Γ. Βούλγαρης: Ανατομία μιας εθνικής τραγωδίας

Δημοσιονομικός εκτροχιασμός, οικονομικο-κοινωνική βύθιση, εκλογικοί σεισμοί, πολιτική ριζοσπαστικοποίηση, διάχυση της βίας. Το νέο βιβλίο του διακεκριμένου πολιτικού επιστήμονα και ιστορικού Γιάννη Βούλγαρη με τίτλο «Στην άκρη του γκρεμού», αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύει «Το Βήμα», αφηγείται την περιπέτεια της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια της κρίσης

Γ. Βούλγαρης: Ανατομία μιας εθνικής τραγωδίας


Γιάννης Βούλγαρης. Στην άκρη του γκρεμού. Ελλάδα 2007-2019. Κρίση – Πολιτικοί σεισμοί – Ακροβασίες – Διέξοδος. Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2025, σελ. 368, τιμή 18,80 ευρώ. Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 13 Μαρτίου.

Το βιβλίο αυτό είναι η αφήγηση μιας εθνικής τραγωδίας. Το ότι περί τραγωδίας επρόκειτο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Η Ελλάδα έζησε άκρως τραυματικά τη δεκαετία του 2010, την κρίση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και του ευρώ: Δημοσιονομικός εκτροχιασμός, οικονομικοκοινωνική βύθιση, απώλεια εθνικής αυτονομίας, πρωτοφανής πολιτική κρίση, εκλογικοί σεισμοί, αλλαγή κομματικού συστήματος, αλλεπάλληλα κύματα κοινωνικών διαμαρτυριών, πολιτική ριζοσπαστικοποίηση προς τα αριστερά και τα δεξιά, διάχυση της πολιτικής βίας, ισχυροποίηση λαϊκιστικών και συνωμοσιολογικών αντιλήψεων.

Καμία άλλη χώρα σε καιρό ειρήνης δεν πλήρωσε τόσο ακριβά και επί τόσο μακρύ διάστημα την κρίση – ούτε καν εκείνη την παλιά και διάσημη, την παγκόσμια κρίση του 1929. Πράγματι, η Ελλάδα έζησε μια πολύμορφη «έκρηξη», λίγα χρόνια όμως αργότερα φάνηκε να επιζητεί και να ανακτά κάποια από τα κεκτημένα και τις «κανονικότητες» που είχε. Κάποια θραύσματα της «έκρηξης» εξαφανίστηκαν, ακραίοι πρωταγωνιστές τού χτες χάθηκαν από τη σκηνή, οι δημοκρατικοί θεσμοί και οι διαδικασίες επιβεβαιώθηκαν. Το βιβλίο παρακολουθεί και αφηγείται αυτή την εξέλιξη στις διάφορες όψεις της.

Λέω «αφηγείται» με την έννοια ότι το βιβλίο απευθύνεται σε κάθε πολίτη που θέλει να γνωρίσει, αν είναι νέος, τη δραματική αυτή περίοδο ή, αν έχει την ηλικία, να εμβαθύνει όσα έζησε και να τα βάλει στη μεγάλη εικόνα της εποχής. Γι’ αυτό έχω αφήσει στην άκρη ή στο βάθος τις επιστημονικές ορολογίες, το ακαδημαϊκό ύφος, τις πολλές σημειώσεις και τις βιβλιογραφικές παραπομπές.

Το έκανα ως πολιτική επιλογή. Η ιστορία που εδώ εξετάζουμε αφορά μια περίοδο οξείας πολιτικής και συναισθηματικής πόλωσης, που κάποιες φορές έφτασε στα όρια ενός άοπλου εμφυλίου. Οι αντίπαλοι έγιναν εχθροί, ομοϊδεάτες διχάστηκαν, φιλίες έσπασαν, οικογένειες χωρίστηκαν, παρέες διαιρέθηκαν και κάθε ομάδα οχυρώθηκε στον εαυτό της.

Χάθηκαν, με άλλα λόγια, οι ελάχιστοι κοινοί τόποι που διασφαλίζουν τη στοιχειώδη πολιτική και συναισθηματική επικοινωνία. Οταν άρχιζα την επεξεργασία αυτού του βιβλίου, δύο χρόνια πριν, σκεφτόμουν: είναι σαν να γράφεις για τον Εμφύλιο στη διάρκεια του Εμφυλίου, είσαι αναγκαστικά ή στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο. Τώρα πια τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, η ίδια η Ιστορία φωτίζει αναδρομικά τις συγκρούσεις, τις επιλογές, τα αποτελέσματα και υπαγορεύει το επιμύθιο.

Δημιουργούνται οι όροι για την υπέρβαση του αμοιβαίου αυτισμού των δύο αντίπαλων συνασπισμών και για συμπεράσματα ευρύτερης αποδοχής. Αλλωστε, μετατοπίζεται βαθμιαία και το ερώτημα από το ποιος είχε δίκιο στο τι έγινε, τι δεν έγινε, τι έμεινε. Τι έμεινε όχι τόσο με βάση τους αριθμούς, τους δείκτες και τα μέτρα, αλλά την εθνική αυτογνωσία και την κοινωνική ψυχολογία, τις προϋποθέσεις, δηλαδή, με τις οποίες αντιμετωπίζουμε το μέλλον.

Το βιβλίο θέλει να είναι μια συμβολή σε αυτή την αναστοχαστική διαδικασία. Επιχειρεί να προσφέρει μια συνεκτική αφήγηση και να καταγράψει τους βασικούς σταθμούς της εθνικής περιπέτειας 2007-2019. Εντάσσει αυτούς τους σταθμούς στο ευρύτερο πλαίσιο των αντιπαραθέσεων που εκδηλώθηκαν στο εσωτερικό της ευρωζώνης, των πολιτικών-κομματικών αναταραχών που σημειώθηκαν σε όλες τις χώρες που μπήκαν σε μνημόνια ή απειλήθηκαν να μπουν.

Αναδεικνύει τις ιδεολογικές ζυμώσεις και τις ανακατατάξεις που συνδυάστηκαν με την αναδιάταξη του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος. Στο εσωτερικό αυτής της μεγάλης εικόνας τοποθετούνται οι επιμέρους επιλογές και οι πράξεις των κυβερνήσεων, των κομμάτων, των ελληνικών και των ευρωπαϊκών ηγεσιών.

***

Οταν ένα ιστορικό γεγονός είναι τόσο εκκωφαντικό όπως η οιονεί χρεοκοπία μιας χώρας, τότε οι ερμηνείες αντιμετωπίζουν δύο μεθοδολογικούς κινδύνους. Ο πρώτος είναι η νομοτέλεια. Να θεωρήσουμε πως ό,τι συνέβη ήταν αναπόφευκτο, δεν μπορούσε παρά να συμβεί έτσι όπως συνέβη, σαν να μην υπήρχαν άλλες πιθανές επιλογές ή ακόμα και τυχαίοι παράγοντες.

Αναπόφευκτο ήταν, χωρίς αμφιβολία, η Ελλάδα να παρασυρθεί στη δίνη της διεθνούς και ευρωπαϊκής κρίσης, δεν θα μπορούσε να το αποφύγει. Δεν ήταν όμως αναπόφευκτο να τη ζήσει τόσο δραματικά και παρατεταμένα. Στο βιβλίο εξετάζω τις αιτίες και τις στιγμές που επιδείνωσαν την εθνική περιπέτεια.

Στον τρέχοντα δημόσιο λόγο αυτές οι ευθύνες καταλογίζονταν και καταλογίζονται σχεδόν αποκλειστικά στους «πολιτικούς» και στο πολιτικό σύστημα. Μάλιστα, η «καταδίκη» επεκτείνεται για όλη τη διαχείριση της κρίσης. Οντως αυτό είναι μεγάλο μέρος της αλήθειας, αλλά δεν είναι όλη η αλήθεια.

Αποφεύγω, λοιπόν, να συμβάλλω στην εύκολη καταδίκη του «πολιτικού κόσμου» που έγινε του συρμού την περίοδο της κρίσης και τροφοδότησε την «αντιπολιτική» διάθεση της κοινής γνώμης. Χρειάζεται πάντα να υπολογίζουμε τις ευρύτερες εθνικές κοινωνικές δομές και τις αντινομίες, τις συλλογικές συμπεριφορές και τις ιδεολογικές αντιλήψεις που συνήργησαν ώστε να επιδεινώσουν την κατάσταση.

Ο δεύτερος μεθοδολογικός κίνδυνος, συναφής με τον πρώτο, συνίσταται στην απαξίωση του παρελθόντος. Το σκότος της κρίσης εξαπλώνεται στο παρελθόν, σκεπάζοντάς το ολοσχερώς, σαν να μην υπήρξαν φωτεινές περίοδοι, σαν να απορρίπτουμε μετανιωμένα ό,τι προ ολίγου καιρού θεωρούσαμε ιστορικές κατακτήσεις της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Ως πολίτης δεν κινδύνευα να υποπέσω σε αυτό το σφάλμα.

Πολλοί από τη γενιά μου που γνώρισαν τη δικτατορία έχουν αναπτύξει μια βιωματική σχέση με τη δημοκρατία και έχουν ιστορική αίσθηση αυτής της μεταπολιτευτικής κατάκτησης. Αλλά και ως μελετητής, έχοντας αφιερώσει πολύ χρόνο και σελίδες στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, ήμουν σε θέση να αναλύσω τις αντινομίες της περιόδου 1974-2010 χωρίς να υποβαθμίσω τη μέγιστη κατάκτηση της περιόδου: την καθιέρωση της πιο ομαλής δημοκρατικής ζωής στον ελληνικό 20ό αιώνα. Αλλωστε, και ο ίδιος ο ελληνικός λαός, παρ’ όλες τις δραματικές μεταπτώσεις, προστάτεψε το δημοκρατικό και ευρωπαϊκό κεκτημένο ως δικό του.

Δοθέντος όμως τούτου, είναι σαφές ότι το «μεταπολιτευτικό μοντέλο» προσέκρουσε με βία στον τοίχο της διεθνούς κρίσης λόγω των εσωτερικών αδυναμιών και αντινομιών του. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι στη χώρα μας η κρίση πήρε εν πολλοίς διαφορετικό «πρόσημο». Ενώ στις ΗΠΑ και την Ευρώπη καταγράφηκε ως κρίση του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, με αιχμές τις τράπεζες και τη «φούσκα» της οικοδομής, στην Ελλάδα εκδηλώθηκε πρωτίστως ως κρίση του κράτους, των δημοσιονομικών μεγεθών και της χαμηλής ανταγωνιστικότητας.

Δεν είναι αλήθεια ότι η ευημερία που πετύχαμε έγινε με δανεικά, αλλά είναι βέβαιο ότι η «Μεταπολίτευση» δεν μπόρεσε να καθιερώσει μια γόνιμη σχέση ανάπτυξης και δημοκρατίας. Ετσι, με την πρόσκρουση στον τοίχο της διεθνούς κρίσης αναφάνηκαν όλα τα προβληματικά χαρακτηριστικά του μεταπολιτευτικού κοινωνικού-πολιτικού συστήματος: η αναποτελεσματικότητα και ο πελατειακός και συντεχνιακός εκτροχιασμός. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε τις φθορές στο αξιακό και ηθικοπολιτικό επίπεδο, φθορές που προκλήθηκαν από τον τρόπο που η Ελλάδα είχε δεχτεί την επιρροή της «νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας» τα χρόνια πριν από τη διεθνή κρίση.

Πράγματι, στη χώρα μας η διάχυση της μαζικής κουλτούρας του καταναλωτισμού και του ατομισμού δεν προήλθε από την ιδεολογική επιβολή των εγχώριων υποστηρικτών του «νεοφιλελευθερισμού» ούτε από την ηγεμονική ισχύ ενός δυναμικού καπιταλιστικού κοινωνικοπολιτικού συνασπισμού, όπως, για παράδειγμα, συνέβη στις αγγλοσαξονικές χώρες. Σε μεγάλο βαθμό έγινε μέσω της ατομιστικής και συντεχνιακής ιδιοποίησης του δημοσίου. Με άλλα λόγια, το δημόσιο όχι μόνο δεν αποτέλεσε αντίβαρο στην αγορά, στην ατομιστική ιδιοτέλεια και τον καταναλωτισμό, αλλά υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αγωγούς εξάπλωσής τους. Ανάλογο φαινόμενο παρατηρήθηκε και σε άλλες νοτιοευρωπαϊκές χώρες, αλλά η Ελλάδα υπήρξε ακραία περίπτωση. Αυτό το ιδεολογικό-αξιακό υπόβαθρο επιβάρυνε τη διαχείριση της κρίσης.

***

Σήμερα ξέρουμε ότι η Ελλάδα της χρεοκοπίας και των μνημονίων έζησε μια κρίση που ήταν ταυτόχρονα παγκόσμια, εθνική και ευρωπαϊκή. Δεν βίωνε όμως ταυτόχρονα και τις τρεις αυτές όψεις. Στο βιβλίο διακρίνουμε τέσσερις φάσεις, αναλόγως με ποια διάσταση προείχε κάθε φορά στον δημόσιο λόγο και στον τρόπο που οι πολίτες αντιλαμβάνονταν την κρίση. Χονδρικά, η σειρά ήταν: παγκόσμια κρίση το 2008-2009, εθνική το 2009-2010, ευρωπαϊκή το 2011-2015 και ξανά εθνική μετά το 2015, καθώς είχαμε μείνει πια μόνη χώρα σε μνημόνιο. Η βαρύτητα που κάθε διάσταση προσέλαβε δεν ήταν ένα αντικειμενικό μέγεθος, αλλά αποτέλεσμα της συγκυρίας, των λύσεων που δίνονταν ή επιχειρούνταν, του κομματικού ανταγωνισμού και της επικοινωνιακής προπαγάνδας. Η εναλλαγή της πρόσληψης της εκάστοτε κυρίαρχης όψης της κρίσης επέδρασε και στις ερμηνείες που επικρατούσαν κατά καιρούς στον δημόσιο λόγο.

Στην αρχή, όταν προείχε η εθνική πρόσληψη, άνθησαν ερμηνείες που βασίζονται στην ελληνική «ιδιαιτερότητα» ή στον «ελληνικό εξαιρετισμό», με αρνητικό, βεβαίως, χαρακτήρα. Αργότερα, όταν επικράτησε η ευρωπαϊκή πρόσληψη της κρίσης, οι ερμηνείες σχεδόν παρασιώπησαν τις ιδιαίτερες ελληνικές αιτίες. Στο βιβλίο προσπαθώ να κρατώ σταθερά τη σύνδεση των εθνικών και υπερεθνικών αιτίων, παρακολουθώντας την εξέλιξή τους και στους δύο άξονες ταυτόχρονα.

Κάτι το οποίο δεν έχει υπογραμμιστεί επαρκώς είναι ότι κατά τη δραματική περίοδο της κρίσης, δίπλα και παράλληλα με την αναπαραγωγή στείρων και ξεπερασμένων εθνικών στερεοτύπων, παρήχθησαν μελέτες και ερμηνείες που εμβάθυναν την εθνική αυτογνωσία. Το γεγονός δεν είναι περίεργο. Μπορεί η περίοδος που εξετάζουμε να ήταν έκτακτη, μια δεκαετία τραυματική από κείνες που μένουν στην εθνική μνήμη, μέσα όμως στο έκτακτο γεγονός μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένα μονιμότερα χαρακτηριστικά που έχουν λειτουργήσει στη μακρά διάρκεια της εθνικής εξέλιξής μας. Μια προηγούμενη εργασία μου μακροϊστορικού χαρακτήρα με οδήγησε να ξεχωρίσω ορισμένα γνωστά μοτίβα της «ελληνικής περίπτωσης» που εκδηλώθηκαν και την περίοδο της χρεοκοπίας.

Πρώτον, τη «διάσωση της χώρας την τελευταία στιγμή» σε εποχές μεγάλων διεθνών αναστατώσεων. Εν προκειμένω, διάσωση θεωρώ την αποφυγή της άτακτης χρεοκοπίας, την αποτροπή της εξόδου από το ευρώ και την παραμονή στην ισχυρή ευρωπαϊκή συμμαχία. Δεύτερον, την υπενθύμιση δύο παραγόντων που ιστορικά έχουν λειτουργήσει υπέρ της Ελλάδας σε ανάλογες στιγμές: τη σημασία της γεωπολιτικής διάστασης του εκάστοτε «ελληνικού ζητήματος» και την ιστορική πρόσοδο που η χώρα καρπώνεται λόγω του βάρους της αρχαίας Ελλάδας στο φαντασιακό της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.

Τρίτον, τη διεθνή πίεση, στην καλή και την κακή εκδοχή της, που χρειάστηκε η Ελλάδα για να «πειθαρχήσει» στις διαμορφωμένες πραγματικότητες, αλλά και τη δεκτικότητα που τελικά έδειξε η ελληνική κοινωνία προκειμένου να αποφύγει μεγαλύτερες καταστροφές. Τέταρτον, την αυτονομία που είχε πάλι η πολιτική, η οποία αυτονομία είχε δύο αντίθετες επιπτώσεις. Από τη μία, η πολιτική πόλωση και ο ακραίος κομματικός ανταγωνισμός επέδρασαν επιβαρυντικά. Από την άλλη, η ευρεία αυτονομία της κεντρικής πολιτικής απόφασης που επαφίεται κατεξοχήν στα χέρια του πρωθυπουργού αποτέλεσε το εργαλείο διάσωσης λίγο πριν από την καταστροφή.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version