Ο Γιώργος Βέλτσος έχει γράψει «δοκίμιο, θέατρο και ποίηση». Στην πραγματικότητα, επιμένει να γράφει (εδώ και τριάντα χρόνια τουλάχιστον) με έναν τρόπο που και συμπεριλαμβάνει αυτά τα τρία είδη και τα αμφισβητεί συγχρόνως. Αν υφίσταται κάτι σκανδαλώδες στη γραφή του Βέλτσου είναι ότι έχει καταφέρει να πορεύεται και να διασπείρεται αυτοαναιρούμενη, μέσα ακριβώς από την πιο πυρηνική διάστασή της, την επιτελεστική, η οποία δεν σημαίνει απαραιτήτως κάτι (δεν τείνει προς κάποιο νόημα κάθε φορά) αλλά, πάντοτε, κάνει κάτι (διαβρώνει, κλονίζει, αναδιατάσσει, επανατοποθετεί ορισμένα θέματα ή ορισμένες αισθητικές αντιλήψεις).
Η γραφή του Βέλτσου, ανεξαρτήτως της φόρμας που υπηρετεί (ή που ισχυρίζεται ότι υπηρετεί), δεν μπορεί παρά να είναι θεατρική διότι η συγκεκριμένη συνθήκη εκπληρώνει την ιδιοσυγκρασία της, ευνοεί τη συλλειτουργία σώματος και διανοίας και ανυψώνει, κατά τα λοιπά, αυτή τη δραματουργία της ύπαρξης στην οποία επιδίδεται ο Βέλτσος (με αυτοβιογραφίες, αυτομυθοπλασίες, ταυτίσεις και συγκρούσεις).
Εν πάση περιπτώσει, ο Βέλτσος γνωρίζει ότι η γλώσσα είναι πεδίο μάχης και πεδίο παιχνιδιού συνάμα (με τον εαυτό, τον κόσμο, τους άλλους ανθρώπους, τα άλλα γραπτά). Και με τη στοχαστική αυθάδεια που τον διακατέχει, γνωρίζει επίσης και κάτι άλλο: ότι οι αυθεντικές τραγωδίες είναι πλέον ανέφικτες στη μετανεωτερικότητα. Ναι, δεν γίνεται σήμερα να γράψουμε ή να ξαναγράψουμε τραγωδίες, γίνεται ωστόσο να τις μεταγράψουμε, με άλλα λόγια, να τις διασχίσουμε ανάποδα με αφετηρία τον δικό μας πολιτισμικό ορίζοντα και τις δικές μας αγωνίες. Αυτό επιχειρεί ο Βέλτσος στο βιβλίο του «Σχέδιο για Ηλέκτρα – Σχέδιο για Ιφιγένεια – Σχέδιο για Φαίδρα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα, τρία αρχαιόθεμα μονόπρακτα, θα λέγαμε, με εσωτερική συνοχή και σύγχρονη αντήχηση (τα οποία επικαλούνται, πέραν των κλασικών ασφαλώς, τον Χάινερ Μίλερ και τη Σάρα Κέιν).
Πλην όμως, γιατί «σχέδια»; Ισως γιατί η πολυσημία του «σχεδίου» δεν αφορά μόνο μια κατάσταση κειμενική αλλά και μια στρατηγική που, εδώ, έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ειρωνικού (πλην σεβαστικού) διεμβολισμού. Εχουμε, λοιπόν, μια Ηλέκτρα σε «μόνιμη θλίψη» (και σε μια κατά τα φαινόμενα ψυχοθεραπευτική/ψυχαναλυτική διαδικασία, με κάποιον που την αφήνει να τον αποκαλεί «γιατρό»), μια άπιαστη Ιφιγένεια που κάνει γιόγκα στις ερημιές αναρρώνοντας από σοβαρότατη ασθένεια, μια Φαίδρα που «είναι» και «παίζει» την ερωτευμένη με τον «άφυλο νεαρό» Ιππόλυτο. Ευρύτερα, έχουμε «ρόλους» και «ηθοποιούς» και «σκηνοθεσίες» και «παραστάσεις» της γραφής του Βέλτσου. Διότι, όπως γράφει κι αυτός, αρκούντως αποκαλυπτικά, «είμαι οντότητα συνειρμική μες στο κεφάλι μου».
