Στις 19 Φεβρουαρίου, οι τρεις υποψήφιοι για να καταλάβουν τρεις θέσεις μελών του Συνταγματικού Συμβουλίου της Γαλλίας πέρασαν από ακρόαση στα δύο νομοθετικά σώματα της χώρας. Είχε οριστεί ο καθένας τους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής (Εθνικής Συνέλευσης) και τον Πρόεδρο της Γερουσίας. Για να επιβεβαιωθεί ο διορισμός τους, δεν έπρεπε να σχηματιστεί αντίθετη γνώμη 3/5 στις αρμόδιες επιτροπές των δύο νομοθετικών σωμάτων.
Και οι τρεις τους ήταν πολιτικοί. Ενας, που θα αναλάμβανε και καθήκοντα προέδρου του Συνταγματικού Συμβουλίου, ήταν δημοσιογράφος με μακρά σταδιοδρομία στην πολιτική, είχε μάλιστα διατελέσει και Πρόεδρος της Βουλής. Ο δεύτερος ήταν γερουσιαστής εν ενεργεία, πολιτικός καριέρας και αυτός, προερχόμενος από το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας. Μόνον η τρίτη ήταν δικαστής καριέρας, που όμως, από το 2015, ήταν βουλευτής.
Κατά την ακρόαση, το ζητούμενο από τους υποψήφιους ήταν να πείσουν ότι μπορούσαν να μεταβληθούν σε ανεξάρτητους και αμερόληπτους δικαστές, ώστε να ασκήσουν τα καθήκοντα του συνταγματικού δικαστή όπως απαιτεί ο ρόλος τους. Ολοι υποσχέθηκαν υποταγή στην «υποχρέωση αχαριστίας», να ξεχάσουν δηλαδή, όταν ασκούν τα καθήκοντά τους, τις εξαρτήσεις τους, ιδίως αυτούς στους οποίους θα οφείλουν τη νέα τους θέση.
Είναι εφικτό αυτό; Θα μπορούσε κάποιος να διερωτηθεί. Κατηγορηματικά δεν μπορεί κανείς να απαντήσει θετικά. Μπορεί όμως να απαντήσει με βεβαιότητα ότι δεν είναι ανέφικτο.
Δεν είναι ανέφικτο, όταν ο άνθρωπος, με όλη του την ιδιοτυπία, εισέρχεται στον δικαστικό θεσμό αποφασισμένος να πειθαρχήσει στις απαιτήσεις του ρόλου του. Να παραμερίσει την ατομικότητά του, για να μεταβληθεί, για να «μεταλλαχθεί» σε σκέψη και σε φωνή της έννομης τάξης.
Αυτό τουλάχιστον έχει δείξει η εμπειρία από χώρες όπως η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο ή οι Ηνωμένες Πολιτείες, με αντίστοιχο προς τον γαλλικό τρόπο επιλογής και ορισμού μελών ανώτατων δικαστικών θεσμών.
Στη Χώρα μας, οι δικαστικοί λειτουργοί εισέρχονται νέοι στο σώμα, και πραγματοποιούν όλη τους τη σταδιοδρομία εντός αυτού. Σπανίως εξέρχονται για να ασκήσουν άλλα καθήκοντα, και σπανίως ασκούν, παράλληλα με τα δικαστικά, και καθήκοντα εντός της εκτελεστικής λειτουργίας.
Η επαφή τους με την πολιτική και την οικονομική ζωή συντελείται μόνο από την «έδρα», όταν δικάζουν. Η μεγάλη πλειονότητα των μελών του σώματος θα διανύσει την τεσσαρακονταετή σχεδόν σταδιοδρομία της χωρίς πότε να προβληθεί στη δημόσια σφαίρα, χωρίς ποτέ να υπάρξει ένταση μεταξύ των απαιτήσεων του λειτουργήματός τους και της προσωπικότητάς τους.
Δεν είναι όμως όλοι τόσο τυχεροί. Είτε γιατί, λίγοι, θα αναλάβουν θέσεις ηγεσίας, είτε γιατί, άλλοι, θα χρεωθούν για να δικάσουν ευαίσθητες, πολιτικώς κυρίως, υποθέσεις. Τότε συμβαίνει στους δικαστικούς λειτουργούς να γίνονται, ως πρόσωπα, ως άτομα, αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, με τη δημοσιότητα να τους κυνηγά, και τις πράξεις τους να ερμηνεύονται και να παρερμηνεύονται.
Σε αυτές τις περιπτώσεις αναδεικνύεται μία μεγάλη θεσμική αλήθεια. Οτι οι δικαστικοί λειτουργοί – που μπορεί κανείς να τους θεωρεί, θωρακισμένους στο θεσμικό τους πλαίσιο, ως πανίσχυρους – είναι στην πραγματικότητα ανίσχυροι να προστατεύσουν τον εαυτό τους. Για έναν απλό λόγο. Ο αγώνας τους είναι ασύμμετρος.
Δεν έχουν μάθει να επικοινωνούν με την κοινή γνώμη παρά μόνο από καθέδρας. Και αν καλόπιστα επιχειρήσουν την άμεση επικοινωνία, ο Τύπος και οι πολιτικοί, στο πλαίσιο των προτεραιοτήτων τους, θα είναι δύσκολο, αν μη αδύνατο, να πειστούν από τα επιχειρήματά τους. Μια καλόπιστη εξήγηση, αν συντελείται εντός της πολιτικής αρένας, δίνει σχεδόν πάντα επιχειρήματα για νέα πολεμική.
Σε όλες τις δύσκολες αυτές περιπτώσεις, η λύση είναι μία. Να παραμείνει ο δικαστικός λειτουργός εντός του θεσμικού του ρόλου, να παραμερίσει την ατομικότητά του, να ενεργεί όχι ως πρόσωπο αλλά ως η σκέψη και η φωνή της έννομης τάξης. Οταν η ατομικότητά τους προβάλλεται, επιθετικά και διεισδυτικά, στη δημόσια σφαίρα χρειάζονται αρετές, τις οποίες όλοι οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης οφείλουν να είναι προετοιμασμένοι, ή καλλίτερα εκπαιδευμένοι, να επιδείξουν.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αυτοσυγκράτηση, ανθεκτικότητα, η νηφαλιότητα, η καρτερικότητα και, πάνω απ’ όλα, η ακεραιότητα, ιδιότητες του δικαστικού λειτουργού σε κάθε περίπτωση, αποκτούν μία άλλη βαρύτητα. Καθίστανται η ασπίδα που προστατεύει τον άνθρωπο δικαστικό λειτουργό.
Αυτοσυγκράτηση, γιατί ο δικαστής δεν έχει προσωπική ατζέντα πεποιθήσεων που την εκτελεί με πρόσχημα την άσκηση των καθηκόντων του. Ανθεκτικότητα, γιατί ο δικαστής πρέπει να αντισταθεί στις πιέσεις, εχθρικές ή φιλικές, ακόμη και σε αυτές που εκπηγάζουν από το εγώ του.
Νηφαλιότητα, γιατί όσο κι αν εσωτερικά αισθάνεται ότι κατέστη αθώο θύμα μιας ανελέητης πολεμικής, πρέπει σταθερά να παραμείνει η σκέψη και η φωνή της έννομης τάξης, τίποτε άλλο.Καρτερικότητα, γιατί με αυτήν αναδεικνύεται το μεγαλείο του λειτουργήματός του, η επίδειξη της σιωπηρής δύναμης της δικαστικής εξουσίας, που ξέρει ότι, εξ ορισμού, έχει το δίκιο με το μέρος της.
Και τέλος, ακεραιότητα, γιατί ο δικαστικός λειτουργός όταν ασκεί τα καθήκοντά του δεν είναι το άτομό του, αλλά το λειτούργημα που θεραπεύει, δηλαδή ένα ακέραιο θεσμικό σύνολο που δεν επιδέχεται κλονισμό, η Δικαιοσύνη που δεν ανέχεται καμία αδυναμία από τους φορείς της.
Στην ακρόαση των Γάλλων υποψηφίων, πολλές ερωτήσεις τέθηκαν με την υποθετική βάση τι θα έπραττε ο υποψήφιος σε ακραίες περιπτώσεις όπου οι ατομικότητά του θα συγκρουόταν με τις θεσμικές απαιτήσεις του δικαστικού του έργου. Επιδέξιοι πολιτικοί όλοι, ανταποκρίθηκαν πειστικά στις προκλήσεις των ερωτημάτων, και τελικά πέρασαν, ο ένας όμως εντελώς οριακά, τη δοκιμασία.
Ο κ. Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
