Ενας από τους λόγους που η «Τζοκόντα» παρουσιάζεται σπάνια είναι η εξαιρετική δυσκολία των πρωταγωνιστικών ρόλων. Του ομώνυμου ρόλου πρωτίστως, αλλά και εκείνων που τον πλαισιώνουν, γυναικείων και ανδρικών. Οπερα φτιαγμένη για φωνές που μπορούν να φτάσουν στα άκρα, αλλά και για προσωπικότητες με ταμπεραμέντο και με υποκριτικό εκτόπισμα, το αριστούργημα του Αμίλκαρε Πονκιέλι επιστρέφει στη σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής έπειτα από 20 χρόνια. Η νέα σειρά παραστάσεων, διεθνής συμπαραγωγή της ΕΛΣ με το Πασχαλινό Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ και τη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου, φέρνει στην Ελλάδα τρεις διακεκριμένες λυρικές ερμηνεύτριες με εντυπωσιακές διεθνείς σταδιοδρομίες. Η υψίφωνος Αννα Πιρότσι, η οποία ερμηνεύει την Τζοκόντα, και οι μεσόφωνοι Αλίσα Κολόσοβα και Ανίτα Ρατσβελισβίλι, οι οποίες ερμηνεύουν αντιστοίχως τη Λάουρα και την Τσέκα, λίγο πριν από την πρεμιέρα τους μας εισάγουν στην ατμόσφαιρα του έργου. Και εξηγούν γιατί μια όπερα που έκανε πρεμιέρα το 1876 στη Σκάλα του Μιλάνου εξακολουθεί να μοιάζει τόσο σύγχρονη.
Αννα Πιρότσι (Τζοκόντα)
«Είναι ένας ρόλος πάρα πολύ δύσκολος»
Πώς θα περιγράφατε την ηρωίδα που ερμηνεύετε;
«Η δική μου Τζοκόντα είναι όπως τη θέλουν ο Πονκιέλι και ο λιμπρετίστας Αρίγκο Μπόιτο. Είναι αληθινή! Αφηγούμαι την ιστορία της και προσπαθώ να είμαι όσο πιο ειλικρινής γίνεται απέναντι στον χαρακτήρα της, να μπω στη θέση της, να νιώσω τον πόνο της για τη μητέρα της, για την αγάπη που απορρίφθηκε, και για τον Μπάρναμπα, τον άνδρα που την καταδιώκει και δεν την αφήνει να ζήσει. Είναι υπέροχο που στο τέλος αποφασίζει να συγχωρέσει, να κινηθεί προς το φως, διαλέγει τον δρόμο της ειρήνης και όχι της εκδίκησης – ένα σημαντικό μήνυμα και για τη σημερινή εποχή. Αυτή είναι η δική μου Τζοκόντα: μια αληθινή γυναίκα, με προσωπικότητα και με το θάρρος των συναισθημάτων της».
Ο ρόλος χαρακτηρίζεται από εκρήξεις δραματικής έντασης αλλά ταυτόχρονα και από στιγμές λυρικότητας και τρυφερότητας. Πώς ισορροπείτε αυτά τα δύο στοιχεία στη φωνητική και σκηνική σας ερμηνεία;
«Η Τζοκόντα είναι ένας πάρα πολύ δύσκολος ρόλος, τόσο φωνητικά όσο και ερμηνευτικά. Θέλει κάτι παραπάνω από μια καλή φωνητική απόδοση. Πρέπει να βρεις το δράμα της μέσα στη φωνή σου, αλλά και τη γλυκύτητα και την τρυφερότητά της. Δόξα τω Θεώ, αυτά τα στοιχεία, αυτές οι αποχρώσεις, υπάρχουν στη φωνή μου. Γι’ αυτό μπορώ να ερμηνεύω τέτοιους ρόλους: Επειδή διαθέτω την παλέτα των χρωμάτων που απαιτούν χαρακτήρες όπως αυτός. Ελπίζω το κοινό να συγκινηθεί από την αλήθεια που μεταδίδει η Τζοκόντα, από τα ευγενή αισθήματά της, την αγάπη για τη μητέρα, τη θρησκεία και τον Θεό, τη συγχώρεση. Αυτή είναι η δική μου Τζοκόντα: Ξεκινάει απαλά, σχεδόν δειλά στη σκηνή, και οδηγείται στην κορύφωση με τη διάσημη άρια της αυτοκτονίας, το “Suicidio”, και με το φινάλε όπου αντιμετωπίζει τον Μπάρναμπα για τελευταία φορά, οπότε… Σε αυτή την παραγωγή επιφυλάσσουμε μια έκπληξη που δεν θα αποκαλύψω. Ελάτε να μας δείτε!».
Υπάρχουν ερμηνείες που σας επηρέασαν στην προσέγγισή σας;
«Πρότυπά μου είναι η Ρενάτα Τεμπάλντι, η Μαρία Κάλλας και η Ανίτα Τσερκουέτι, τρεις μεγάλες Τζοκόντες του παρελθόντος τις οποίες θαυμάζω βαθύτατα. “Εχτισα” τη θεατρική μου ερμηνεία ακούγοντας αυτές τις σπουδαίες καλλιτέχνιδες, άντλησα πολλά από τις δικές τους εκδοχές σχετικά με το φραζάρισμα, τη μουσικότητα, τις δραματικές αποχρώσεις. Εννοείται όμως πως, όποιες και αν είναι οι επιρροές, τον ρόλο θα τον τραγουδήσω με τη δική μου φωνή. Στο τέλος αυτή η Τζοκόντα θα είναι η δική μου Τζοκόντα».
Αλίσα Κολόσοβα (Λάουρα)
«Αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο…»
Τι σας συγκινεί περισσότερο στον ρόλο σας;
«Αυτή η ήρεμη αξιοπρέπεια, η δύναμη να παραμένεις ευγενικός ακόμη κι όταν η ζωή σε δοκιμάζει. Οπως και η Λάουρα, γνωρίζω τι σημαίνει να προστατεύεις τον εαυτό σου και τους ανθρώπους που αγαπάς, ενώ βιώνεις μια σύγκρουση. Υπάρχουν στιγμές που η ζωή γίνεται περίπλοκη, που πρέπει να παλέψεις. Το θάρρος της Λάουρα, η ικανότητά της να κρατά ανοιχτή την καρδιά της παρά τον πόνο, είναι κάτι που καταλαβαίνω πολύ καλά. Και συνεχίζω να πιστεύω ότι ο Θεός, το Σύμπαν – ας το ονομάσει καθένας όπως θέλει –, θα σε καθοδηγήσει. Αρκεί να συνεχίσεις να προσεύχεσαι. Επιστρέφοντας στην όπερά μας, η ιστορία της Λάουρα είναι μια ιστορία αβεβαιότητας. Εξωτερικά, η ζωή της φαίνεται τακτοποιημένη – ένας αξιοπρεπής γάμος, μια καλή κοινωνική θέση. Ωστόσο μέσα της παλεύει ανάμεσα σε εκείνο που νιώθει και σε εκείνο που νομίζει ότι “πρέπει” να νιώθει. Είναι σχεδόν έτοιμη να απαρνηθεί την αγάπη της· προσεύχεται, ζητά τη βοήθεια της Παναγίας, κι αυτό δείχνει και απόγνωση και μια βαθιά επιθυμία να πράξει το σωστό. Αλλά τι είναι, στην πραγματικότητα, “σωστό”; Ειδικά στη θέση της; Κανείς μας δεν ξέρει. Κάθε επιλογή μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα απρόσμενο μέρος. Αυτό που την κάνει ανθρώπινη για μένα είναι η ειλικρίνεια, η αμφιβολία, η ήσυχη δύναμή της. Λατρεύω να την τραγουδώ γιατί η μουσική της έχει συγκινητική φυσικότητα, γιατί δεν χρειάζεται να “χτίσω” τίποτα, απλώς το αφήνω να συμβεί. Επειτα από τόσους δραματικούς και έντονους ρόλους, είναι μια ξεχωριστή εμπειρία να τραγουδώ κάποιον ρόλο σαν τη Λάουρα, έναν από τους λίγους σχεδόν αθώους χαρακτήρες που έχω υποδυθεί ποτέ. Συνήθως είμαι η δυνατή ή η επικίνδυνη, οπότε αυτή τη φορά είναι όμορφο απλώς να είμαι η πριγκίπισσα».
Η σχέση της Λάουρα με την Τζοκόντα είναι από τα πιο ενδιαφέροντα ψυχολογικά δίπολα της όπερας. Πώς δουλεύετε την επί σκηνής δυναμική τους με τη συμπρωταγωνίστριά σας;
«Η ένταση ανάμεσα στη Λάουρα και την Τζοκόντα δεν πηγάζει μόνο από την αγάπη και τη ζήλια, αλλά και από το γεγονός ότι οι δύο γυναίκες προέρχονται από δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Η Λάουρα ανήκει στην αριστοκρατία – ζει προστατευμένη, σεβαστή, μέλος ενός προνομιούχου κύκλου –, ενώ η Τζοκόντα ζει σε έναν κόσμο που αγωνίζεται για την επιβίωση. Κοιτάζουν η μία την άλλη από μια κοινωνική απόσταση που, στην εποχή τους, ήταν αδύνατο να γεφυρωθεί. Αυτό είναι που κάνει τις συναντήσεις τους τόσο έντονες: Φοβούνται η μία την άλλη. Ωστόσο, κάτι βαθιά ανθρώπινο τις συνδέει. Η Τζοκόντα βλέπει στη Λάουρα τη γυναίκα που της στέρησε την ευτυχία, αλλά και κάποιον που, όπως κι εκείνη, είναι παγιδευμένος από τη μοίρα. Η Λάουρα, από την άλλη, διαισθάνεται στην Τζοκόντα μια δύναμη και μια καθαρότητα – στοιχεία που η ίδια έχει χάσει. Οταν η Τζοκόντα σώζει τη Λάουρα, σε μια από τις πιο δυνατές στιγμές της όπερας, επιτέλους οι δύο γυναίκες βλέπουν η μία την άλλη όπως πραγματικά είναι. Χωρίς να θέλω να ακουστώ συναισθηματική, η ιστορία τους μου θυμίζει ότι αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο θα έβρισκαν τον κατάλληλο τρόπο, ακόμα και μέσα από τη σύγκρουση. Θα υπήρχε περισσότερη ειρήνη, περισσότερη ενσυναίσθηση, και κανείς δεν θα μιλούσε πια για “νικηφόρους” πολέμους. Κατά τα άλλα, η συνεργασία με την Ανα είναι πάντα χαρά. Η φωνή της είναι μοναδική, γεμάτη δύναμη. Θέτει ψηλά τον πήχη για όλους. Εχουμε τραγουδήσει μαζί πολλές φορές και γνωριζόμαστε πάνω από δέκα χρόνια. Είμαστε πολύ κοντά, σχεδόν σαν αδελφές, και ακόμη κι εδώ στην Αθήνα περνάμε σχεδόν όλον τον χρόνο μαζί. Αυτή η σύνδεση κάνει ό,τι συμβαίνει στη σκηνή να φαίνεται αληθινό και ζωντανό».
Σε σύγκριση με άλλους ρόλους του ρεπερτορίου σας, είναι η Λάουρα δύσκολος ρόλος;
«Είναι ένας πολύ απαιτητικός ρόλος με κάθε έννοια. Η τεσιτούρα της συχνά θυμίζει σοπράνο, όμως ο Πονκιέλι ήθελε τη ζεστασιά και το βάθος της φωνής της μεσοφώνου. Η πρόκληση είναι να κρατήσεις τον έλεγχο της φωνής ενώ η καρδιά σου καίγεται, να διατηρείς αυτή τη ζεστασιά, αυτό το ιδιαίτερο χρώμα ενώ ελαφρώνεις για να τραγουδήσεις την ψηλή τεσιτούρα. Για μένα, αυτό είναι και το πιο όμορφο μέρος του ρόλου, απαιτεί πειθαρχία στη φωνή αλλά και απόλυτη συναισθηματική ειλικρίνεια. Η Λάουρα είναι η ήρεμη καρδιά της “Τζοκόντα”, η ανθρώπινη ζεστασιά μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο ζήλια και θυσίες. Δεν είναι η αντίζηλος της Τζοκόντα, αλλά ο καθρέφτης της, μια γυναίκα της οποίας το πάθος μεταμορφώνεται σε έλεος, και της οποίας η γαλήνη γεννιέται μέσα από τον πόνο».
Ανίτα Ρατσβελισβίλι
(Λα Τσέκα – Η τυφλή)
«Σύμβολο εσωτερικού φωτός που δεν σβήνει»
Η Τσέκα, η μητέρα της Τζοκόντα, είναι μια μορφή σοφίας και πνευματικής καθαρότητας. Πώς προσεγγίζετε τη συμβολική της διάσταση;
«Για μένα η Τσέκα αντιπροσωπεύει την ψυχή της Τζοκόντα, ένα σύμβολο εσωτερικού φωτός και πίστης που δεν σβήνει ποτέ, ακόμη και μέσα στο σκοτάδι. Μπορεί να είναι τυφλή, αλλά βλέπει με την καρδιά της, και η πνευματική της καθαρότητα λειτουργεί ως οδηγός για όλους τους άλλους χαρακτήρες. Η δική μου Τσέκα είναι μια γυναίκα βαθιάς ανθρωπιάς και καλοσύνης. Προσπαθώ να αναδείξω τη σιωπηλή της δύναμη και την ικανότητά της να συγχωρεί και να αγαπά χωρίς όρους. Δεν είναι μόνο μια ιερή μορφή, είναι βαθιά ανθρώπινη».
Παρότι βρίσκεται για λίγο στη σκηνή, συνήθως αφήνει έντονο δραματικό αποτύπωμα. Πώς προσπαθείτε να το επιτύχετε αυτό;
«Είναι αλήθεια ότι η Τσέκα δεν εμφανίζεται πολύ, αλλά η παρουσία της παραμένει αξέχαστη, γιατί κάθε φράση της κουβαλά συγκινησιακό και πνευματικό βάρος. Για να δημιουργήσω αυτό το αποτέλεσμα, εστιάζω στην απόλυτη ακινησία και στην εσωτερική ένταση. Η ενέργειά της εκπέμπεται από μέσα της, όχι από την κίνηση ή τη χειρονομία. Φωνητικά, η πρόκληση είναι να συνδυάσεις τη ζεστασιά και τη στρογγυλάδα της φωνής της μεσοφώνου με την ιερή αξιοπρέπεια-λιτότητα της μουσικής της. Κάθε νότα πρέπει να μοιάζει με προσευχή, μια προσευχή που ισορροπεί ανάμεσα στη δύναμη και την ευθραυστότητα».
Εχετε ερμηνεύσει πολλούς δραματικούς ρόλους για μεσόφωνο. Τι θέση έχει η Τσέκα στο ρεπερτόριό σας;
«Είναι πολύ διαφορετική από τις παθιασμένες και γήινες γυναίκες που υποδύομαι συχνά, την Αμνέριδα ή την Κάρμεν. Αυτοί οι χαρακτήρες ζουν μέσα από την αγάπη, τη ζήλια και την εξουσία, ενώ η Τσέκα ζει μέσα από την πίστη, την αφοσίωση και τη θυσία. Αυτό που την κάνει μοναδική είναι η γαλήνη της, δεν μάχεται ενάντια στη μοίρα, την αποδέχεται με χάρη και αγάπη. Αυτή η εσωτερική της ειρήνη την αναδεικνύει σε μια σχεδόν μυστικιστική παρουσία, και το να την τραγουδώ είναι για μένα μια βαθιά συναισθηματική και πνευματική εμπειρία».
Η υπόθεση
Διαδραματίζεται στη Βενετία του 17ου αιώνα. Η πλανόδια τραγουδίστρια Τζοκόντα αγαπά τον νεαρό ευγενή Εντσο Γκριμάλντο, ο οποίος όμως είναι ερωτευμένος με τη Λάουρα Αντόρνο, τη σύζυγο του πανίσχυρου Αλβίζε Μπαντοέρο. Ο σκοτεινός Μπάρναμπα, κατάσκοπος της Ιεράς Εξέτασης, ποθεί την Τζοκόντα και, όταν εκείνη τον απορρίπτει, εκδικείται καταδίδοντας την τυφλή μητέρα της, την επονομαζόμενη «Λα Τσέκα», ως μάγισσα. Επειτα από μια σειρά εντάσεων, παρεξηγήσεων και συνωμοσιών η Τζοκόντα επιλέγει να βοηθήσει τη Λάουρα και τον Εντσο να φύγουν και να ζήσουν ελεύθεροι θυσιάζοντας τον δικό της έρωτα. Οταν ο Μπάρναμπα τη βρίσκει και τη διεκδικεί ξανά, εκείνη προτιμά να αυτοκτονήσει παρά να υποταχθεί.
INFO Το έργο έκανε πρεμιέρα χθες, Κυριακή 19 Οκτωβρίου. Παραστάσεις θα δοθούν επίσης στις 22, 25, 29 Οκτωβρίου και στις 1, 4 και 7 Νοεμβρίου. Ωρα έναρξης: 19.00 (Κυριακή: 18.30).
