Το σχολείο μας βρίσκεται δίπλα στον Ναό της Αγίας Θεοδώρας (που είναι η πολιούχος αγία της Αρτας) και τον προαύλιο χώρο της. Είναι σε κεντρικό σημείο της πόλης μας, πολύ κοντά στην κεντρική πλατεία και αποτελεί το κεντρικότερο από τα Γυμνάσια – Λύκεια της Αρτας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο χώρος αυτός, στον οποίο από το 1969 (ως Γυμνάσιον Θηλέων Αρτης) έχει ενταχθεί και το σχολείο μας, αποτελεί διαχρονικά το κέντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της πόλης μας.
Από τα αρχαία χρόνια (αρχαϊκά και κλασικά) και την αρχαία Αμβρακία (που ιδρύθηκε περίπου το 600 π.Χ. ως αποικία των Κορινθίων) και μετέπειτα ως πρωτεύουσα του κράτους που ίδρυσε ο βασιλιάς Πύρρος, μέχρι την Αρτα των ύστερων βυζαντινών χρόνων που έγινε η πρωτεύουσα του κράτους (Δεσποτάτο το ξέρουμε οι Ηπειρώτες) της Ηπείρου, αλλά και αργότερα στα χρόνια του Σκουφά, του Μακρυγιάννη, του Καραϊσκάκη μέχρι σήμερα στην εποχή των σύγχρονων Αρτινών, ο ευρύτερος χώρος του Ναού της Αγίας Θεοδώρας αποτελεί σημείο αναφοράς των πολιτών και των επισκεπτών της.
Στην περίοδο της ακμής της αρχαίας Αμβρακίας, κατά την περίοδο των κλασικών χρόνων, όταν και η πόλη είχε δημοκρατικό πολίτευμα, στον χώρο πίσω από τον Ναό της Αγίας Θεοδώρας, αλλά και στον διπλανό πεζόδρομο (και ίσως και κάτω από τον ναό), υπήρχε το Πρυτανείο της πόλης. Για τον ρόλο του Πρυτανείου, αλλά και τις ανασκαφικές έρευνες που έγιναν εκεί, μιλήσαμε με την προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αρτας, κυρία Θεοδώρα Κοντογιάννη.
Το σχολείο μας βρίσκεται δίπλα στον Ναό της Αγίας Θεοδώρας και τον προαύλιο χώρο του. Από την έρευνα της Υπηρεσίας σας, τι γνωρίζουμε για τη χρήση του χώρου αυτού κατά την περίοδο της αρχαίας Αμβρακίας;
«Η αρχαιολογική έρευνα που πραγματοποιήθηκε κατά το παρελθόν αλλά και τα τελευταία χρόνια από την Υπηρεσία μας, έφερε στο φως ένα δημόσιο κτίριο της Αμβρακίας που ταυτίζεται με το Πρυτανείο. Ειδικότερα, αποκαλύφθηκαν χώροι συμποσίων με επιμελημένα δάπεδα στο κέντρο τους και υπερυψωμένη ζώνη για την τοποθέτηση πάγκων ή ανακλίντρων περιμετρικά. Ενα μέρος του κτιρίου εκτείνεται πιθανότατα κάτω από τον βυζαντινό ναό της Αγίας Θεοδώρας, σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία. Το Πρυτανείο βρισκόταν στο διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας πόλης. Πολύ κοντά άλλωστε σε αυτό υπήρχε ο Ναός του Απόλλωνα, το μεγάλο θέατρο της Αμβρακίας, αλλά και το περισσότερο γνωστό σε όλους Μικρό Θέατρο, το οποίο είχε και τη χρήση ως Βουλευτηρίου».
Πόσο σημαντικός ήταν ο χώρος αυτός για τη ζωή των Αμβρακιωτών;
«Ακριβώς η θέση του μέσα στο πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της Αμβρακίας μαρτυρεί και τη σημασία που είχε. Στο Πρυτανείο γίνονταν οι συνεδριάσεις των πρυτάνεων και ταυτόχρονα υπήρχε μέριμνα, δημοσία δαπάνη, για τη διαμονή και τη σίτιση των ιδίων αλλά και των τιμώμενων προσώπων ή των απεσταλμένων από άλλες πόλεις. Εδώ έκαιγε επιπλέον το ιερό πυρ της πόλης, με τη θρησκευτική αυτή χροιά του να ενισχύεται μάλιστα από τις αναθηματικές στήλες, τα αφιερώματα αξιωματούχων της πόλης και άλλων δημόσιων λειτουργών σε θεότητες, όπως η Εστία, ο Δίας Πρύτανις και η Αφροδίτη. Μάλιστα από το Πρυτανείο προέρχεται το ένα από τα δύο μαρμάρινα αγαλμάτια της Αφροδίτης που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αρτας. Θα λέγαμε ότι η ύπαρξη του Πρυτανείου μαρτυρεί την ύπαρξη και τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αμβρακία των ελληνιστικών χρόνων».
Κοντά στην ερήμωση
Μετά την κατάληψη της Αμβρακίας από τους Ρωμαίους και την υποχρεωτική μετοίκησή τους στη Νικόπολη (την πόλη που έχτισε ο αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος κοντά στη σημερινή Πρέβεζα ως ανάμνηση της νίκης του επί του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας στη ναυμαχία του Ακτίου), η πόλη δεν ερημώθηκε, αλλά οπωσδήποτε έχασε την παλαιά της δόξα. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί αιώνες για να διαμορφωθεί ξανά ένας αστικός οικισμός, την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, ο χώρος παρέμεινε κοινόχρηστος, μέχρι την εποχή της ίδρυσης του Δεσποτάτου της Ηπείρου το 1204 από τον Μιχαήλ Α’ Κομνηνό Δούκα. Κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Μιχαήλ Β’ Κομνηνού Δούκα (1230-1368), η σύζυγός του Θεοδώρα (μετέπειτα Αγία Θεοδώρα, βασίλισσα Αρτης) έχτισε τον ναό που μετά την κοίμησή της αφιερώθηκε στη μνήμη της και εντός του οποίου βρίσκεται η λάρνακα με τα οστά της. Ο ναός αρχικά ήταν αφιερωμένος στον Αγιο Γεώργιο και αποτελούσε καθολικό μονής όπου μόνασε στα τελευταία χρόνια της ζωής της η Αγία. Στη συζήτηση με την κυρία Κοντογιάννη δεν μπορούσαμε να μη ζητήσουμε πληροφορίες για τον ναό και τον περιβάλλοντα χώρο του.
Τι μπορείτε να μας πείτε για τον Ναό της Αγίας Θεοδώρας; Ηταν εξαρχής αφιερωμένος σε αυτήν;
«Ο Ναός της Αγίας Θεοδώρας ανήκει στον τύπο της ξυλόστεγης βασιλικής και χρονολογείται στα μέσα περίπου του 12ου αιώνα. Ηταν καθολικό μοναστηριού, αφιερωμένο αρχικά στον Αγιο Γεώργιο. Η Αγία Θεοδώρα ήταν κόρη του Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Πετραλείφα και σύζυγος του δεσπότη Μιχαήλ Β’ Κομνηνού Δούκα. Επρόκειτο για μια σημαντική προσωπικότητα της εποχής της, καθώς διαδραμάτισε κύριο ρόλο στην πολιτική κατάσταση της Ηπείρου. Πρωτοστάτησε στις διαπραγματεύσεις για την ειρηνική συνύπαρξη του Δεσποτάτου της Ηπείρου με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Μάλιστα, για την επίτευξη της ειρήνης αυτής ταξίδεψε δύο φορές ως την Αυτοκρατορία της Νίκαιας με το πρόσχημα του γάμου του γιου της Νικηφόρου Α’ με την Αννα Παλαιολογίνα Καντακουζηνή, ανιψιά του βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου.
Η Θεοδώρα μετά τον θάνατο του συζύγου της, Μιχαήλ Β’, έζησε ως μοναχή στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, φροντίζοντας για την ανακαίνισή του. Η προσθήκη του νάρθηκα στη δυτική πλευρά του ναού και η διακόσμησή του με τοιχογραφίες (τέλη 13ου αιώνα) αποδίδονται στη χορηγική δραστηριότητα της Θεοδώρας, σύμφωνα με τον βιογράφο της, τον μοναχό Ιώβ Μελία (13ος αιώνας). Μετά τον θάνατό της ετάφη μέσα στον ναό».
Ποιος ο λόγος ύπαρξης της αψίδας πριν από το προαύλιο του Ναού της Αγίας Θεοδώρας;
«Η αψίδα που συναντάμε καθώς προσεγγίζουμε τον ναό από την οδό Βασιλέως Πύρρου, αποτελεί τον πυλώνα του μοναστηριού. Διαθέτει μεγάλο τοξωτό άνοιγμα που επιστέφεται από τη χαρακτηριστική αετωματική απόληξη. Ο πυλώνας είναι κτισμένος σύμφωνα με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποιίας και διακοσμείται με πλούσια κεραμοπλαστικά κοσμήματα. Πρόκειται για ένα σημαντικό αρχιτεκτονικό στοιχείο, καθώς αποτελεί έναν από τους λιγοστούς βυζαντινούς πυλώνες που σώζονται μέχρι σήμερα και χρονολογείται στα μέσα του 13ου αιώνα».
Πώς και πότε ξεκίνησαν οι εργασίες συντήρησης του ναού; Ποια είναι η προοπτική τους;
«Ως Υπηρεσία που είναι αρμόδια για την ασφάλεια και την προστασία των μνημείων, η Αρχαιολογική Υπηρεσία της Αρτας πραγματοποίησε μεταξύ των ετών 2000-2011 μεγάλης κλίμακας εργασίες αποκατάστασης του μνημείου και συντήρησης των εξαιρετικά μαυρισμένων τοιχογραφιών, φθορά που είχε προκληθεί από ρύπους συσσωρευμένους στις ζωγραφικές επιφάνειες με την πάροδο του χρόνου και το άναμμα των κεριών μέσα στον ναό. Η Υπηρεσία μας έκτοτε πραγματοποιεί τακτικά ελέγχους στο μνημείο και εφαρμόζοντας προληπτική συντήρηση σε ευαίσθητα σημεία, μεριμνά για την έγκαιρη αποκατάσταση φθορών, οι οποίες μελλοντικά θα μπορούσαν να προξενήσουν μεγαλύτερη ζημία».

Για την επιτυχή αναβίωση του εθίμου απαιτούνται περίπου 10 τόνοι ξύλων. Παλαιότερα τα ξύλα μάζευαν οι νέοι στις όχθες του Aραχθου. ΦΩΤ: ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΑΡΤΑΣ»
Η Μεγάλη Φωτιά τις ημέρες του Πάσχα
Μετά την αγιοποίηση της Αγίας Θεοδώρας και την ανακήρυξή της σε πολιούχο της Αρτας, ο χώρος απέκτησε νέα σημασία και σταδιακά κατέληξε να είναι το κέντρο των εορταστικών εκδηλώσεων προς τιμήν της Αγίας, ενώ αποτελεί και πόλο έλξης των Αρτινών, όταν αναβιώνει, κυρίως, το έθιμο της Μεγάλης Φωτιάς του Πάσχα, με πρωτεργάτες τα μέλη του συλλόγου «Φίλοι του Ναού Αγίας Θεοδώρας». Για το έθιμο αυτό, αλλά και τη σύνδεση του χώρου με τη συνείδηση των Αρτινών, μιλήσαμε με τον πρόεδρο του συλλόγου, Αθανάσιο Κουρσάρη.
Ποιος είναι ο λόγος που ιδρύθηκε ο Σύλλογος «Φίλοι του Ναού Αγίας Θεοδώρας»;
«Ο Σύλλογος ιδρύθηκε για την καλλιέργεια των σχέσεων επικοινωνίας και αλληλεγγύης μεταξύ των μελών του, των ενοριτών και γενικότερα των πολιτών της Αρτας, για την προώθηση και ανάδειξη της ιστορίας, της πολιτιστικής κληρονομιάς και των παραδόσεων της γειτονιάς μας, για την ανάδειξη και προβολή του βυζαντινού ναού και του βίου της Αγίας Θεοδώρας, για τη μελέτη, προστασία και αναβάθμιση του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα του οικισμού που περιβάλλει τον Ιστορικό Ιερό Ναό της Αγίας Θεοδώρας, αλλά και για τη διατήρηση των εθίμων που λαμβάνουν χώρα στο προαύλιο του ναού».
Πώς αποφασίσατε την αναβίωση του εθίμου της Μεγάλης Φωτιάς τις ημέρες του Πάσχα;
«Το έθιμο της Μεγάλης Φωτιάς στην Αγία Θεοδώρα συνεχίζεται ακατάπαυστα και χάνεται στα βάθη των αιώνων προ Τουρκοκρατίας, και υποχρέωσή μας είναι η συνέχιση της αναβίωσης προκειμένου να μη χαθεί».
Μπορείτε να μας περιγράψετε με λίγα λόγια το έθιμο;
«Η διαδικασία ξεκινά αρκετές ημέρες πριν, όταν τα μέλη του Συλλόγου έρχονται σε επαφή με ενορίτες που επιθυμούν να συνεισφέρουν στη συγκέντρωση των ξύλων. Για πολλούς από αυτούς, η προσφορά ξύλων είναι μια μορφή τάματος, για την ευλογία των οικογενειών τους. Για την επιτυχή αναβίωση του εθίμου, απαιτούνται περίπου 10 τόνοι ξύλων. Παλαιότερα τα ξύλα μάζευαν οι νέοι στις όχθες του Αραχθου. Τη Μεγάλη Τετάρτη μεταφέρονται τα ξύλα σε σημείο της πλατείας, πλησίον του χώρου όπου θα ανάψει η φωτιά. Το κάλεσμα στους νέους και τους ενορίτες γίνεται για τη Μεγάλη Πέμπτη, περίπου στις 11.00 το πρωί, για την έναρξη της διαδικασίας του στησίματος των ξύλων.
Η τέχνη του στησίματος είναι ιδιαίτερη και έχει περάσει από γενιά σε γενιά. Τα ξύλα στήνονται σαν κωνική καλύβα. Πρώτα τοποθετείται το κεντρικό ξύλο, το οποίο πρέπει να είναι χλωρό, ψηλό και χοντρό, για να μην καεί εύκολα, και στην κορυφή να έχει διχάλα για να δέσουν τα υπόλοιπα ξύλα. Στη συνέχεια, οι υπόλοιποι χλωροί κορμοί τοποθετούνται σταυρωτά για να ισορροπήσουν και να στηριχθούν μόνοι τους. Τέλος, τα κενά γεμίζουν με ξερά ξύλα, ώστε να δημιουργηθεί μια συμπαγής κατασκευή. Ο στόχος είναι τα ξύλα να τοποθετηθούν με τέτοιον τρόπο ώστε, όταν ανάψει η φωτιά, να παραμείνουν όρθια μέχρι να σβήσει, χωρίς να καταρρεύσει η “καλύβα”.
Το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης ξεκινά η Ακολουθία των Παθών, με τους πιστούς να γεμίζουν πρώτα τον ναό και στη συνέχεια την πλατεία. Οι πιστοί καταφθάνουν από κάθε γωνιά της Ελλάδας για να συμμετάσχουν στο εντυπωσιακό αυτό έθιμο. Η μεγάλη στιγμή φθάνει όταν ο ιερέας διαβάζει το έκτο Ευαγγέλιο. Η Σταύρωση εξέρχεται από το Ιερό και η καμπάνα χτυπά πένθιμα. Τότε, μικροί και μεγάλοι, κρατώντας ένα κερί στο χέρι, πλησιάζουν την ξύλινη κατασκευή και ανάβουν τη φωτιά. Στην αρχή η φωτιά καίει σιγά, αλλά, μόλις τα ξύλα φουντώσουν, οι φλόγες υψώνονται πάνω από πέντε μέτρα, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό θέαμα.
Ο ναός, η πλατεία και ο κόσμος φωτίζονται με ένα εκπληκτικό πορτοκαλί χρώμα. Μαρτυρίες για την επιτέλεση του εθίμου κάθε Μεγάλη Πέμπτη, υπάρχουν για τουλάχιστον 300 χρόνια πίσω. Αναβίωνε στην ίδια ενορία, αλλά από δύο ναούς: στην πλατεία του Ναού της Αγίας Θεοδώρας, όπου συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα, και στη γειτονική πλατεία του Ναού του Αγίου Νικολάου, όπου έχει σταματήσει εδώ και πολλά χρόνια. Το έθιμο συμβολίζει τις φωτιές που άναψαν έξω από το κυβερνείο του Πόντιου Πιλάτου αναμένοντας την απόφαση για την τύχη του Ιησού. Εχει κατατεθεί πλήρης φάκελος στο υπουργείο Πολιτισμού προκειμένου να συμπεριληφθεί το έθιμο στο μητρώο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO».
Και η ευρύτερη γειτονιά Αγίου Νικολάου – Αγίας Θεοδώρας;
«Οι ενορίτες, συμμετέχοντας στις δράσεις, ενισχύουν την πολιτιστική ταυτότητα της πόλης, διατηρώντας ζωντανές τις παραδόσεις και τα έθιμα που έχουν περάσει από γενιά σε γενιά. Για τους νέους, αποτελεί μια ευκαιρία να συνδεθούν με την ιστορία και την παράδοση του τόπου τους. Η γειτονιά, που αποτελείται από τις παλιές συνοικίες (Ταμπακιάδες – Γεφυρόπουλο – Χάλα) διατηρεί κάπως την παλαιά της μορφή, με τα στενά σοκάκια, τα πολλά βυζαντινά και μεταβυζαντινά ξωκλήσια, τα μπαλκόνια με τα λουλούδια και τις λεμονιές στις αυλές. Είναι τόπος αναμνήσεων για τους μεγάλους, βόλτας και εξερεύνησης για νέους και επισκέπτες».
Οπως είδαμε, ο χώρος στον οποίο βρίσκεται το σχολείο μας, είναι από τους ιστορικότερους και σημαντικότερους της πόλης. Το 3ο Λύκειο Αρτας αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας αυτού του χώρου, όχι μόνο γιατί αποτέλεσε το πρώτο γυμνάσιο θηλέων που ιδρύθηκε στην Αρτα αλλά, πολύ περισσότερο, γιατί η αυλή του σχολείου κάθε απόγευμα αποτελεί χώρο αθλοπαιδιών αλλά και συνάντησης νέων ανθρώπων, ενώ τα καλοκαίρια διεξάγονται εδώ ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ετσι ο χώρος του σχολείου, εντασσόμενος στον ευρύτερο περίγυρο του Ναού της Αγίας Θεοδώρας, αναδεικνύεται σε κεντρικό πόλο της αρτινής ζωής.