Εντονο προβληματισμό προκαλούν στην Αθήνα οι ραγδαίες εξελίξεις που καταγράφονται στις διαπραγματεύσεις με στόχο την ειρήνευση στο ρωσο-ουκρανικό μέτωπο, καθώς αφενός διαφαίνεται ότι για πρώτη φορά από το 1945 θα επιβληθούν ευρέα εδαφικά τετελεσμένα διά της χρήσης βίας, αφετέρου η διεθνής τάξη πραγμάτων και η διπλωματία στη βάση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου τίθενται στο περιθώριο, και μάλιστα με εκκωφαντικό τρόπο.
Παραλλήλως, το δυτικό σύστημα ασφαλείας σχεδιάζεται εκ νέου, εν μέσω μιας ιστορικής συγκυρίας και υπό τους καινοφανείς όρους που θα διαμορφωθούν πίσω από τα σύνορα Ρωσίας – Ουκρανίας. Η Ευρώπη αναλαμβάνει – θέλοντας ή μη – πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεταπολεμική εποχή και η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με κρίσιμα στρατηγικά διλήμματα.
Τα τετελεσμένα επί του εδάφους
Από την πρώτη ημέρα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία η Αθήνα, ακολουθώντας αυτήν που αποκλήθηκε «εξωτερική πολιτική αρχών», συντάχθηκε με την τότε αμερικανική διοίκηση, το ΝΑΤΟ και τον πυρήνα της ΕΕ. Η παραβίαση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας καταδικάστηκε ρητά, ενώ αποφασίστηκε να παρασχεθεί βοήθεια υπέρ του αμυνομένου.
Η γραμμή – η οποία κατακρίθηκε κυρίως από την εκ δεξιών αντιπολίτευση – παραμένει έως σήμερα ίδια: μια χώρα που απειλείται από έναν κατεξοχήν αναθεωρητικό γείτονα δεν μπορεί παρά να ταχθεί εμπράκτως κατά του ρωσικού επεκτατισμού, πολλώ δε μάλλον όταν το 36% της Κύπρου κατέχεται εδώ και 52 χρόνια από τα τουρκικά στρατεύματα. «Πώς αλλιώς θα ζητούσαμε συμμαχική συνδρομή σε περίπτωση προσβολής των ελληνικών συνόρων;» ήταν η ερώτηση που απηύθυναν τακτικά οι κυβερνώντες προς όσους εξέφραζαν δεύτερες σκέψεις.
Το έδαφος όμως, που για την Ελλάδα αποτελεί «κόκκινη» γραμμή, διακυβεύεται πλέον μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών, με τη Δύση μάλιστα να εμφανίζεται διαιρεμένη, καθώς ο μεν Ντόναλντ Τραμπ θεωρεί δεδομένη την αναθεώρηση των συνόρων, οι δε Ευρωπαίοι τηρούν ακόμα αντιστάσεις, οδεύοντας όμως σταδιακά σε μια εξ ανάγκης υποχώρηση. Αλλωστε, οριστική λύση χωρίς de facto ρωσική κυριαρχία σε μεγάλο τμήμα περιοχών της Νοτιοανατολικής Ουκρανίας δεν πρόκειται να υπάρξει, με έμπειρους έλληνες διπλωμάτες να λένε στο «Βήμα» πως «το τρομακτικό είναι ότι υπήρξε συζήτηση (σ.σ.: στο αρχικό αμερικανικό σχέδιο των 28 σημείων) και για de jure αναγνώριση των εδαφικών τετελεσμένων». Αυτό, όπως επισημαίνουν, ουδέποτε πρόκειται να συμβεί, αποτυπώνει όμως την ταχεία αλλαγή παραδείγματος στη διεθνή γεωπολιτική πραγματικότητα.
Ευλόγως, η διαφαινόμενη έμμεση «επιβράβευση» του ρωσικού αναθεωρητισμού ανησυχεί κατά κόρον την Αθήνα, καθώς ανοίγει ένας επικίνδυνος δίαυλος νομιμοποίησης του επεκτατισμού. «Εάν η Μόσχα καταλαμβάνει διά των όπλων το 20% της Ουκρανίας, γιατί να μην επιχειρήσει κάτι αντίστοιχο και η Τουρκία;» αναρωτιούνται οι συνομιλητές μας, με τις αναλογίες πάντως να εμπεριέχουν αρκετές διαφορές. Ετερο πρόβλημα είναι η σχεδόν πλήρης υπέρβαση των παραδοσιακών μορφών διπλωματίας, συνδυαζόμενο μάλιστα με την αδυναμία των Ευρωπαίων να καθορίσουν τις παραμέτρους της ειρήνης. Αρκεί η συνομιλία (διέρρευσε στο Bloomberg) του Στιβ Γουίτκοφ, ειδικού απεσταλμένου του αμερικανού προέδρου για το Ουκρανικό, με τον στενό συνεργάτη του Βλαντίμιρ Πούτιν, Γιούρι Ουσάκοφ, για να εμπεδώσει κανείς το πώς προσεγγίζει ο Λευκός Οίκος τις διεθνείς σχέσεις, χωρίς ερείσματα στα παραδοσιακά εργαλεία όπως το Διεθνές Δίκαιο.
Ανεξαρτήτως της μορφής που θα λάβει η συμφωνία, όταν τελικά υπογραφεί, η κυβέρνηση καλείται ήδη να αποκωδικοποιήσει τις σύγχρονες προτεραιότητες του ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας, με το κέντρο βάρους να μεταφέρεται στην ανατολική επικράτεια της Ενωσης προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια πιθανή νέα ρωσική απειλή στο μέλλον. Τα νότια σύνορα περνούν εκ των πραγμάτων σε δεύτερη μοίρα, εξού και στις παρεμβάσεις του στις Συνόδους Κορυφής της Κοπεγχάγης και των Βρυξελλών ο κ. Μητσοτάκης ανέδειξε την ανάγκη προστασίας και του Νότου, δείχνοντας προφανώς προς την αναθεωρητική Τουρκία. Σχετική αναφορά πάντως στη «Στρατηγική Πυξίδα» των 27 (συντάχθηκε το 2022 εν μέσω του πολέμου) δεν υπάρχει, με τους επικριτές της κυβερνητικής εξωτερικής πολιτικής να καταλογίζουν στην ηγεσία μονομερή ανάγνωση των δεδομένων.
«Ηταν μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα να συνδέσει τη συμμετοχή της στον μηχανισμό που στήθηκε για την προστασία μιας εκτός ΝΑΤΟ και ΕΕ χώρας με τη ρητή δέσμευση των συμμάχων ότι θα συνδράμουν σε περίπτωση που η ίδια δεχθεί επίθεση από την Τουρκία» λέει στο «Βήμα» έμπειρο στέλεχος που έχει υπηρετήσει στα υψηλά κλιμάκια της ελληνικής διπλωματίας. Προσθέτει δε ότι η Ελλάδα πλήττεται από το ενδεχόμενο εισόδου της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση καθώς αξιολογότατο μέρος των κοινοτικών πόρων θα δίνεται σε βάθος χρόνου για τις επιτακτικές ανάγκες του Κιέβου.
Την ίδια ώρα φαίνεται ότι οι ελληνορωσικές σχέσεις έχουν διαρραγεί πλήρως, καθώς η Μόσχα θεωρεί ότι η Αθήνα υπερέβη με τη στήριξη της Ουκρανίας κατά πολύ τα εσκαμμένα, αγνοώντας πλήρως τους παραδοσιακούς δεσμούς των δύο κρατών. Ανώτερες διπλωματικές πηγές πάντως επισημαίνουν στο «Βήμα» ότι «η στάση της Ελλάδας δεν ήταν σε καμία περίπτωση λανθασμένη, κι αυτό σήμερα της πιστώνεται απ’ όλους. Δεν είναι ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά, πράξαμε το σωστό, και αυτό θα μας προσκομίσει πολύ περισσότερα οφέλη».
Ο επιτήδειος ουδέτερος και ο προβλέψιμος σύμμαχος
Οι περισσότεροι αναλυτές «βλέπουν» πάντως την Τουρκία ως άτυπη νικήτρια στο περιφερειακό παίγνιο διπλωματίας που στήθηκε πέριξ του Ουκρανικού. Διακρατώντας σχέσεις με αμφότερες τις πλευρές, σε μια παραλλαγή του παλαιόθεν γνωστού σχήματος του «επιτήδειου ουδέτερου», η Αγκυρα αφενός συνδιαμορφώνει την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, αφετέρου κεφαλαιοποιεί τη θέση της μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η κυβέρνηση Ερντογάν έχει δηλώσει επανειλημμένως διαθέσιμη να συμμετέχει στις δυνάμεις που θα εγγυηθούν την ασφάλεια της Ουκρανίας, στέλνοντας στρατεύματα επί του εδάφους, ενώ την ίδια ώρα αποτελεί αναπόσπαστο παράγοντα της υπό σχεδιασμό συλλογικής αμυντικής βιομηχανίας, είτε αυτή αφορά την αποκαλούμενη «Συμμαχία των Προθύμων», είτε το ευρωπαϊκό εγχείρημα αυτονομίας, είτε το ΝΑΤΟ. Επιπλέον, σε μια αντιστροφή της Ιστορίας, η Τουρκία αντιμετωπίζεται ξανά, όπως συνέβη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως ύστατη γραμμή ανάσχεσης του ρωσικού επεκτατισμού.
Η Αθήνα θα δυσκολευτεί να αποτρέψει τη μεγέθυνση της τουρκικής επιρροής στη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών πραγμάτων μετά τη λήξη της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης. Οσον αφορά τις εξελίξεις επί του εδάφους, και δη τον μηχανισμό παροχής εγγυήσεων στην Ουκρανία, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θα τηρήσει διακριτές αποστάσεις, παρά τις όποιες πιέσεις ενδεχομένως να της ασκηθούν, ουσιαστικά αυτοαποκλειόμενη από την πρώτη γραμμή, διά της οποίας όμως θα μπορούσε να μεγεθύνει το διπλωματικό κεφάλαιό της. Υπό συζήτηση παραμένει το ενδεχόμενο περαιτέρω αμυντικής συνδρομής προς το Κίεβο, π.χ. με ενδιάμεσους σταθμούς, όπως στην περίπτωση της πώλησης μαχητικών Μιράζ στη Γαλλία, διά της οποίας και θα ενταχθούν στην ουκρανική αεράμυνα. Αυτή που θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη είναι η συμμετοχή μεγάλων ελληνικών εταιρειών στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας.
Από την κυβέρνηση πάντως απορρίπτουν τον απαξιωτικό χαρακτήρα του όρου «προβλέψιμος σύμμαχος», στέκονται στη λογική της αξιοπιστίας στη βάση της οποίας κινείται διαχρονικά η Ελλάδα και υπενθυμίζουν ότι πλέον η χώρα αξιοποιείται από την Ουάσιγκτον και ως ενεργειακός κόμβος. Αντιστοίχως επισημαίνεται ο στρατηγικός χαρακτήρας των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και αναδεικνύεται η μεγάλη ευκαιρία της συγκυρίας: η μετατροπή της Ελλάδας σε αφετηρία ενός εναλλακτικού διαδρόμου μεταφοράς εμπορευμάτων, αμυντικού υλικού, προσωπικού κ.λπ. προς την Ανατολική Ευρώπη, με παράκαμψη των Στενών και της Μαύρης Θάλασσας. Βέβαια για την υλοποίηση αυτής της προοπτικής απαιτείται τάχιστη αναβάθμιση των υποδομών σε όλα τα επίπεδα, αλλά και υπέρβαση υψηλών εμποδίων όπως ο έλεγχος των δύο μεγαλύτερων λιμανιών της χώρας από εταιρείες κινεζικών και ρωσικών συμφερόντων.
