης» στις 2 Απριλίου, οι απειλές απόλυσης του Πάουελ και η προοπτική μεγάλων ελλειμμάτων οδήγησαν σε πτώση του δολαρίου, ακολούθησε απότομη διόρθωση στις μετοχές και εκτίναξη αποδόσεων και spreads. Ο Τραμπ έκανε πίσω και στους δασμούς και στον Πάουελ – και η ίδια πειθαρχία θα επιβάλει δημοσιονομική προσαρμογή, όπως έχουμε δει και σε άλλες ανεπτυγμένες ή αναδυόμενες οικονομίες.
Η ιδέα ενός «Συμφώνου του Μαρ-α-Λάγκο» για συντονισμένη αποδυνάμωση του δολαρίου είναι εξωπραγματική, στα όρια του παραλογισμού. Οι βασικοί εμπορικοί εταίροι – ειδικά η Κίνα – δεν θα συμμετείχαν ποτέ, ενώ ακόμη και οι στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ θα αντιδρούσαν έντονα. Οσο περισσότερο οι αγορές φοβούνται ξαφνική υποτίμηση του δολαρίου τόσο περισσότερο θα αυξάνονται οι αποδόσεις. Οι προτάσεις για μετατροπή των βραχυπρόθεσμων τίτλων που κατέχουν μη κάτοικοι σε μακροπρόθεσμους είναι ανέφικτες ακόμη και στη θεωρία. Η επιβολή ελέγχων στην είσοδο κεφαλαίων – ή φόρος στους ξένους κατόχους ομολόγων – θα εκτινάξει τις αποδόσεις και θα πλήξει την οικονομία. Οι αγορές δεν θα ανεχθούν για πολύ τέτοιες μη βιώσιμες πολιτικές.
Τέλος, αν και η επίθεση της κυβέρνησης στο κράτος δικαίου υπήρξε ιδιαίτερα επιθετική, οι δημοκρατικοί θεσμοί στις ΗΠΑ – ξεκινώντας από τα ανεξάρτητα δικαστήρια – και η κοινωνία των πολιτών παραμένουν ισχυροί και μπορούν να συγκρατήσουν τις πιο ακραίες πολιτικές. Και εδώ, δεν πρέπει να υποτιμούμε τη δύναμη της πειθαρχίας των αγορών. Σε άλλες χώρες, όπως η Τουρκία, όπου οι αυταρχικοί ηγέτες υπονόμευσαν το κράτος δικαίου, οι αντιδράσεις των αγορών ήταν ανελέητες.
Σε τελική ανάλυση, είτε ο Τραμπ θα υποχωρήσει από τις στασιμοπληθωριστικές του πολιτικές και θα επικεντρωθεί σε φιλοαναπτυξιακά μέτρα είτε η χρηματοπιστωτική πίεση και η ύφεση θα οδηγήσουν τους Ρεπουμπλικανούς σε ήττα στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026. Μένει να ελπίζουμε ότι θα αφουγκραστεί τα μηνύματα των αγορών και θα πάψει να λειτουργεί ενάντια στα ίδια του τα συμφέροντα.
*Ο κ. Νουριέλ Ρουμπινί είναι σύμβουλος της Hudson Bay Capital Management LP και επίτιμος καθηγητής στη Stern School of Business του New York University.
