Ο Μάνος Χατζιδάκις χάραξε στράτα ζωής στην οδό ονείρων

Η διαδρομή του Μάνου Χατζιδάκι, που μεταμόρφωσε την ελληνική μουσική απελευθερώνοντας δημιουργικές δυνάμεις μέχρι πρότινος αόρατες, υπήρξε μια αλληλουχία ρήξεων ενάντια στη φθορά της ρηχότητας, την αλαζονεία της αμετροέπειας και τον δογματισμό της εξουσίας

Ο Μάνος Χατζιδάκις χάραξε στράτα ζωής στην οδό ονείρων

Γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925, στην Ξάνθη, σε μια πόλη με κοσμοπολίτικο αέρα, σε ένα χαρμάνι από διαφορετικές κουλτούρες που άκμαζαν τότε συνυπάρχοντας εν πολλοίς αρμονικά χάρη στο εμπόριο του καπνού. Γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζηδάκη από τη Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη, ο Μάνος Χατζιδάκις έμελλε να μεταμορφώσει με το έργο του την ελληνική μουσική. Το σπίτι όπου πέρασε κάποια από τα πρώτα του χρόνια, νεοκλασικό με μπαρόκ στοιχεία, χτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα, σώζεται σήμερα ως διατηρητέο. Εκεί ξεκίνησε και η μουσική του παιδεία: στα τέσσερά του έτη, με την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αννα Αλτουνιάν, ενώ παράλληλα πειραματιζόταν στο βιολί και στο ακορντεόν· ένα πρώιμο δείγμα της ακόρεστης περιέργειάς του για τους ήχους και τις υφές τους.

Το 1932, μετά τον χωρισμό των γονιών του, μετακόμισε με τη μητέρα και την αδελφή του Μιράντα στην Αθήνα. Η πρωτεύουσα με τα αμέτρητα ερεθίσματα θα γίνει το φυσικό του περιβάλλον αλλά και ο τόπος των πρώτων σκληρών μαθημάτων: το 1938 χάνει τον πατέρα του σε αεροπορικό δυστύχημα, και λίγο αργότερα ξεσπά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το οικογενειακό ταμείο αδειάζει, ο νεαρός Μάνος βγάζει μεροκάματο όπου υπάρχει δουλειά: φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401. Ακολουθεί δηλαδή τη μοίρα της γενιάς του. Μέσα στην Κατοχή, ο Χατζιδάκις διευρύνει τις μουσικές του σπουδές κοντά στον Μενέλαο Παλλάντιο (1940-43) και παρακολουθεί ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν θα πάρει ποτέ τυπικό πτυχίο, θα αποκτήσει ωστόσο κάτι πιο πολύτιμο: μια αδέσμευτη παιδεία.

Στην ίδια ταραγμένη περίοδο συνδέεται με ανθρώπους που θα καθορίσουν τη διανοητική του ταυτότητα: τον Νίκο Γκάτσο, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Αγγελο Σικελιανό, τον Γιάννη Τσαρούχη. Είναι επίσης ενεργός στην ΕΠΟΝ – εκεί γνωρίζει τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίο θα μοιραστούν μια βαθιά, συχνά δημιουργικά ανταγωνιστική, φιλία.

 Η ιστορική διάλεξη για το ρεμπέτικο

Από νωρίς, ο Χατζιδάκις δείχνει ότι δεν ενδιαφέρεται για τους στείρους διαχωρισμούς. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, δίνει τη θρυλική πια διάλεξή του για το ρεμπέτικο. Σε μια Ελλάδα που ακόμη το αντιμετωπίζει ως περιθωριακό, εκείνος το εντάσσει στον νεοελληνικό Κανόνα, του αναγνωρίζει μεγάλη καλλιτεχνική αξία και αμέσως μετά ανεβάζει επί σκηνής τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου, επισημοποιώντας με τον δικό του τρόπο μια συμφιλίωση ανάμεσα στη λόγια ευαισθησία και το λαϊκό βίωμα.

Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης, η οποία είχε αρχίσει το καλοκαίρι του 1944 με την κωμωδία «Ο τελευταίος Ασπροκόρακας», θα κρατήσει δεκαπέντε χρόνια και θα αποτελέσει έναν από τους μεγάλους άξονες του έργου του. Παράλληλα, στρέφεται στον κινηματογράφο (πρώτη εργασία, το 1946, στους «Αδούλωτους σκλάβους» του Βίωνος Παπαμιχάλη) και συνθέτει μουσική για το αρχαίο δράμα: από τις «Χοηφόρους» (1950) της Μαρίκας Κοτοπούλη, έως τη «Μήδεια», τις «Βάκχες», τον «Κύκλωπα», τις «Εκκλησιάζουσες».

«”Για μένα το Οσκαρ είναι το ξεκίνημα” δηλώνει, καθιστώντας ξεκάθαρο το ότι η εφήμερη δόξα δεν είναι για εκείνον αυτοσκοπός».

Με τη Ραλλού Μάνου ιδρύει το Ελληνικό Χορόδραμα (1950) και παρουσιάζει τα πρώτα του μπαλέτα, ενώ με τον Σικελιανό γράφει μουσική για τον «Θάνατο του Διγενή». Σε αυτή την πρώιμη δεκαετία του ’50 θα ακούσουμε και μερικά από τα πλέον εύθραυστα, αλλά θεμελιώδη έργα του: την πιανιστική «Μικρή λευκή αχιβάδα», την «Ιονική σουίτα», τον «Κύκλο του C.N.S.». Είναι η περίοδος που η μουσική του αποκτά σαφή γραφή και αναγνωρίσιμο χαρακτήρα.

 Ο κινηματογράφος και το Οσκαρ

Στα μέσα του ’50, ο Χατζιδάκις γνωρίζει την αποδοχή από το ευρύ κοινό. Στον κινηματογράφο συνεργάζεται με τον Κακογιάννη («Στέλλα», 1955), τον Σακελλάριο («Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», 1955), τον Κούνδουρο («Ο δράκος», 1956). Αυτή η τριλογία ταινιών, μαζί με δεκάδες άλλα φιλμ, θα αποτελέσουν ένα νέο καλλιτεχνικό πεδίο, στο οποίο η μελωδικότητα του Χατζιδάκι θα συνδεθεί με τη νέα αστική μυθολογία της χώρας.

Το 1959 κερδίζει το πρώτο βραβείο στο Α’ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του ΕΙΡ με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη («Κάπου υπάρχει η αγάπη μου»), και το 1960 ακολουθούν κι άλλες διακρίσεις. Το ίδιο έτος γράφει για το φιλμ «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν το τραγούδι που θα τον κάνει γνωστό στα πέρατα του κόσμου: «Τα παιδιά του Πειραιά». Το 1961 βραβεύεται με Οσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού. Δεν ταξιδεύει στο Χόλιγουντ, το αγαλματίδιο έρχεται ταχυδρομικώς. «Για μένα το Οσκαρ είναι το ξεκίνημα» δηλώνει, καθιστώντας ξεκάθαρο το ότι η εφήμερη δόξα δεν είναι για εκείνον αυτοσκοπός. Ο Χατζιδάκις ενδιαφέρεται λιγότερο για τις τιμές και περισσότερο για την πνευματική ελευθερία του.

 Η δημιουργική αναγέννηση στις ΗΠΑ

Το 1964 ιδρύει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών, μια τομή για την ελληνική μουσική ζωή. Την ίδια περίοδο ξεκινά η σημαντική σχέση του με τον Μορίς Μπεζάρ: οι «Ορνιθες» μεταμορφώνονται σε χορογραφημένο σύμπαν από τα «Μπαλέτα του 20ού αιώνα». Λίγο αργότερα, το 1966, εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη για το ανέβασμα του μιούζικαλ «Illya Darling» και, κυνηγημένος από ένα χρέος προς την ελληνική Εφορία, αποφασίζει να μείνει. Ερχεται σε επαφή με την ποπ και τη ροκ σκηνή, ηχογραφεί το υπέροχο «Reflections» (1970) με τους New York Rock & Roll Ensemble, ενώ λίγο νωρίτερα, το 1965, έχει προηγηθεί στο Λος Αντζελες η δημιουργία του εμβληματικού ορχηστρικού δίσκου «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» με παραγωγό τον Κουίνσι Τζόουνς – πρόκειται για ένα από τα λεπταίσθητα διαμάντια της δισκογραφίας του.

Η αμερικανική μητρόπολη θα σμιλέψει ακόμη περισσότερο την ιδιοσυγκρασία του: αποστασιοποιημένος και παθιασμένος συνάμα, ένας Ελληνας που μαθαίνει ότι η βλακεία, όπως θα γράψει αργότερα, δεν είναι εγχώριο προϊόν. Επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα το 1972. Η πρώτη του μεγάλη κίνηση είναι ο «Μεγάλος Ερωτικός», ηχογραφημένος το φθινόπωρο του ίδιου έτους. Με τη Φλέρυ Νταντωνάκη και τον Δημήτρη Ψαριανό, ο κύκλος αυτός γίνεται ένα άτυπο μανιφέστο: για τον έρωτα ως πολιτική πράξη, για τη γλώσσα ως άσυλο, για τον ελληνικό πολιτισμό ως μια συνάντηση υψηλής ποίησης και λαϊκού αισθήματος. Ακολουθεί το «Πολύτροπον» (1973), το μουσικό καφεθέατρο που οραματίστηκε σαν τελετουργική σύμπραξη τραγουδιού, λόγου και σκηνικής οικονομίας. Η εμπορική αποτυχία ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένη.

Το υπόδειγμα του Τρίτου Προγράμματος

Από το 1975 αρχίζει η περίφημη «υπαλληλική περίοδος» όπως την αποκαλούσε σκωπτικά ο ίδιος: διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, επικεφαλής του Τρίτου Προγράμματος, αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής. Θα πει χρόνια αργότερα πως οι οργανισμοί αυτοί, «βαθιά διαβρωμένοι από τη γέννησή τους», τον νίκησαν «κατά κράτος», όμως μέσα σε αυτή τη φαινομενική ήττα γεννιέται ένα σημαντικό ραδιοφωνικό εγχείρημα της Μεταπολίτευσης. Το Τρίτο Πρόγραμμα των ετών 1975-82 αποτελεί σχολείο αισθητικής και ήθους: εκπομπές, συναυλίες, φεστιβάλ (οι «Μουσικές Γιορτές» στ’ Ανώγεια, ο «Μουσικός Αύγουστος» στο Ηράκλειο), μια νέα αντίληψη για το τι μπορεί να κάνει ο δημόσιος πολιτισμός όταν έχει πυξίδα. Το φθινόπωρο του 1981 και του 1982 διοργάνωσε επίσης τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα, έναν μουσικό διαγωνισμό για νέους έλληνες συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδοποιούς.

«Το 1985 ιδρύει τη δισκογραφική “Σείριος” και την ομώνυμη μπουάτ στην Πλάκα, για να δώσει στέγη σε καλλιτέχνες που δεν τους χωρούσε η αγορά».

Στα ίδια χρόνια, ο Χατζιδάκις γράφει έργα όπου η πολιτική σκέψη γίνεται μουσική χωρίς ξεκάθαρη στράτευση: «Τα παράλογα», «Η εποχή της Μελισσάνθης», «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς», η σαγηνευτική «Πορνογραφία». Το «Κέλομαί σε Γογγύλα» της Σαπφούς από τον «Μεγάλο Ερωτικό» του είχε ανοίξει την όρεξη να μελοποιήσει αρχαία ελληνική ποίηση στο πρωτότυπο και τα «Πινδαρικά» παρουσιάζονται το 1981 στο Ηράκλειο με την Κική Μορφονιού, τον Σπύρο Σακκά και τη Χορωδία του Τρίτου.

Το 1985 ιδρύει τη δισκογραφική «Σείριος» και την ομώνυμη μπουάτ στην Πλάκα, για να δώσει στέγη σε καλλιτέχνες που δεν τους χωρούσε η αγορά ή για να πειραματίζονται τα δημοφιλή ονόματα με πιο αναπάντεχες επιλογές. Το 1989 ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων, που υπό τη διεύθυνσή του μέχρι το 1993 παρουσιάζει είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ, με αποκορύφωμα τη σύμπραξη στο Ηρώδειο με τον Αστορ Πιατσόλα το 1990 – την τελευταία συναυλία του Αργεντινού, πριν σιωπήσει οριστικά. Είναι συμβολικό: ο άνθρωπος που άνοιξε τον δρόμο στην Ελλάδα για τη δυνατότητα να ακούμε το μπουζούκι όπως τον Μπαχ και τον Μότσαρτ, φέρνει επί σκηνής την άλλη μεγάλη λαϊκή μουσική, το τάνγκο.

Αδογμάτιστη πολιτική συνείδηση

Πέρα από συνθέτης, υπήρξε και ένας σπάνιος δημόσιος στοχαστής. Από την προαναφερθείσα διάλεξη για το ρεμπέτικο το 1949 έως τα κείμενα, τις συνεντεύξεις και τα σχόλιά του στα χρόνια του Τρίτου, ο λόγος του έχει καθαρότητα, πρωτοτυπία και ενέχει ρίσκο. «Είμαι δημοκράτης αστός, ουμανιστής και αναθεωρητής της Δεξιάς», γράφει, «ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής. Εγώ περιέχω και τον αριστερό· ο αριστερός όμως δεν με περιέχει».

Η φιλία του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η αιχμηρή στάση του απέναντι στον λαϊκισμό, η τρυφερότητά του προς κάποιες αναρχικές ομάδες, οι συγκρούσεις του με τα κακώς κείμενα της διασημότητας, όλα δείχνουν έναν άνθρωπο που δεν φοβόταν τις αντιφάσεις και ζητούσε πάνω απ’ όλα ελευθερία: της κρίσης, της γλώσσας, της ομορφιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’80 δημιουργεί το περιοδικό «Το Τέταρτο», μια έκδοση με ζωτικότητα, κοινωνική παρεμβατικότητα και υψηλή αισθητική φιλοδοξία. Η πορεία του θα είναι σύντομη και θυελλώδης.

«Θα αφιερώσει την τελευταία μεγάλη δημόσια συναυλία της «Ορχήστρας των Χρωμάτων», τον Φεβρουάριο του 1993, στη “Διαμαρτυρία κατά του νεοναζισμού”».

Η δημόσια παρέμβασή του συχνά ενοχλεί. Το τίμημα για τις ανατρεπτικές θέσεις του και την άρνησή του να ενταχθεί σε κάποιο ιδεολογικό στρατόπεδο με προκάτ κοσμοθεωρία είναι οι συχνές επιθέσεις για την προσωπική του ζωή, ιδίως από την «Αυριανή», μια εφημερίδα που αναφέρεται σε εκείνον με ακραία ομοφοβικό λόγο. Αν έπρεπε να του αποδοθεί μια «πολιτική ταυτότητα», θα αρκούσε να αντιγράψουμε τη δική του αυτοπροσωπογραφία: «δημοκράτης αστός, ουμανιστής, αναθεωρητής». Η φράση του για την εξουσία – «μια εγωπαθής και ανεγκέφαλη κυρία που αγαπά τους εραστές της και καταδιώκει όσους την αντιπαθούν» – συμπυκνώνει την ηθική του στάση.

Στον αντίποδα, η μουσική για εκείνον ήταν «υποκατάστατο συντρόφου», μα και ο μόνος τρόπος να ξορκίσεις τη βαρβαρότητα της πραγματικότητας. Γι’ αυτό και θα αφιερώσει την τελευταία μεγάλη δημόσια συναυλία της «Ορχήστρας των Χρωμάτων», τον Φεβρουάριο του 1993, στη «Διαμαρτυρία κατά του νεοναζισμού», με ένα πρόγραμμα που συνοδεύεται από κείμενο το οποίο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τον φασισμό που φωλιάζει μέσα σε όλους μας.

Οσο διαρκούν όλα αυτά, ο ίδιος συνεχίζει να γράφει, να δοκιμάζει φόρμες, να δημιουργεί κύκλους τραγουδιών. Να επιμένει πως «επιθυμεί να έχει πολλά χρήματα για να μπορεί να στέλνει στον διάβολο κάθε εργασία που δεν τον σέβεται» – μια κυνική φράση μόνο φαινομενικά, γιατί στο βάθος της κρύβει την αξίωση για αξιοπρέπεια. Να γράφει στοχασμούς για την Αθήνα που «σουρνά τα πόδια της» τα βράδια ανάμεσα σε εκθεσιακές βιτρίνες αυτοκινήτων και γραφεία κηδειών, να σαρκάζει την καλοζωία «ευτελούς αισθητικής» που έκανε τους Νεοέλληνες να μπερδεύουν την εκτόνωση με την ηδονή.

«Μας έμαθε να βλέπουμε την Ελλάδα όχι μόνο ως ρεσιτάλ παθογένειας αλλά και ως αέναη προοπτική για κάτι μεγάλο και ωραίο».

Υπήρξε και βιογράφος του εαυτού του, με τον μοναδικό εκείνο τρόπο που μόνο οι πραγματικοί ποιητές της γλώσσας ξέρουν να χρησιμοποιούν, με μια μελαγχολικά ειρωνική τρυφερότητα: «Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του ’25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα… Είμαι γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ τη στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου… Εγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι». Ο Χατζιδάκις πίστευε στη συνέπεια «οποιασδήποτε φύσης», χωρίς συμβιβασμούς. Θαύμαζε εκείνους που «συγκεντρώνουν πολλή ζωή μέσα τους και ξεχωρίζουν από την εν μέσω ρευμάτων περιφερόμενη μάζα». Ισως για αυτό απεχθανόταν την αναμνησιολογία: «Οι άνθρωποι που έχουν φύγει, αλλά παραμένουν ζωντανοί, τους κουβαλάμε μέσα μας». Δεν ήταν άνθρωπος των μνημοσύνων, ήταν άνθρωπος των παθιασμένων σχέσεων με τα πράγματα.

Επί της ουσίας, ο Μάνος Χατζιδάκις άφησε, με τον θάνατό του το 1994, πίσω του μια σπουδαία κληρονομιά και μια απαιτητική παρακαταθήκη. Μας έμαθε να βλέπουμε την Ελλάδα όχι μόνο ως ρεσιτάλ παθογένειας αλλά και ως αέναη προοπτική για κάτι μεγάλο και ωραίο, μας έμαθε να αντιμετωπίζουμε τη μουσική όχι ως ηχητικό περιβάλλον, αλλά ως αλήθεια και καθρέφτη, μας δίδαξε την αξία που έχει το να υπερασπιζόμαστε, με όση παιδική σοβαρότητα έχει απομείνει εντός μας, την ομορφιά και την ευαισθησία. «Η ιδέα του θανάτου», έγραψε, «οδηγεί τον αληθινά ελεύθερο άνθρωπο να αντιληφθεί πως η ύπαρξή του έχει ημερομηνία λήξεως».

Ισως γι’ αυτό έσπευσε όσο ζούσε να κάνει πράγματα που άλλοι φοβήθηκαν, ίσως γι’ αυτό του άρεσε τόσο πολύ μέχρι το τέλος να συζητεί με τους νέους ως ίσος προς ίσους. Η μουσική του είναι ακόμη εδώ, ασάλευτος μάρτυρας ενός τόσο πηγαίου χαρίσματος, παρέα με εκείνη τη φράση του που – άλλοτε τρυφερά, άλλοτε αυστηρά – μας ψιθυρίζει από μακριά: «Πιστεύω στο τραγούδι που δεν μας διασκεδάζει αλλά μας αποκαλύπτει». Αποκαλύπτει τα βάθη και ύψη μας. Κάθε φορά από την αρχή.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version