Μαρία Στεφανοπούλου Ημασταν τέσσερις. Δοκίμιο για τη φιλοσοφία του πόνου Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2018 σελ. 188, τιμή 16 ευρώ Το δοκίμιο αυτό της πολύ καλής πεζογράφου Μαρίας Στεφανοπούλου, βασισμένο στο έργο τεσσάρων κορυφαίων ρώσων ποιητών του 20ού αιώνα (της Μαρίνας Τσβετάγεβα, του Μπορίς Παστερνάκ, του Οσιπ Μαντελστάμ και της Αννας Αχμάτοβα) είναι κείμενο θαυμασμού και αγάπης. Πλην του Παστερνάκ, το έργο των υπολοίπων πολύ αργά – και πάντως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης – άρχισε να μεταφράζεται κάπως συστηματικά στα ελληνικά. Ως τότε οι λίγο-πολύ γνωστοί ποιητές της εποχής ήταν πρωτίστως ο Μαγιακόφσκι και (λιγότερο) ο Αλεξάντρ Μπλοκ, λόγω κυρίως των μεταφράσεων του Γιάννη Ρίτσου. Τα πράγματα έχουν αλλάξει – κι ευτυχώς. Διεθνώς πολλαπλασιάζονται οι σχετικές μελέτες, ενώ το άγνωστο ως τη δεκαετία του 1990 αρχειακό υλικό φωτίζει μια σκληρή και ανάξια εποχή, που το μέγεθος της βαρβαρότητάς της, στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον, ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Τολμηρή προσέγγιση Η Μαρία Στεφανοπούλου θεωρεί πως οι τέσσερις αυτοί ποιητές, που υπήρξαν και φίλοι, «έγραψαν σαν ένας άνθρωπος», ότι πρόκειται για «τέσσερις ξεχωριστές καρδιές ενός και μοναδικού ποιητή», που τους ενώνει η ντοστογεφσκική «φιλοσοφία του πόνου». Πρόκειται για τολμηρή προσέγγιση, μολονότι βέβαια στο αισθητικό – και όχι μόνον – επίπεδο οι διαφορές τους είναι ουσιαστικές. Η συγγένεια της Τσβετάγεβα, λ.χ., με τον Ρίλκε (όπως και του Παστερνάκ) είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που θα έβρισκε ανάμεσα στους παραπάνω από όσο με τον Μαντελστάμ ή την Αχμάτοβα. Αλλά και οι διαφορές στη ζωή τους είναι εξίσου μεγάλες. Δεν ήταν βεβαίως οι μόνοι ποιητές στη Σοβιετική Ενωση που είχαν τραγική ζωή. Ο Παστερνάκ και η Αχμάτοβα έζησαν το προσωπικό τους δράμα και κατάφεραν να επιβιώσουν, ενώ η Τσβετάγεβα αυτοκτόνησε (κρεμάστηκε) και ο Μαντελστάμ πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στο Βλαδιβοστόκ. Είναι τραγικό το ότι οι δύο τελευταίοι δεν ξέρουμε πού θάφτηκαν. Η Τσβετάγεβα αυτοκτόνησε το 1941, για εντελώς διαφορετικούς όμως λόγους από τον Μαγιακόφσκι. Ο Παστερνάκ, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930 τουλάχιστον, δεν ήταν αποδιοπομπαίος τράγος του καθεστώτος, αλλά δεν μπορούσε να δημοσιεύσει κι έζησε μέσα στον φόβο και στην αγωνία. Ο πρώτος σύζυγος της Αχμάτοβα εκτελέστηκε και ο δεύτερος πέθανε στη φυλακή, ενώ ο γιος της πέρασε 18 χρόνια στην εξορία. Ωστόσο, όταν ο Αντρέι Ζντάνοφ, το δεξί χέρι του Στάλιν, την περιέλουζε το 1946 με πλήθος υβριστικούς χαρακτηρισμούς, γνωστότερος από τους οποίους ήταν «μισή καλόγρια, μισή πόρνη» δεν πρωτοτυπούσε. Τον χαρακτηρισμό αυτόν τον είχε «κολλήσει» στην ποιήτρια ο φορμαλιστής φιλόλογος (τον οποίο θαυμάζουν κάποιοι σύγχρονοι θεωρητικοί) Μπορίς Αϊχενμπάουμ πολύ νωρίτερα, το 1923, στη μελέτη του Αννα Αχμάτοβα: μια απόπειρα ανάλυσης. Στη σταλινική Ρωσία οι πάντες ήταν αναλώσιμοι – και βέβαια οι συγγραφείς δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Επιπλέον, πολλοί απ’ αυτούς δεν ήταν αθώες περιστερές. Ο Παστερνάκ είχε μεγάλα προβλήματα με το καθεστώς, όμως διέθετε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Οταν ο Μαντελστάμ τού διάβασε το σατιρικό του ποίημα για τα μουστάκια του Στάλιν, εξαιτίας του οποίου τον έστειλαν στη Σιβηρία, ο Παστερνάκ τού είπε: «Δεν το άκουσα, δεν μου το διάβασες και μην το διαβάσεις σε κανέναν άλλο». Ο Μαντελστάμ όμως δεν τον άκουσε. Και παραμένει άγνωστο και σήμερα ποιος από τους ομοτέχνους του τον κατέδωσε στις Αρχές. Η Τσβετάγεβα ήταν εξαρχής εναντίον του καθεστώτος, όπως και ο σύζυγός της Εφρον, ποιητής και ο ίδιος, ο οποίος μάλιστα πολέμησε με τους Λευκούς εναντίον των Μπολσεβίκων. Οταν όμως το ζευγάρι ζούσε στη δεκαετία του 1920 στο Παρίσι, ο Εφρον στρατολογήθηκε από τη Νι-Κα-Βε-Ντε, που αργότερα μετονομάστηκε σε Κα-Γκε-Μπε, έγινε πράκτορας και μάλιστα συμμετείχε στη δολοφονία ενός αντιφρονούντος. Για να ξεφύγει από τη γαλλική αστυνομία έφυγε στη Ρωσία. Εκεί συνελήφθη σύντομα και εκτελέστηκε. Η Τσβετάγεβα ήταν φίλη με τον Παστερνάκ και οι δυο τους φίλοι με τον Ρίλκε, ο θάνατος του οποίου τής ενέπνευσε ένα από τα ωραιότερα ποιήματά της, το Νοβογκόντνι, που το έγραψε το 1927 έξω από το Παρίσι. Για το ποίημα αυτό ο Ιωσήφ Μπρόντσκι έγραψε ένα καταπληκτικό και εκτενέστατο δοκίμιο με τίτλο Υποσημείωση σ’ ένα ποίημα, όπου τονίζει ότι πρόκειται για ποίημα αυτοβιογραφικό, όπου ο θάνατος του Ρίλκε λειτουργεί ως αφορμή να μιλήσει για τον εαυτό της. Είναι μια εξομολόγηση, λέει ο Μπρόντσκι, όχι σε έναν παπά αλλά σε έναν άλλο ποιητή. Για τρεις από τους παραπάνω ποιητές (τον Μαντελστάμ, την Αχμάτοβα και την Τσβετάγεβα) ο Μπρόντσκι έγραψε τέσσερα δοκίμια που αξίζει να εκδοθούν στη γλώσσα μας, για να αντιληφθεί κανείς όχι μόνο τις ομοιότητες αλλά και – κυρίως – τις διαφορές τους, γιατί οι τελευταίες είναι εκείνες που ορίζουν τη μοναδικότητα του καθενός. Ρώσοι, αλλά και Ευρωπαίοι Η Μαρία Στεφανοπούλου αναφερόμενη στον Ντοστογέφσκι και στον Μπερδιάγεφ ορίζει ως κοινό πλαίσιο και των τεσσάρων την αίσθηση και το βίωμα του πόνου. Ωστόσο στον Μαντελστάμ δεν υπάρχει μόνον ο χριστιανισμός, αλλά και η αρχαία Ελλάδα, ο Ομηρος, η Ρώμη και η Ιταλία, όπως άλλωστε πιστοποιείται και σε ένα σπουδαίο δοκίμιό του για τον Ντάντε, που γράφτηκε το 1933. Εφάμιλλο, ίσως και καλύτερο από το αντίστοιχο του Ελιοτ που δημοσιεύθηκε το 1929. Ο Μαντελστάμ βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον Φρανσουά Βιγιόν απ’ ό,τι στον Ντοστογέφσκι. Και βέβαια στον Πούσκιν, που ο Ναμπόκοφ τον θεωρούσε αυθεντικό Ευρωπαίο. Ο Μαντελστάμ και η Αχμάτοβα ανήκουν στους πιο ευρωπαίους ποιητές της Ρωσίας. Οπως και η Τσβετάγεβα, για την οποία ο Μπρόντσκι πίστευε πως ήταν ένα μοναχικό φαινόμενο, πιο κοντά στη γερμανική παράδοση της εποχής της από όσο στη ρωσική. Τα παραπάνω δεν αναιρούν την αξιέπαινη εργασία της Στεφανοπούλου, το κείμενο της οποίας περιέχει πλήθος αποσπάσματα από το έργο των ποιητών. Το εντυπωσιακό φυσικά δεν είναι πως οι ποιητές αυτοί γνώρισαν τη μεγάλη δόξα παγκοσμίως αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό τους, αλλά ότι κατόρθωσαν να δώσουν σπουδαίο έργο σε καθεστώς διωγμών, απόλυτης καταστολής και μεγάλου τρόμου – πληρώνοντας πανάκριβα το τίμημα.