«Νικόλαος Μ. Καζαντζάκης. Κρης. Σπουδαστής του Δικαίου» γράφει η επισκεπτήρια κάρτα του φοιτητή Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957). Στις 30 Σεπτεμβρίου 1902 είχε γραφτεί στη Νομική Σχολή, με αριθμό μητρώου 26869, όπως διαβάζουμε στο σχετικό κατάστιχο της σχολής, στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Ξεκίνησε άραγε με ενθουσιασμό τις σπουδές του;
Είχε από παιδί μια λαχτάρα φυγής, το εξομολογείται στην Αναφορά στον Γκρέκο (1961), κι εκείνο που ποθούσε η ψυχή του ήταν τα ταξίδια. Χωρίς άλλο, η αναχώρηση από το γενέθλιο Ηράκλειο της τότε Κρητικής Πολιτείας για την Ελλάδα και την ξακουσμένη Αθήνα πρέπει να τον είχε συναρπάσει, κι ας λέει στην Αναφορά πως τίποτε στη φοιτητική του ζωή δεν μπορούσε να χορτάσει την ψυχή του:
«Τα μαθήματα της Νομικής Σχολής δεν ανταποκρίνουνταν διόλου στις ανάγκες της ψυχής μου, μήτε καν στις περιέργειες του μυαλού μου· τα γλέντια που έκαναν οι φίλοι μου με φοιτήτριες και μοδιστρούλες δε μού ‘διναν καμιά χαρά. […] Κάποτε πήγαινα στο θέατρο ή σε κονσέρτα, χαίρουμουν· μα ξώπετση ήταν η χαρά, δεν άλλαζε τον άνθρωπο μέσα. […] Κάποιο άλλο αγαθό πεθυμούσα, πέρα από τη γυναίκα και τη μάθηση, πέρα από την ωραιότητα, μα ποιο;».
Η Νομική και η ποίηση
Πάντως, είναι ειλικρινής όσον αφορά τις διαθέσεις του για τη Νομική – στην οποία παρεμπιπτόντως διέπρεψε παίρνοντας το δίπλωμα με άριστα. Οι επιστολές του σπουδαστή Καζαντζάκη προς φίλους του στην Κρήτη, που βρίσκονται στο Αρχείο Καζαντζάκη, στο Μουσείο Καζαντζάκη που ίδρυσε ο Γιώργος Ανεμογιάννης στη Μυρτιά, είναι εύγλωττες. Παρακολουθεί ανόρεχτα της παραδόσεις περί νομής του καθηγητή Νικόλαου Δημαρά και γράφει (19/12/1902) στον φίλο του Αντώνη Ανεμογιάννη, πατέρα του Γιώργου: «Και προσπαθώ ν’ αγαπήσω τα Νομικά, γιατί νοιώθω μέσα μου τόση φιλοδοξία, πούναι ανάγκη – ανάγκη αδυσώπητη, να τ’ αγαπήσω.

Ο Νίκος Καζαντζάκης φοιτητής. Πηγή: Ιστορικό Αρχείο ΕΚΠΑ
Και προσπαθώ να διώξω τους ποιητές από το γραφείο μου, την ποίησι από την καρδιά μου. […] Και όμως: Μπροστά μου την ώρα που Σου γράφω είναι ανοιχτός ο Δάντης και ο Manzoni, ενώ το γραφείο μου στολίζεται από τον Ουγκώ και τον Σολωμό…». Γνωρίζουμε τη συνέχεια· θα ακολουθήσει την ποίηση, τη «μάγισσα πεντάμορφη ερωμένη» και θα λογαριάζει τον εαυτό του πρωτίστως ποιητή αφιερώνοντας πάνω από μία δεκαετία στο μείζον έργο της ζωής του: την πολύστιχη Οδύσεια (1938).
Οδηγίες προς επιστολογράφους
Μανιώδης της επιστολογραφίας, ο Καζαντζάκης θα γράφει μακροσκελή γράμματα σε φίλους και συνεργάτες πάντοτε όποτε βρίσκεται μακριά. Στο Μουσείο Καζαντζάκη σώζονται περισσότερες από 7.000 επιστολές, στο μεγαλύτερο μέρος τους του Νίκου Καζαντζάκη. Στην ενδιαφέρουσα ανέκδοτη νεανική αλληλογραφία του με τον φίλο του Ιωάννη Λιαναντωνάκη στο Ρέθυμνο βρίσκουμε και ορισμένες δικές του οδηγίες προς επιστολογράφους.
Από το Ηράκλειο (16/7/1902), προτού αναχωρήσει για τις σπουδές του, του γράφει παραπονούμενος για τη σύντομη επιστολή εκείνου: «Βρε αδελφέ, γράφε, γράφε πολλά, φλυάρει. Δεν μπορείς να φαντασθής πόσο μ’ ευχαριστούν τα πολλά λόγια των φίλων μου, τα μεγάλα γράμματα των αγαπημένων μου. Αυτό είναι για μένα απόλαυσις! Λοιπόν σύμφωνοι: μεγάλες πελώριες επιστολές». Την ίδια παράκληση θα επαναλάβει από την Αθήνα (4/10/1902), μισή ώρα προτού μπει στην αίθουσα να ακούσει τον Δημαρά.

Εγγραφο των διδακτορικών εξετάσεων του Καζαντζάκη, 1906. Πηγή: Ιστορικό Αρχείο ΕΚΠΑ
Παρότι οι δικές του επιστολές δεν είναι πάντοτε πελώριες, η αλήθεια είναι ότι ο επιστολογράφος Καζαντζάκης τηρεί σε μεγάλο βαθμό αυτή τη νεανική επιταγή· αφιερώνει πάντοτε αρκετές γραμμές σε κάθε παραλήπτη, ρωτώντας για τα νέα και την υγεία τους, περιγράφει το πρόγευμά του και τις παραδόσεις στο πανεπιστήμιο, συζητεί τις έγνοιες που του εξομολογήθηκαν σε προηγούμενο γράμμα. Αυτή η άσκηση στον λόγο της απουσίας θα είναι χρήσιμη αργότερα, όταν ως συνεργάτης αθηναϊκών εφημερίδων θα γυρίσει τον κόσμο ταξιδεύοντας, στέλνοντας ανταποκρίσεις γλαφυρές, ζωηρές, θερμές, σαν επιστολή στους οικείους του.
Μαγνητική προσωπικότητα
Ποιος ήταν άραγε ο συμμαθητής για τον οποίο γράφει ο ίδιος στην Αναφορά ότι αλλάζανε «φλογερά γράμματα κάθε μέρα», ότι «η φιλία, το πάθος» γι’ αυτόν γίνηκε η μάσκα που του έκρυψε για κάμποσα χρόνια τη γυναίκα, τα χρόνια που του «φάνταζε πολύ πιο ακίντυνη, πιο βολική, η συναναστροφή με αγόρι παρά με κορίτσι»; Αφήνουμε την ταύτιση αυτή για τους νέους βιογράφους του Καζαντζάκη.
Στον φίλο Λιαναντωνάκη ανακοινώνει (24/8/1902): «Επιτέλους αυτή τη στιγμή (9 ½ π.μ. 24/Αυγ.) […] ευρήκα σπίτι! Ευρήκα οικογένεια για να μένω στας Αθήνας». Τον αποχαιρετά σε επιστολή (29/8/1902) με τα λόγια: «Παραμέρισε, φίλε μου, τη μύτη Σου· θέλω να Σε φιλήσω, σε φιλώ στα δυο μάγουλα», που ως εσωτερικό αστείο επανέρχονται στις επιστολές του. Στον άλλον φίλο, τον Αντώνη Ανεμογιάννη, που τον ρωτά, απαντά πως στην Αθήνα δεν έχει φίλο κανέναν, και ζητεί (16/11/1902) στην πολυσέλιδη επιστολή του στον «Αγαπημένο Αντώνη» να του στείλει «ένα κομμάτι Ουρανό και μια ρουφιά αέρα από την Πατρίδα μου». Η νοσταλγία για την Κρήτη ξεχειλίζει ίσως με υπερβάλλοντα λυρισμό στις επιστολές στον Αντώνη.

Ο Καζαντζάκης προτρέπει τον πατέρα του από το Παρίσι να βάλουν μελίσσια (23/2/1908). Πηγή: Αρχείο Νίκου Καζαντζάκη/Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών
Αυτός ο δύσκολος άνθρωπος, που δεν συνδεόταν συναισθηματικά – όπως θα πουν με πικρία για τον Καζαντζάκη αργότερα η πρώτη του σύζυγος Γαλάτεια Αλεξίου και ο κύκλος της –, είναι στις εκτενείς, αναλυτικές επιστολές στους φίλους του από την Αθήνα άμεσος, θερμός, εξομολογητικός, γενναιόδωρος, συναισθηματικά ανοιχτός· εκδηλώνεται ήδη η ακτινοβόλα μαγνητική προσωπικότητα που θα τραβήξει γύρω της σαν φλόγα ποικίλους ανθρώπους (τις συζύγους του Γαλάτεια και Ελένη, τον Σικελιανό, τον Πρεβελάκη, τον Κακριδή κ.ά.) που θα γίνουν σύντροφοι, συνοδοιπόροι και συνεργάτες, και θα υπηρετήσουν πιστά το όραμα και τις επιθυμίες του.
Μια απ’ αυτές γεννήθηκε ήδη στους πρώτους μήνες της φοιτητικής του ζωής: να κάμει δημοσιογραφία. Γράφει (20/12/1902) στον Αντώνη Ανεμογιάννη: «Δεν είναι ωραίον τω όντι να σκορπάς στην εφημερίδα τη σκέψι Σου και να διαβάζεσαι εκεί πέρα στην Πατρίδα Σου, από πρόσωπα αγαπημένα;». Εχει ζητήσει μια συστατική επιστολή από τον Ιωάννη Κονδυλάκη, που γράφει στο «Εμπρός», και ζητεί και από τον Αντώνη να του προμηθεύσει μια τέτοια.
«Κι αν την λάβω θα γράφω τίποτε της ανθρωπιάς;» αναρωτιέται προς στιγμήν. Πάντως είναι αποφασισμένος: «Θάθελα ν’ αρχίσω από το νέον έτος». Η συγγραφική του φωνή, που δοκιμάζεται ακριβώς μέσα σε αυτές τις επιστολές, τα ίδια χρόνια θα εκφραστεί δημόσια. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στη Νομική το 1905 έχει κιόλας δώσει στις νεανικές ανησυχίες του μυθοπλαστική μορφή στο πεζογράφημα Οφις και κρίνο, το οποίο, με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή, τυπώνεται στα τέλη του έτους.
Φιλόδοξος δημοτικιστής
Τις σπουδές του θα συνεχίσει αργότερα στο Παρίσι έχοντας ήδη στις αποσκευές του ένα δάφνινο στεφάνι, όπως λέει στην Αναφορά: το βραβείο του Παντελίδειου Δραματικού Αγώνα για το δράμα Ξημερώνει (1906).
Στο Παρίσι φροντίζει να έρθει σε επαφή με τον πατέρα του δημοτικισμού Γιάννη Ψυχάρη, τολμά μάλιστα να του προτείνει κι ένα «σχέδιο», όπως μαρτυρεί επιστολή του Ψυχάρη που εντοπίζουμε στο Μουσείο Καζαντζάκη: «Αγαπητέ μου Καζαντζάκη, Ελα να με διής ένα πρωί, μεταξύ δεκάμιση και μεσημέρι. Σε πρόσμενα στο μάθημά μου, μα φαίνεται πως θα δυσκολέφτηκες να βρης πού γίνεται.
Το σχέδιο που μου λες, γενναίο και δείχνει καλή θέληση. Δε μοιάζει όμως να είναι πραχτικό, τουλάχιστο καθώς μου το ξηγάς. Δικός σου, Ψυχάρης» (18/10/1906). Ποιο να ήταν άραγε το σχέδιο αυτό; Πιθανόν, η ιδέα να σπουδάσει ποινικό δίκαιο στην Ευρώπη, ώστε να έχει την επιστημονική σκευή για να γράψει νομικό εγχειρίδιο στη δημοτική, μας πληροφορεί η Μαρία Βλασσοπούλου, προϊσταμένη της Μπενακείου Βιβλιοθήκης της Βουλής, η οποία επεξεργάζεται προς έκδοση την αλληλογραφία Ψυχάρη.
Στο Αρχείο Ψυχάρη εκεί, σε ανέκδοτη επιστολή του Καζαντζάκη του Μαρτίου 1906, ο νεαρός γράφει: «Εχω ένα όνειρο που με καίει – θάθελα όταν θα καθαριζόμουν εντελώς από τον δασκαλισμό, να προσπαθούσα νάγραφα ένα βιβλίο της επιστήμης μου, νομικό, στη γλώσσα μας. Για να το προσέξουν πρέπει νάμαι καλά μελετημένος και γι’ αυτό εσκέφτηκα να πάω στην Ευρώπη να σπουδάσω ποινικά».
Είναι η σκέψη ενός φιλόδοξου δημοτικιστή μεν, ενός ανθρώπου που ορίζει τη ζωή του, τη σκηνοθετεί, τη θέτει σε κίνηση δε· κάποιου που δεν αφήνεται στα πράγματα να τον παρασύρουν. Αν υπάρχει ένα έντονο στοιχείο της προσωπικότητας του Καζαντζάκη που ξεχωρίζει ήδη στα φοιτητικά του χρόνια και ερμηνεύει την πλούσια και πολυσχιδή παραγωγή του, είναι αυτό. Ο ίδιος άνθρωπος από την Αίγινα της Κατοχής θα γράψει (28/3/1942) στον κλασικό φιλόλογο Ι. Θ. Κακριδή: «Χρόνια λαχτάριζα μια μετάφραση της Ιλιάδας· μα δεν τολμούσα. […] Το τέλειο θάταν να κάναμε μαζί τη μετάφραση». Αυτή τη φορά η ιδέα ήταν υλοποιήσιμη.
Μέλισσες: σύμβολα και επιχειρηματικότητα
«Αγαπημένε μου πατέρα», του γράφει (23/2/1908) από το Παρίσι, «Σήμερο ήθελα να Σας ζητήσω μια παράξενη χάρη: Αυτές τις μέρες διάβασα εδώ πολλά βιβλία για τις μέλισσες – πώς τις καλλιεργούνε στην Ευρώπη, τι χρήσιμες είναι και πολλά άλλα.
Και σκέφτηκα να Σας γράψω και να Σας παρακαλέσω αν είναι δυνατόν να βάλουμε πέντ’ έξη φλασκιά στο αμπέλι μας, στη μέση, κάτω από τις συκιές. Θα κρατώ μαζί μου όταν θα κατεβώ κάτω μερικά βιβλία κατάλληλα και θάναι μια μεγάλη χαρά για μένα να τις περιποιούμαι σύμφωνα με τα βιβλία αυτά. Εδώ όλοι οι άνθρωποι που μελετούνε έχουνε οι περισσότεροι έτσι μέλισσες, με γιαλένια μάλιστα τη μια πλευρά του φλασκιού – και παρατηρούνε πολλά πράματα».
Δεν υπερβάλλουμε αν εικάσουμε ότι λανθάνει σε τούτο το αίτημα του νεαρού σπουδαστή στο Παρίσι ως το 1909 και ένα πνεύμα επιχειρηματικό, αυτό που θα εκδηλωθεί λίγα χρόνια μετά, στα μέσα της δεκαετίας του 1910, με τις απόπειρες εκμετάλλευσης ξυλείας από το Αγιον Ορος με τον Ιωάννη Σκορδίλη και την επιχείρηση λιγνίτη στην Πραστοβά της Μάνης με τον Γιώργη Ζορμπά. Και ίσως από τούτο το ενδιαφέρον για τις μέλισσες κατάγεται το γνωστό καζαντζακικό απόφθεγμα για τη χαρά: «Είδα κάποτε μια μέλισσα πνιμένη μέσα στο μέλι και κατάλαβα» (Αναφορά στον Γκρέκο, «Ιταλία»).
Πέρα από την αρχαιόθεμη τραγωδία του Μέλισσα (1937), η μέλισσα ως παρουσία του φυσικού κόσμου, ως σύμβολο κι ως στοιχείο μεταφοράς δεν έλειψε από το έργο του, και οι παραπάνω γραμμές των φοιτητικών χρόνων μάς στέλνουν πάλι κατευθείαν στην Οδύσεια: «σφαλνού οι τεχνίτες τ’ αργαστήρια τους, και κλωθανηφορίζουν/ απ’ του γιαλού τα καπελειά τρεκλίζοντας οι λαμνοκόποι. /Με βουή στην αγορά τσαμπιά τσαμπιά σμαριάζουν, ως μελίσσια/ που δουν ζωνόσβουρο μες στο φρασκί να μελοδιαγουμίζει».
INFO
Για την ευγενική παραχώρηση του αρχειακού υλικού και τη συνεργασία στην υλοποίηση του αφιερώματος ευχαριστούμε το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, την Eταιρία Kρητικών Iστορικών Mελετών, το Ιστορικό Αρχείο του ΕΚΠΑ και τις εκδόσεις Διόπτρα, πνευματικό δικαιούχο των έργων του Νίκου Καζαντζάκη.
