«Ωραίος, απλός και ενσυνείδητα “περαστικός”»

Ο στιχουργός Άρης Δαβαράκης, προσωπικός φίλος και στενός συνεργάτης του συνθέτη, αποκρυσταλλώνει μέσα σε μερικές λέξεις αυτή την τόσο αφηρημένη μα και τόσο απτή χατζιδακική αύρα.

«Ωραίος, απλός και ενσυνείδητα “περαστικός”»

Γράφοντας λίγα λόγια για τον Μάνο Χατζιδάκι και τα εκατοστά γενέθλιά του (τριάντα ένα απ’ αυτά στον ουρανό) παραμονεύει πάντα ο πειρασμός να φορέσεις το πιο σοβαρό σου ύφος – για να αρθείς στο ύψος των περιστάσεων. Κλείνεις όμως λίγο τα μάτια σου και τον θυμάσαι και αμέσως χαμογελάς και ξαναβρίσκεις το χιούμορ σου και τη συχνότητα της αρμονίας απ’ όπου εξέπεμπε την ποίησή του: το «σήμα» του.

Πρώτη φορά τον είδα από κοντά στο «Πολύτροπον» στην Πλάκα όπου παρουσίαζε το καινούργιο του έργο «Ο Οδοιπόρος, ο Αλκιβιάδης και το Μεθυσμένο Κορίτσι», 53 χρόνια πριν.

Είχαμε πάει με τον καλύτερό μου φίλο που ήταν 16 τότε (εγώ 19) και στο διάλειμμα, γοητευμένοι όσο δεν πάει άλλο, πήγαμε να τον βρούμε στο μικρό φουαγέ να τον ρωτήσουμε τι θα έπρεπε να κάνει ο Τάσος για να γίνει μουσικός.

Είχε τα νεύρα του. Μόνο που δεν μας έβρισε (δεν έβριζε ποτέ). «Να μάθεις μουσική, νεαρέ μου» του είπε. «Δεν ξέρω, κάνε ό,τι θες, πήγαινε στο Julliard, μάθε ένα όργανο, δεν έχω χρόνο αυτή τη στιγμή».

Αυτή ήταν η πρώτη μας φορά. Πολλά μεσολάβησαν και κάποια άλλη στιγμή γνωριστήκαμε και βρεθήκαμε (και ο φίλος μου κι εγώ) να εργαζόμαστε στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ που το είχε αναλάβει με τη στήριξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Μυστήρια και άγνωστη η άνω οδός.

Στην αρχή της δεκαετίας του ’80 βρεθήκαμε να γράφουμε μαζί και τραγούδια:  «Πορνογραφία», «Οι Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» και τα «Κινηματογραφικά» που δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν.

Ξέρετε τι σκέφτομαι; Πως μάλλον όλα ξεκίνησαν από την «Οδό Ονείρων» το 1962, όταν ήμουν 9 χρόνων και ζούσα ακόμα στην Αλεξάνδρεια.

Τα καλοκαίρια ερχόμασταν στην Ελλάδα για δύο μήνες και η μητέρα μου με πήγε στο θέατρο – συγκεκριμένα σ’ αυτήν την «Οδό» την ποιητική και απογειωτική που οδηγούσε κατ’ ευθείαν «απ’ την ψυχή ως την ψυχή», αν βέβαια τα ήθελε η ψυχή σου αυτά τα μονοπάτια. «Κάθε κήπος έχει μια γωνιά για τα παιδιά» και «κάθε τρελό παιδί έχει στο χέρι φιλί της Παναγιάς κι ένα μαχαίρι».

Εκείνη η «Μαύρη Φορντ, μοντέλο του ’23», ο «Ηθοποιός» και οι «Αδελφές Τατά από τον Λαγκαδά», με στοίχειωσαν. Με έστειλαν. Το συνειδητοποιώ τώρα που γράφω. Με έκαναν άνθρωπο. Ή, πιο σωστά, ο Μάνος Χατζιδάκις μού έκλεισε το μάτι μέσα από την τέχνη και την παιδικότητά του στα 9 μου χρόνια και με καθησύχασε. Ολα καλά θα πάνε μου είπε με την Οδό των Ονείρων του. Μη φοβάσαι.

Τον ένιωθα τόσο οικείο όσο και τον θείο μου τον Μίμη – που τον λάτρευα. Και όταν τον γνώρισα και εργάστηκα μαζί του σε καθημερινή βάση για χρόνια βεβαιώθηκα πως, ναι, ο κόσμος ήταν εύκολος τελικά, «ένας απλός παλμός». Αρκεί να είσαι ανοικτός, αληθινός, τρωτός, ερωτευμένος και – γιατί όχι; – και πληγωμένος. Αλλά σαφώς περαστικός.

Ηταν αφοπλιστικά απλός, γελούσε, θύμωνε για λίγο, έλεγε ένα αστείο, φλέρταρε και, συγχρόνως, σκεφτότανε, σκεφτότανε, σκεφτότανε συνέχεια. Για μένα ήταν ο πιο κανονικός άνθρωπος σε όλη την Ελλάδα.

Ναι, ήταν ο Χατζιδάκις, τον εκτιμούσαν οι καλλιτέχνες παντού, Ευρώπη και Αμερική, είχε πάρει Οσκαρ, τον τραγουδούσαν όλοι. Οι φίλοι του ήταν η «γενιά του ’30», ποιητές, ζωγράφοι, ηθοποιοί, τραγουδιστές, whatever, σκηνοθέτες, λογοτέχνες. Ελα όμως που τίποτ’ απ’ αυτά δεν είχε καμιά σημασία για τον ίδιον μπροστά στο τώρα, μπροστά σε μένα, μπροστά σε σένα, μπροστά σ’ ένα φρέσκο κορίτσι, ένα όμορφο αγόρι που εμφανιζόταν ξαφνικά και έλαμπε ο κόσμος.

Ηταν σοβαρός ο Χατζιδάκις, ουσιαστικότατα σοβαρός, όταν ήταν στο πιάνο και συνέθετε ή στο στούντιο για μια ηχογράφηση. Οσοι έχουν συνεργαστεί μαζί του ήξεραν πως όταν ήταν ώρα για δουλειά, όλα τ’ άλλα δεν χωρούσαν. Οπως και σε πολλούς άλλους φαντάζομαι, μου είχε πει και μένα: «Οταν εργάζεσαι να μην ερωτεύεσαι και όταν ερωτεύεσαι να μην εργάζεσαι».

Στην ιδανική μου Πολιτεία θα ήθελα όλοι οι άνθρωποι να ήταν σαν τον Χατζιδάκι. Τόσο ωραίοι και τόσο απλοί. Τόσο πλήρεις και ενσυνείδητα «περαστικοί». Τόσο «Οδοιπόροι».

Μόνο με αυτά που μου έμαθε η ίδια μου η μάνα μπορώ να συγκρίνω όσα έμαθα από τον Μάνο Χατζιδάκι. Μακάρι να μπορούσα με τις λέξεις να σας τον περιγράψω κάπως. Δεν γίνεται.

Ο Νίκος Γκάτσος ίσως θα μπορούσε, ο φίλος του, ο πνευματικός του, ο βράχος του που, μαζί, από κάτι άυλο φτιάξανε μια σχολή στην τέχνη του τραγουδιού, ένα σχολείο, που ακόμα σ’ αυτό φοιτούν όσοι επιμένουν στην αγάπη.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version