Από την πρώτη κιόλας σκηνή της, η τελευταία ταινία του Γιώργου Λάνθιμου ξέρει πώς να σου κινήσει την περιέργεια: γκρο πλαν σε ένα πανέμορφο, φωτεινό λουλούδι. Μια μέλισσα το πλησιάζει για τη γύρη. «Οπως το σεξ αλλά πιο καθαρά, κανείς δεν τραυματίζεται». Αυτή η σούπερ θετική εισαγωγή, ένας τρυφερός ύμνος προς την ίδια την ομορφιά της ζωής, θα έρθει σε πλήρη αντιδιαστολή με τη σκληρή συνέχεια και το άκρως απαισιόδοξο φινάλε, στην ακριβώς απέναντι, σάπια όχθη.
Ενδιαμέσως, με τον γνωστό, παιχνιδιάρικο τρόπο του, ο σκηνοθέτης του «Κυνόδοντα», του «Αστακού», της «Ευνοούμενης» και του «Poor Things», θα πλάσει μια αφηγηματικά στρωτή αλλά συγχρόνως λοξή ιστορία, στην οποία θίγονται ένα σωρό ζητήματα των καιρών μας – νιώθεις κυριολεκτικά σαν να βλέπεις ένα τεράστιο τραπέζι γεμάτο λουκούλλειες λιχουδιές.
Η καταπίεση σε εργασιακό περιβάλλον αλλά με τρόπους ευγενείας (είστε ελεύθεροι να φύγετε στις 17.00 – εκτός βεβαίως αν έχετε κάτι ακόμα να κάνετε, την επιλογή την αφήνουμε σε εσάς), η εκμετάλλευση των φαρμακοβιομηχανιών (στην ιστορία υπάρχει ένα ζήτημα με ένα φάρμακο που μπορεί να σώσει κόσμο αλλά παραμένει κρυφό), τα πειράματα που πραγματοποιούνται σε ανθρώπους, η ακραία φυγή προς το έγκλημα ώστε να δοθεί λύση εν είδει αυτοδικίας (απαγωγή, βασανιστήρια), η συνωμοσιολογία περί εξωγήινων.

Ολα αυτά είναι ζητήματα που απασχολούν πολύ κόσμο σήμερα και αποτελούν ψηφίδες της «Βουγονίας», η δράση της οποίας είναι κατά κύριο λόγο περιορισμένη μέσα σε ένα σπίτι, εκεί όπου το μεγαλοστέλεχος μιας πανίσχυρης πολυεθνικής εταιρείας (Εμα Στόουν) κρατείται αιχμάλωτο από δύο φουκαράδες που περισσότερο τους λυπάσαι αντί να τους φοβάσαι (Τζέσι Πλέμονς – ο εγκέφαλος και Εϊνταν Ντέλμπις – το τσιράκι του).
Ο λόγος για τον οποίο η κυρία κρατείται αιχμάλωτη γίνεται εξ αρχής σαφής αλλά εν συνεχεία η ταινία στολίζεται από σκηνές όπου η ανταλλαγή απόψεων και κοσμοθεωριών ανάμεσα στην ίδια και τον εγκέφαλο της απαγωγής δίνουν και παίρνουν. Στην πραγματικότητα παρακολουθούμε κάτι σαν kinky θέατρο του παραλόγου όπου τα πάντα (ακόμα και το φλερτ προς το σπλάτερ) μπορούν να συμβούν – χαρακτηριστικό εξάλλου όλων των ταινιών του συγκεκριμένου σκηνοθέτη
*Αίθουσα της Αθήνας, η Cinobo Πατησίων, παρουσιάζει την κωμωδία επιστημονικής φαντασίας του Τζανγκ Τζουν-Χουάν «Save the Green Planet», που αποτέλεσε έμπνευση του Γ. Λάνθιμου για τη «Βουγονία».
Νεκρανάσταση με αληθινή σουμέριαν προσευχή
Νεκρανάσταση σε συνδυασμό με ανισόρροπες οικογενειακές σχέσεις. Ιδού πώς μέσα σε λίγες λέξεις μπορεί να ορίσει κανείς την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας της σκηνοθέτριας και σεναριογράφου Τζούλια Μαξ. Η Μαξ θέλησε να πρωτοτυπήσει εντάσσοντας την ψυχανάλυση γυναικών – τύπου ας πούμε «Φθινοπωρινής σονάτας» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν – μέσα σε ένα κάδρο αποκρυφιστικού τρόμου, όπου τον πρώτο λόγο έχει μια νεκρανάσταση.
Πράγματι, το πρώτο μέρος της άκρως ενοχλητικής αυτής ταινίας είναι οι σκηνές επαναλαμβανόμενης έντασης ανάμεσα σε μια μάνα (Κέιτ Μπέρτον) και την κόρη της (Κόλμπι Μίνιφι), οι οποίες προφανώς δεν τα πήγαν ποτέ καλά μεταξύ τους και τώρα τσακώνονται σαν τον σκύλο με τη γάτα ενώ δίπλα τους αργοπεθαίνει ο πάτερ φαμίλιας. Η μάνα κάνει ό,τι μπορεί για να τον διατηρήσει στη ζωή ενώ όλα δείχνουν, προφανώς, τελειωμένα. Η Μαξ στρέφει το ενδιαφέρον της στον ίδιο τον τσακωμό των δύο γυναικών που βεβαίως είναι γεμάτος από καλά κρυμμένα μυστικά και το γεγονός ότι η κόρη δεν ήταν ποτέ στο σπίτι της ως θα όφειλε.
Στο δεύτερο μέρος, με την άφιξη του ειδικού στη νεκρανάσταση (Νιλ Σαντιλάντς) η ταινία αποκτά άλλο ύφος, δείχνοντας τα δόντια της στον πραγματικό τρόμο που σε ορισμένες σκηνές πράγματι λειτουργεί αποτελεσματικά (να σημειωθεί ότι η βασική απαγγελία που χρησιμοποιήθηκε στην τελετουργία της νεκρανάστασης είναι μια πραγματική σουμέριαν προσευχή, την οποία παρέδωσε στους δημιουργούς της ταινίας ο σύμβουλος αποκρυφισμού της παραγωγής, Κέβιν Γουέτμορ).
Αυτή η ταινία, μετά την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ SXSW θεωρήθηκε «κλασική», δημιουργώντας μάλιστα έναν νέο όρο στο είδος: Family Horror, δηλαδή οικογενειακός τρόμος.
Φαίνεται ότι πολύς κόσμος ή έχει ξεχάσει ή δεν έχει υπόψη του την ταινία τρόμου «Poltergeist – Το πνεύμα του κακού» του Τόμπι Χούπερ που γυρίστηκε πριν από 40 περίπου χρόνια και ήταν ακριβώς αυτό, οικογενειακός τρόμος (ό,τι και αν ο όρος αυτός τελικά σημαίνει). Ακόμα και ο μυστήριος τύπος που αναλαμβάνει τη νεκρανάσταση θυμίζει μακρινό «συγγενή» του εξορκιστή ιερέα που υποδύθηκε ο Μαξ φον Σίντοφ στον «Εξορκιστή» (1973).
