Με εξαίρεση τα χρόνια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε το 2008 με το σκάνδαλο των ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου στις ΗΠΑ και το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων στις αγγλοσαξονικές χώρες, το οικονομικό αφήγημα της Ιρλανδίας τις τελευταίες πέντε δεκαετίες ήταν απολύτως επιτυχημένο.
Η Κελτική Τίγρη αναδύθηκε ως ένας σύγχρονος και δυναμικός τεχνολογικός κόμβος, ως υπόδειγμα ανάπτυξης και ως μαγνήτης των άμεσων ξένων επενδύσεων – χάρη και στον χαμηλό συντελεστή εταιρικού φόρου (12,5%) που η κυβέρνηση του Δουβλίνου υπερασπίστηκε με επιτυχία ως «κόκκινη γραμμή» ακόμα και απέναντι στις πιέσεις της τρόικας τη μνημονιακή περίοδο.
Tο προγεφύρωμα
Πίσω από τη λάμψη των ισχυρών στοιχείων αύξησης του ΑΕΠ, της απασχόλησης και της ακμάζουσας δραστηριότητας των πολυεθνικών εταιρειών (ως γνωστόν, η Ιρλανδία είναι το προγεφύρωμα των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών στην Ευρώπη), διαπιστώνει κανείς ένα παράδοξο.
Ενώ πρόκειται για έναν λαό με αποδεδειγμένα τεράστιες ικανότητες δημιουργίας πλούτου, «οι Ιρλανδοί έχουν μια από τις πιο άνισες και αντιπαραγωγικές κουλτούρες αποταμίευσης στην Ευρώπη», κατά τον συνεργάτη της δουβλινέζικης εταιρείας συμμετοχών VEF, Κέιθαλ Κάρολ.
Ο ιρλανδός διαχειριστής κεφαλαίων αναφέρει κάτι πολύ γνώριμο και παρ’ ημίν, στην Ελλάδα: «Ενα πενιχρό 1% των οικονομιών των ιρλανδικών νοικοκυριών επενδύεται σε μετοχές ή κεφάλαια, ενώ ένα εκπληκτικό 55% παραμένει συνδεδεμένο με ακίνητα. Ταυτόχρονα η συντριπτική πλειονότητα των ατομικών αποταμιεύσεων φυλάσσεται αδρανής σε λογαριασμούς καταθέσεων χαμηλής απόδοσης, αφημένη να διαβρώνεται συστηματικά από τον πληθωρισμό και δίχως να προσφέρει στους δικαιούχους κάποιον δίαυλο συμμετοχής στο παραγωγικό κεφάλαιο του έθνους ή κάποιο μερίδιο στην οικονομική του επιτυχία».
Τα ακίνητα
Σε άρθρο του στους «Irish Times» ο Κέιθαλ Κάρολ σημειώνει ότι πέρα από την οικονομική αναποτελεσματικότητα, η έωλη αυτή επενδυτική κουλτούρα είναι εν πολλοίς υπεύθυνη για την παρατηρούμενη επικίνδυνη, όπως τη χαρακτηρίζει, συγκέντρωση πλούτου, «κυρίως σε μια ενιαία, συχνά ασταθή κατηγορία περιουσιακών στοιχείων».
Αυτή η εξάρτηση από τα ακίνητα έχει επιδεινώσει τη χρόνια στεγαστική κρίση της Ιρλανδίας και επίσης οξύνει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες ενθαρρύνοντας τη δημιουργία μιας κοινωνίας δύο ταχυτήτων.
Από τη μια πλευρά ξεχωρίζει τους προνομιούχους κληρονόμους, κατά κανόνα, οι οποίοι συσσωρεύουν πλούτο αβίαστα, και από την άλλη τις νεότερες γενιές που φτωχοποιούνται δαπανώντας ένα τεράστιο ποσοστό του εισοδήματός τους για στέγαση και εν πάση περιπτώσει «αδυνατώντας να έχουν πρόσβαση στην ανατοκιστική δύναμη του κεφαλαίου».
Oπως ο Τραμπ
«Ενα τέτοιο μοντέλο είναι εγγενώς εύθραυστο. Είναι επιρρεπές σε κερδοσκοπικές φούσκες και ουσιαστικά αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στην υπόσχεση των μεταπολεμικών κοινωνιών για διάχυση της ευημερίας» σημειώνει ο αρθρογράφος, κατά τον οποίο το «συστημικό» αυτό ελάττωμα μπορεί να αντιμετωπιστεί υιοθετώντας ένα μέτρο που πρόσφατα εφάρμοσε, στη δεύτερη θητεία του, ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Κάρολ προτείνει στην ιρλανδική κυβέρνηση να ανοίγει έναν «καθολικό ψηφιακό επενδυτικό λογαριασμό για κάθε νεογέννητο, με αρχική χρηματοδότηση 1.000 ευρώ που θα εκταμιεύονται από τον εθνικό προϋπολογισμό». Αυτό το αρχικό κεφάλαιο θα μπορούσε να επενδυθεί στρατηγικά σε ένα διαφοροποιημένο, ευρείας βάσης κρατικό χρηματιστηριακό αμοιβαίο κεφάλαιο, «με ισχυρές, νομικά κατοχυρωμένες προστασίες που θα σχεδιαστούν για να διατηρούν τα επενδεδυμένα χρήματα μέχρι την ενηλικίωση».
«Συμπερίληψη»
«Κάτι τέτοιο θα έδινε αμέσως σε κάθε παιδί ένα απτό μερίδιο στην οικονομία» σημειώνει ο αρθρογράφος. Θα καλλιεργούσε τον «οικονομικό αλφαβητισμό» από νεαρή ηλικία, ενθαρρύνοντας μια γενεαλογική μετατόπιση στον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες βλέπουν την αποταμίευση και τις επενδύσεις και επιτρέποντας στην αγορά να επωφεληθεί από την παραγωγική ανατοκιστική δύναμη των αποταμιεύσεων, αφού «θα ενισχύει τη διαγενεακή δικαιοσύνη και την οικονομική κινητικότητα».
Η ιδέα αντλεί έμπνευση από επιτυχημένα παγκόσμια κινήματα που αποσκοπούν στον «εκδημοκρατισμό του κεφαλαίου» με πρότυπο την πρωτοβουλία «Invest In America», του Ντόναλντ Τραμπ. Διότι στις 4 Ιουλίου, που υπέγραψε τον «Big, Beautiful Bill» (τον «Μεγάλο, Ομορφο Προϋπολογισμό») ο αμερικανός πρόεδρος – και δεν ήταν τυχαία βέβαια η επιλογή της ημέρας της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας για την υπογραφή – ο Τραμπ προέβλεψε ότι σε κάθε παιδί που γεννήθηκε ή θα γεννηθεί στις ΗΠΑ από την 1η Ιανουαρίου 2025 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028, κατά τη διάρκεια της θητείας του δηλαδή, θα ανοίγει ένας επενδυτικός λογαριασμός 1.000 δολαρίων που θα χρηματοδοτείται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Είναι οι «Λογαριασμοί Τραμπ», κατά τον αμερικανικό Τύπο. Αλλά ο Κέιθαν Κάρολ θεωρεί ότι πρόκειται για τον απόλυτο «συμπεριληπτικό καπιταλισμό».
Ο Τραμπ απορρίπτει μετά βδελυγμίας τον όρο «συμπερίληψη», όμως το χιλιάρικο θα εισπράξουν (χάρη στο jus soli) και τα παιδιά των Μεξικανών και των Πορτορικανών που θα γεννηθούν επί των ημερών του στην αμερικανική επικράτεια.
Με κομπόδεμα ο «απογαλακτισμός» από την οικογένεια
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν προικοδοτεί τα νεογέννητα τόσο για εκπαιδευτικούς λόγους (για να καλλιεργήσει την επενδυτική κουλτούρα στις επόμενες γενιές δηλαδή) όσο για να στηρίξει τις οικογένειες των φτωχών Αμερικανών που τον ψήφισαν. Οι νέοι «MAGA» που καθιερώνει (Money Account for Growth and Advancement) έχουν σκοπό να βοηθήσουν τα παιδιά να έχουν ένα κομπόδεμα όταν θα ενηλικιωθούν και «απογαλακτιστούν» από την οικογένειά τους. Υπολογίζεται ότι με μέση ετήσια απόδοση 7%, το χιλιάρικο στην ηλικία των 25 ετών θα έχει γίνει 5.400 δολάρια, ενώ αν δεν το αγγίξει κανείς μέχρι να συνταξιοδοτηθεί, θα εισπράξει ένα εφάπαξ άνω των 81.000 δολαρίων.
Αν το μέτρο εφαρμοζόταν στην Ιρλανδία, το κόστος υπολογίζεται στα 55 έως 65 εκατ. ευρώ ετησίως, δηλαδή μικρότερο του 0,1% του προϋπολογισμού της χώρας. Και άλλες χώρες του πλανήτη έχουν θεσπίσει εξάλλου μέτρα προικοδότησης των νεογέννητων και ενθάρρυνσης της τεκνοποίησης, κυρίως για δημογραφικούς λόγους. Ετσι στη Νότια Κορέα οι γονείς των βρεφών έως ενός έτους εισπράττουν βοήθημα περίπου 750 δολαρίων μηνιαίως, σύμφωνα με το Bloomberg.
Στη Φινλανδία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, τη Λιθουανία, την Πολωνία, την Τσεχία, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Σιγκαπούρη οι κυβερνήσεις πριμοδοτούν τις γεννήσεις.
Στην Κίνα από το 2015 η κυβέρνηση ανέτρεψε πλήρως την περιβόητη «πολιτική τού ενός παιδιού» που είχε υιοθετήσει ο μεταρρυθμιστής ηγέτης Ντενγκ Χσιάο Πινγκ το 1979 δίνοντας κίνητρα στα ζευγάρια για να αποκτήσουν και δεύτερο και τρίτο παιδί. Ο στόχος του Ντενγκ να συγκρατήσει τη μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση της χώρας του επιτεύχθηκε, αλλά πλέον η πλάστιγγα έγειρε προς την άλλη πλευρά με αποτέλεσμα να αποκτά και η Κίνα δημογραφικό πρόβλημα. Επιπλέον, περιορίστηκε δραματικά ο γυναικείος πληθυσμός της χώρας, καθώς τα περισσότερα ζευγάρια φρόντιζαν το μοναδικό παιδί που αποκτούσαν να είναι αγόρι.
