Μια διάσημη συγγραφέας πεθαίνει και οι εκτελεστές της διαθήκης της, που τυχαίνει να είναι και εκδότες της, εντοπίζουν σε μια ντουλάπα, κάτω από στοίβες καλοσιδερωμένα σεντόνια, δεκάδες ημερολόγια και σημειωματάρια. Είχε σκοπό η συγγραφέας να τα εκδώσει;
Δίνοντας θετική απάντηση, οι ελβετικές εκδόσεις Diogenes δρομολόγησαν μια πολυσέλιδη έκδοση με προσωπικά κείμενα της συγγραφέως τους Πατρίτσια Χάισμιθ (1921-1995).
Από τον αγγλικό τόμο Patricia Highsmith: Her Diaries and Notebooks: 1941-1995 (εκδ. Liveright, 2021) προέκυψε ένας μικρότερος τόμος εστιασμένος στα νεανικά της χρόνια, ο οποίος κυκλοφόρησε και στα ελληνικά: Τα ημερολόγια και τα σημειωματάρια της Patricia Highsmith. Τα χρόνια της Νέας Υόρκης, 1941-1950 (επιμ. Αννα Φον Πλάντα, εκδ. Αγρα) σε μια από τις εξαιρετικές μεταφράσεις του Ανδρέα Αποστολίδη.

Patricia Highsmith. Τα ημερολόγια και τα σημειωματάρια. Τα χρόνια της Νέας Υόρκης, 1941-1950. Επιμέλεια Anna von Planta, Μετάφραση Ανδρέας Αποστολίδης. Εκδόσεις Αγρα, 2025, σελ. 784, τιμή 24,50 ευρώ
Ερωτας και συγγραφή
Γεννημένη στο Τέξας, παιδί χωρισμένων γονιών, η Χάισμιθ θα μεγαλώσει στη Νέα Υόρκη με τη μητέρα της Μέρι και τον πατριό της Στάνλεϊ Χάισμιθ. Οι εγγραφές στα ημερολόγια της Νέας Υόρκης αρχίζουν τον Ιανουάριο του 1941, με την Πατ φοιτήτρια στο Κολέγιο Μπάρναρντ.
Παρακολουθούμε την αμφίθυμη, έντονη σχέση με τη μητέρα της, που άλλοτε είναι ανυπόφορη με την υπερβολική έγνοια της, την επικριτική της διάθεση και τη ζήλια της για τις φίλες της Πατ, κι άλλοτε ο «καλύτερος κριτικός» των κειμένων που γράφει. Η Πατ εντάσσεται στην Κομμουνιστική Νεολαία, συμμετέχει σε ομιλίες και συναντήσεις – που τις βαριέται – και στις 4 Νοεμβρίου 1941 παραιτείται από αυτήν.
Παράλληλα με τη μελέτη, γράφει ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά, διαβάζει βουλιμικά και φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας: «Πεινάω για λογοτεχνία – για βιβλία, όπως το σώμα μου πεινούσε πριν από έναν με δύο μήνες. Η πείνα μου είναι διπλή: για έρωτα και για σκέψη. Και αυτά τα δύο μαζί μπορούνε να με πάνε οπουδήποτε, ξέρεις» (14/4/1941).
Ο έρωτας και η συγγραφή θα είναι στη ζωή της συγκοινωνούντα δοχεία: «Αισθάνομαι καταπτοημένη – αποθαρρημένη από τη δουλειά μου. Δεν εξελίσσομαι αρκετά, και συχνά νομίζω το θέμα είναι σεξουαλικό» (3/5/1941), και λίγο αργότερα σημειώνει: «Είμαι διαρκώς απογοητευμένη διότι δεν είμαι ερωτευμένη!» (6/6/1941).
Σεξ, τσιγάρα και μαρτίνι
Μαγνητικό πλάσμα στα νιάτα της και για γυναίκες και για άνδρες, η Χάισμιθ είχε ερωτικές σχέσεις και με τα δύο φύλα. «Το σεξ για μένα θα έπρεπε να είναι θρησκεία. Δεν έχω κάποια άλλη» (7/8/1941) σημειώνει στα τετράδια, όπου παρακολουθούμε ένα γαϊτανάκι πολλαπλών συντρόφων και ερωτικών τριγώνων. Δεν έλειψαν οι προτάσεις γάμου από άνδρες, κι ένας παρ’ ολίγον γάμος, αλλά παρά την προσπάθεια να βρει τους αρσενικούς συντρόφους της ελκυστικούς – με τη βοήθεια και της ψυχανάλυσης –, έβρισκε τους άνδρες άσχημους και ερωτικά ανυπόφορους.
Η ζωή της, γρήγορη, έντονη, τυλιγμένη σε καπνούς τσιγάρων και ποτισμένη με εκατοντάδες μαρτίνι, ουίσκι και τζιν. «Γαμώτο, γιατί πίνω τόσο;» αναρωτιέται πότε-πότε, αλλά θα παραμείνει γερό ποτήρι ως το τέλος της ζωής της.
Οπως εξομολογείται: «Μπορώ να σκεφτώ μόνο όταν ακούγονται γύρω μου μουσική, φωνές, μια διάλεξη, μπορώ να σκεφτώ δημιουργικά μόνο υποσυνείδητα, χάνω το νήμα όταν συνειδητοποιήσω πως ακολουθώ κάποιο νήμα, εθισμένη πολύ στα τσιγάρα και στο αλκοόλ» (22/1/1942).
Ο πόλεμος υπάρχει, αλλά όχι στο προσκήνιο της ζωής της. Εκεί κυριαρχούν έξοδοι, ξέφρενα ξενύχτια, πολύ ποτό αλλά παράλληλα από τον Δεκέμβριο του 1942 εργασία το πρωί στον οίκο Μichel Publishers γράφοντας ιστορίες για κόμικς. Θα βιοπορίζεται από την εργασία αυτή για αρκετά χρόνια, αποκτώντας την άνεση για δικό της διαμέρισμα, ταξίδια στην Ευρώπη και για τα κεράσματα στις ερωμένες της. Τα βράδια γράφει. Τον Ιανουάριο του 1948 γνωρίζεται με τον Τρούμαν Καπότε, ο οποίος τη συστήνει στο θέρετρο καλλιτεχνών «Γιάντοου».
Θα περάσει εκεί τον Μάιο και τον Ιούνιο του ίδιου έτους και παρότι παραπονείται αρχικά για τη μοναξιά που γίνεται εντονότερη στο φόντο των σκούρων πράσινων πεύκων του δάσους, 23 μέρες μετά σχολιάζει ότι η τακτοποιημένη και ευχάριστη ζωή της εκεί την τροφοδοτεί με μια αυτοπεποίθηση που της επιτρέπει να ολοκληρώσει και να «γεννήσει» το πρώτο της μυθιστόρημα, το Ξένοι στο τρένο.
Η έκδοσή του το 1950, οι θετικές κριτικές και η κινηματογραφική διασκευή του από τον Χίτσκοκ το 1951 θα είναι η αρχή της μετέπειτα καριέρας της. Χρόνια μετά, θα αφήσει στο ίδρυμα αυτό την περιουσία της καθώς και τα μελλοντικά πνευματικά δικαιώματα του έργου της.
Το παιχνίδι της κατάκτησης
Από τα εφηβικά της χρόνια γνωρίζει ότι την ελκύουν οι γυναίκες. Συχνάζει στο εστιατόριο «Jumble Shop» όπου οι γυναίκες αισθάνονταν άνετα να συναντηθούν με άλλες γυναίκες και να εκδηλώσουν τη σεξουαλικότητα τους και στην αλυσίδα εστιατορίων «Schrafft’s», όπου οι γυναίκες μπορούσαν να βγαίνουν για φαγητό μόνες τους.
Φοράει παντελόνια, και το σημειώνει κάθε φορά στο ημερολόγιό της, τολμηρή ενδυματολογική ένδειξη της σεξουαλικότητάς της, και αγοράζει ψηλές λευκές ανδρικές κάλτσες: «Λοιπόν, κάτω από τα γόνατά μου είμαι τώρα ντυμένη σαν άντρας. (Δεν με απασχολεί.)» (1/2/1941). Την ελκύουν γυναίκες καλλιεργημένες και δημιουργικές, από τους κύκλους των κοινωνικά ανώτερων τάξεων, τις οποίες η μητέρα της θεωρεί σνομπ.
Εχει πολλές επιτυχίες, ερωτεύεται μανιασμένα, αλλά γρήγορα βαριέται όσες τη θέλουν κι αναρωτιέται αν είναι το παιχνίδι της κατάκτησης εκείνο που κυρίως την ερεθίζει.
Πάντως, κάθε μέρα αισθάνεται όλο και πιο γκέι και θεωρεί ότι πρέπει συνειδητά να λάβει μέτρα για να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της πουριτανικής ανατροφής της.
Ταυτόχρονα, την απασχολεί η παρουσίαση της ομοφυλοφιλίας στη λογοτεχνία: «Τι κάνει κανείς με την ομοφυλοφιλία; Η μεταμόρφωση του υλικού είναι εντελώς αδύνατη – εκτός αν αλλάξεις τους χαρακτήρες ώστε να γίνουν αφύσικα μαζεμένοι. […] Αυτό μετατρέπει, γενικά, σε ένα ανήμπορο σεξουαλικά άτομο, σε έναν σχιζοφρενή, σε ένα καταπιεσμένο ντροπαλό άτομο αυτό που πριν ήταν δραστήριο και δυναμικό». (2/12/1942).
Τα βιώματα και τις σκέψεις αυτές θα μεταπλάσει στο δεύτερο μυθιστόρημά της, στο λεσβιακό Η τιμή του αλατιού, που θα εκδοθεί το 1952 με ψευδώνυμο. Θα περάσουν 40 χρόνια μέχρι να το επανεκδώσει με το όνομά της και τον τίτλο Κάρολ· διαβάζοντας μάλιστα λεπτομέρειες στα ημερολόγια, καταλήγουμε ότι η Κέιτ Μπλάνσετ, στην κινηματογραφική διασκευή (2015) του Τοντ Χέινς, ενσαρκώνει θαυμάσια τις ερωμένες της Πατ στις οποίες βασίστηκε ο χαρακτήρας.
Ορυχείο πρωτογενούς ύλης για τα έργα της
Οι ημερολογιακές εγγραφές ζουμάρουν στα κατοικίδια σαλιγκάρια και σε εκκεντρικότητες, στην αποστροφή της Πατ για τα πλήθη, στην ευφυΐα και στις αντιφάσεις της, αναδεικνύοντας λεπτομέρειες του γνώριμου προσώπου της δημιουργού του Ταλαντούχου κυρίου Ρίπλεϊ. Πρόκειται για αυθεντικές εξομολογήσεις ή διαμεσολαβημένες πληροφορίες; αναρωτιόμαστε διαβάζοντας την εισαγωγή της επιμελήτριας Αννα φον Πλάντα για τα στάδια της έκδοσης των συνολικά 8.000 σελίδων των ημερολογίων και σημειωματαρίων – που η Χάισμιθ τηρούσε παράλληλα –, με εγγραφές σε διάφορες γλώσσες (αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ισπανικά).
Η έκδοσή τους σε ενιαίο κείμενο και η ανθολόγηση με επεμβάσεις σε «ελάχιστες περιπτώσεις» όπου η Χάισμιθ εξέφραζε απόψεις μνησίκακες και μισάνθρωπες μας προβληματίζουν· σίγουρα η διαβόητη συγγραφέας δεν προσφέρεται ως παράδειγμα πολιτικής ορθότητας.
Ακόμα κι έτσι, έχει ενδιαφέρον η περιήγηση στο ορυχείο από το οποίο η Χάισμιθ αντλούσε συχνά πρωτογενή ύλη για τα πεζογραφήματά της. Προβληματιζόμενη για την εξέλιξή της ως συγγραφέως, ξαναδιάβαζε συχνά αυτές τις σημειώσεις της, που τις θεωρούσε πολύτιμες: «Διάβαζα όλο το βράδυ τα σημειωματάριά μου. Πραγματικός θησαυρός!» (8/12/1949).
