Henry James Τι ήξερε η Μέιζι Μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου Εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina, 2018 σελ. 475, τιμή 18 ευρώ «Το “Τι ήξερε η Μέιζι” είναι ένα μυθιστόρημα για τα επακόλουθα ενός πικρόχολου διαζυγίου». Ετσι το χαρακτηρίζει ο Πολ Θέροου το 1985 στην εισαγωγή του στην έκδοση των Penguin Books. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Πρόκειται για μια «τρομερή περιπέτεια ενηλικίωσης» κατά τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ένα βιβλίο για την απληστία και τη μοιχεία, ένα ψυχολογικό δράμα, μια κωμωδία των ηθών και των παθών ταυτοχρόνως, και μια ειρωνική και πικρή προσέγγιση των ανθρωπίνων. Το μυθιστόρημα επιπλέον αναδεικνύει με τρόπο μοναδικό μια ηρωίδα μόλις έξι ετών, που ωριμάζει σε πολύ μικρό διάστημα. Είναι βέβαια και πολλά άλλα. Γονείς, εραστές και άλλοι Η υπόθεση αρχίζει σ’ ένα δικαστήριο, στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Μπιλ και η Αϊντα Φάραντζ χωρίζουν. Εχουν ένα μικρό κορίτσι, τη Μέιζι. Το δικαστήριο με σολομώντεια «σοφία» αποφασίζει ότι το παιδί θα πρέπει να μένει τον μισό χρόνο με τη μητέρα και τον άλλον μισό με τον πατέρα. Από εδώ και πέρα αναπτύσσεται μια περίτεχνη αφήγηση από όπου αναδεικνύεται ένα πλήθος χαρακτήρων. Ο χυδαίος πατέρας και η απαίσια μητέρα που το μόνο κοινό γνώρισμά τους είναι το μίσος τους εναντίον αλλήλων. Οι δύο γκουβερνάντες: η όμορφη δεσποινίς Οβερμορ, που ο Μπιλ Φάραντζ την παντρεύεται. Η άλλη γκουβερνάντα, η κυρία Γουίξ: «αργόστροφη, κακοντυμένη, δογματική και θλιμμένη», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Πολ Θέροου. Ο σερ Κλοντ, που παντρεύεται τη μητέρα της, ένας φαινομενικά καλός αλλά στην ουσία διφορούμενος χαρακτήρας. Εχουμε επίσης κι ένα ζευγάρι χειρότερων χαρακτήρων, που είναι και οι πλέον εύποροι: ο κύριος Πέραμ και η κόμισσα. Ο πρώτος, εραστής της Αϊντα (δεν ήταν ο μόνος, ακολούθησαν κι άλλοι έξι), η δεύτερη, ερωμένη του Μπιλ Φάραντζ. Ανάμεσά τους η Μέιζι που εκτός των φυσικών της γονέων αποκτά τώρα και μια μητριά (τη δεσποινίδα Οβερμορ) κι έναν πατριό (τον σερ Κλοντ). Να σωθεί από τους γονείς της Τι ήξερε λοιπόν η μικρή Μέιζι; Ή τι έμαθε πολύ σύντομα; Οτι θα έπρεπε να σωθεί και από τη μητέρα και από τον πατέρα της που βέβαια δεν την αγαπούσαν. Να σωθεί, δηλαδή να φύγει. Οπως γράφει ο Τζέιμς στον πρόλογό του, «η Μέιζι βρισκόταν στην ηλικία όπου όλες οι ιστορίες είναι αληθινές και όλες οι ιδέες ιστορίες». Αυτή ήταν η ιδιοφυής σύλληψη του σπουδαίου συγγραφέα. Ο αναγνώστης ξέρει τι ήξερε η Μέιζι, από πολύ νωρίς. Εκείνο που μαθαίνει στη συνέχεια είναι εκείνο που ήταν οι υπόλοιποι: ο ένας χειρότερος από τον άλλον. Η Μέιζι, όπως λέει ο ίδιος ο Τζέιμς, είναι ένα παιδί που συνειδητοποιεί και κατανοεί – με τον τρόπο του: δηλαδή «ικανό να ερμηνεύσει και να εκτιμήσει ανθρώπους και συσχετισμούς». Κι όπως όλα τα παιδιά, έχει την ικανότητα να καταλαβαίνει περισσότερα από όσα μπορεί να εκφράσει. Ο σερ Κλοντ συμπαθεί τη μικρή και τη βρίσκει πολύ χαριτωμένη. Την παίρνει μαζί του στο Παρίσι. Η έλξη που ασκεί πάνω του είναι ερωτική σχεδόν. Οι σεξουαλικοί υπαινιγμοί που παρεισφρέουν στα λόγια που της απευθύνει είναι σαφείς: «Ε, να, αν ήσουν μεγαλύτερη θα φοβόμουν» της λέει κάποια στιγμή. Η πρόωρη γνώση Καθώς περνούν τα χρόνια η Μέιζι μαθαίνει όλο και περισσότερα για τους ανθρώπους, γιατί «τι άλλο είχε κάνει στη ζωή της εκτός από το να μαθαίνει, να μαθαίνει, να μαθαίνει;». Αυτή η γνώση την απομακρύνει από τον σερ Κλοντ, με τον οποίο θα περίμενε κανείς ότι θα έφευγε στο τέλος. Αντιθέτως, μένει με τη γριά γκουβερνάντα κυρία Γουίξ, που οι ηθικολογίες της είναι το αντίδοτό της προκειμένου να κατασιγάσει τον πόθο της για τον όμορφο σερ Κλοντ. Η μικρή ενηλικιώνεται πρόωρα. Εχει μάθει πάρα πολλά, περισσότερα από τα όσα θα έπρεπε ή ίσως θα ήθελε. «Τώρα ξέρει τα πάντα, κι αυτή η γνώση είναι ο θάνατος της παιδικής ηλικίας» σύμφωνα με την εντυπωσιακή κατάληξη του προλόγου του Πολ Θέροου στην αγγλική έκδοση των Penguin Books. Ο Τζέιμς έχει υπολογίσει τα πάντα: χειρίζεται άψογα την ψυχολογική πλευρά των χαρακτήρων του και εξίσου άψογα τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους, τη συμπεριφορά τους και τα όσα υποκρύπτουν οι προθέσεις τους. Και βέβαια τους διαλόγους, που τους διατρέχει μια λεπτότατη αλλά και εξοντωτική ειρωνεία. Αυτή η ειρωνεία που υποκρύπτει το δράμα είναι βασικό γνώρισμα του μυθιστορήματος και το καθιστά εντελώς σύγχρονο. Η Σώτη Τριανταφύλλου μετέφερε με μαεστρία στα ελληνικά το μυθιστόρημα αυτού του απαράμιλλου στυλίστα.