Βρετανικό μουσείο (Ελγίνου μάρμαρα) Στην ψυχρή του Μουσείου αίθουσα την κλεμμένη, ωραία, κοιτώ μοναχή Καρυάτιδα. Το σκοτεινό γλυκύ της βλέμμα επίμονα εστραμμένο έχει στο σφριγηλό του Διονύσου σώμα (σε στάση ηδυπαθείας σμιλευμένο) που δυο βήματα μόνον απέχει. Το βλέμμα το δικό του έχει πέσει στη δυνατή της κόρης μέση. Πολυετές ειδύλλιον υποπτεύομαι τους δυο αυτούς να ‘χει ενώσει. Κι έτσι, όταν το βράδυ η αίθουσα αδειάζει απ’ τους πολλούς, τους θορυβώδεις επισκέπτες, τον Διόνυσο φαντάζομαι προσεκτικά απ’ τη θέση του να εγείρεται των διπλανών γλυπτών και αγαλμάτων την υποψία μην κινήσει, κι όλος παλμό να σύρεται τη συστολή της Καρυάτιδας με οίνον και με χάδια να λυγίσει. Δεν αποκλείεται όμως έξω να ‘χω πέσει. Μιαν άλλη σχέση ίσως να τους δένει πιο δυνατή, πιο πονεμένη: Τις χειμωνιάτικες βραδιές και τις εξαίσιες του Αυγούστου νύχτες τους βλέπω, απ’ τα ψηλά να κατεβαίνουν βάθρα τους, της μέρας αποβάλλοντας το τυπικό τους ύφος, με νοσταλγίας στεναγμούς και δάκρυα τους Παρθενώνες και τα Ερεχθεία που στερήθηκαν στη μνήμη τους με πάθος ν’ ανεγείρουν. (Ερεβος, 1956) Πέρασα Because these wings are no longer wings to fly T.S. ELIOT Περπατώ και νυχτώνει. Αποφασίζω και νυχτώνει. Οχι, δεν είμαι λυπημένη. […] Περπάτησα πολύ στα αισθήματα, τα δικά μου και των άλλων, κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους να περάσει ο πλατύς χρόνος. Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα. Εγραψα γράμματα και ξαναέγραψα και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα. Ελαβα κάρτες σύντομες: εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα και κάτι χαιρετίσματα από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει. Οχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα. Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους, στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες. Και πολύ στις αλυσίδες. Εμαθα να διαβάζω χέρια και να χάνω χέρια. Οχι, δεν είμαι λυπημένη. Ταξίδεψα μάλιστα. Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει… Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος. Εχασα κι από δω, έχασα κι από κει. Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα κι απ’ την απροσεξία μου. Πήγα και στη θάλασσα. Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα. Φοβήθηκα τη μοναξιά και φαντάστηκα ανθρώπους. Τους είδα να πέφτουν απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης, που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης. Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες ορθόδοξης ερημίας. Οχι, δεν είμαι λυπημένη. Επιασα και φωτιά και σιγοκάηκα. Και δεν μου ’λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα. Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια, σκοτεινή, με ακόνισε. Οχι, δεν είμαι λυπημένη. Οσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει, κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό στα ξεροπόταμα και παρασύρθηκα. Οχι, δεν είμαι λυπημένη. Σε σωστή ώρα νυχτώνει. Aποσπάσματα (Το λίγο του κόσμου, 1971) Κονιάκ μηδέν αστέρων Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων. Οταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει – έχει μεγάλη πείρα ο χαμός. Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό του ανώφελου. Σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας σε ό,τι έχει πεθάνει. Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης της μικρής φωτογραφίας που είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της: νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι ενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης παραλίας. Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος; Θα πεις και πού δεν ήταν τότε θάλασσα. (Χαίρε ποτέ, 1988) Πρόσεχε Οταν στρώνεις το τραπέζι πριν καθίσεις να ελέγχεις σχολαστικά την αντικρινή σου καρέκλα αν είναι γερή μήπως τρίζει μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί αν υποσκάπτει το σκελετό σκουλήκι γιατί εκείνος που δεν κάθεται γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς. (Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, 2007) Καλοπροαίρετο σχόλιο Να μαζέψει τη γλώσσα της η παραπληροφόρηση. Ορκίζομαι πως δεν ελέχθη τίποτε Θεέ μου εναντίον σου εγώ απλώς και μόνον είπα πως η κάθε στιγμή γεννιέται από πολύ πρόωρο χώμα. (Δημόσιος καιρός, 2014)