Oι Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας, ένας θεσμός που εμπνεύστηκε, σχεδίασε και διαμόρφωσε έως και την πιο μικρή του λεπτομέρεια ο Μάνος Χατζιδάκις, παραλληλίζονται με ένα big bang της νέας ελληνικής μουσικής. Πιθανόν να αντιμετωπίζονται έτσι επειδή ο απόηχός τους παραμένει ζωντανός μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι δεν μακροημέρευσαν. Διοργανώθηκαν για μόλις δύο χρονιές, τον Σεπτέμβριο του 1981 (26-27) και τον Σεπτέμβριο του 1982 (27-28). Ωστόσο, οι Αγώνες δεν ήταν ένα big bang. Δεν έλαβαν σάρκα και οστά σε συνθήκες καλλιτεχνικού, κοινωνικού και πολιτικού κενού. Η πρόταση που έφεραν στο τραπέζι και το όραμα που υπηρέτησαν ήταν σε διαλεκτική σχέση με την εποχή της οποίας αποτέλεσαν καρπό.
«Ατμόσφαιρα συνοικιακών καλλιστείων»
Αυτό δεν το αρνήθηκε ούτε ο ίδιος ο Χατζιδάκις, ο οποίος δήλωνε σε συνέντευξή στην «Εγνατία» λίγο πριν την πρώτη διοργάνωση ότι «οι Αγώνες της Κέρκυρας θέλουν να γελοιοποιήσουν τον αρτηριοσκληρωτικό θεσμό της Θεσσαλονίκης και ν’ αποδείξουν γι’ άλλη μια φορά πως το αληθινό τραγούδι δε φυτρώνει στην ασκήμια, στο εμπόριο και στην ατμόσφαιρα συνοικιακών καλλιστείων».
Μια απάντηση, λοιπόν, ήταν οι Αγώνες στο παραπαίον και στιγματισμένο από την αισθητική του καθεστώτος της Χούντας Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκη, αλλά και μια συνέχεια, κατά κάποιον τρόπο, των πρωτοβουλιών του Χατζιδάκι, όσο ακόμα κρατούσε το πηδάλιο του «Τρίτου», με τις «Μουσικές Γιορτές» στα Ανώγεια (1978-1981) και τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο (1980-1981).
Δεν εξαντλούνταν όμως μόνο σε αυτό. Προσέφεραν μια πλατφόρμα για την ανάδειξη δημιουργών που δεν έβρισκαν ζωτικό χώρο στους καταλόγους των δισκογραφικών εταιρειών. Σε μια περίοδο κατά την οποία κυριαρχούσε στην ελληνική σκηνή το λαϊκό και το ρεμπέτικο, και στα εναλλακτικά στρώματα το ροκ, το punk και το αναδυόμενο new wave, ο Χατζιδάκις έδωσε βήμα για να εκφραστεί μια διαφορετική πτυχή του ελληνικού τραγουδιού, το οποίο εκπροσωπούσε «πραγματικά την ευαισθησία μας και όχι μιαν αυθαίρετη εγωπαθή ελληνικότητά μας», όπως υπογράμμιζε ο ίδιος.
Η επόμενη γενιά της ελληνικής μουσικής
Στους πρώτους Αγώνες παρουσιάστηκαν τριάντα τραγούδια και στους δεύτερους είκοσι πέντε. Ολα συμπεριλήφθηκαν σε δύο ξεχωριστές συλλογές που κυκλοφόρησαν από τη Minos. Πρώτη νικήτρια του θεσμού ήταν η Ηδύλη Τσαλίκη με τη «Δικαίωση» (μελοποίηση στίχων του Κώστα Καρυωτάκη) και το 1982 το πρώτο βραβείο κατέκτησε ο Πάνος Τσαπάρας με το «Ερημο Νησί».
Αν και κυριαρχεί η εντύπωση ότι στους Αγώνες έλαβαν μέρος πρωτοεμφανιζόμενοι, κάτι τέτοιο δεν ισχύει απόλυτα. Μεταξύ των συμμετοχών, ξεχωρίζουν ονόματα καλλιτεχνών που ήταν ήδη γνωστά και είχαν δισκογραφική παρουσία, όπως αυτά της Τάνιας Τσανακλίδου, του Βασίλη Λέκκα, του Χρήστου Κυριαζή, του Λάκη Παπαδόπουλου, του Πάνου Τσαπάρα, της Ισιδώρας Σιδέρη, της Σαβίνας Γιαννάτου, του Βαγγέλη Γερμανού, του Ηλία Λιούγκου, του Κυριάκου Ντούμου κ.ά.
Η περίπτωση των Κατσιμιχαίων
Φυσικά, υπήρξαν πρωτοεμφανιζόμενοι που ξεχώρισαν μετέπειτα. Τέτοιες περιπτώσεις στους αγώνες του 1981 ήταν ο Γιώργος Μακρής, αλλά και ο Πέτρος Δουρδουμπάκης, ενώ την επόμενη χρονιά το μάτι μας πέφτει στο όνομα του Θανάσης Παπακωνσταντίνου, του Κλέωνα Αντωνίου και, φυσικά, των Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα που κέρδισαν το τρίτο βραβείο με το τραγούδι τους «Μια βραδιά στο Λούκι».
Στο βιβλίο (εκδ. Οξύ) «Ζεστά Ποτά» του Σπύρου Αραβανή ο Πάνος Κατσιμίχας περιγράφει την εμπειρία του: «Θυμάμαι το γλυκό χαμόγελο του Χατζιδάκι και το πώς με ενθάρρυνε με το βλέμμα του όταν διηύθυνε την ορχήστρα και εγώ τραγουδούσα. Μου φέρθηκε σαν να ήμασταν “ίσια και όμοια”, που λένε. Αρχοντας!».
Οι αδελφοί Κατσιμίχα είναι ίσως η πιο δημοφιλής αναφορά των Αγώνων. Διακρίθηκαν εκεί, παρά τις συνεχείς απορρίψεις των δισκογραφικών εταιρειών να κυκλοφορήσουν το υλικό τους, ενώ χρειάστηκε να περιμένουν τρία επιπλέον έτη μέχρι να κάνουν το ντεμπούτο τους («Ζεστά Ποτά»). «Οι αγώνες της Κέρκυρας μας βοήθησαν πάρα πολύ, άλλα έμμεσα» συνεχίζει ο Κατσιμίχας. «Το “Μια βραδιά στο Λούκι” παιζόταν καθημερινά στα ραδιόφωνα και είχε γίνει επιτυχία, χωρίς ο κόσμος να πολυγνωρίζει τους δημιουργούς. Οταν βγήκαν τα “Ζεστά Ποτά” […] όλοι θυμήθηκαν την Κέρκυρα και… έδεσε το γλυκό».
Πανταχού παρών
Καθοριστική για την επιτυχία του θεσμού υπήρξε όχι απλώς η παρουσία του Χατζιδάκι, αλλά η ενεργή εμπλοκή του σε κάθε μικρή ή μεγάλη λεπτομέρεια της διοργάνωσης. Εστησε έναν κήπο ανοιχτό σε όλους, από τον οποίο δεν απουσίαζε η τελειομανία του συνθέτη και η απέχθειά του για το ευτελές, μα ούτε και η παιγνιώδης και ενίοτε «ζαβολιάρικη» ατμόσφαιρα και διάθεση.
Ανάλογης σημασίας για την επιτυχία των Αγώνων ήταν και το κύρος της κριτικής επιτροπής. Ελένη Βλάχου, Νίκη Γουλανδρή, Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Κουρουπός, Αλκη Νέστορος, Διονύσης Σαββόπουλος και ο δήμαρχος Κερκυραίων Ιωάννης Κούρκουλος, συγκρότησαν την επιτροπή το 1981. Το επόμενο έτος συναντάμε τους Ελλη Αλεξίου, Μίνω Αργυράκης, Ν. Α. Ασλάνογλου, Αλκη Ζέη, Γιώργο Κουρουπό, Ιωάννη Κούρκουλο, Νίκο Κυριαζίδη και Σπύρο Σακκά.
Η επιρροή του έργου του Χατζιδάκι ήταν αναπόφευκτη στο σύνολο σχεδόν των συμμετοχών, γεγονός που εν μέρει εξηγεί γιατί παραγνωρίστηκαν μουσικά ρεύματα και είδη με δυναμική παρουσία στη νεολαία. Λίγες μόλις μέρες πριν τους Αγώνες του 1981 είχε διεξαχθεί η επεισοδιακή συναυλία του Γκάλαχερ στη Νέα Φιλαδέλφεια, ενώ εξίσου έντονες ήταν και οι αναμνήσεις από συναυλία των Police το 1980 στο Σπόρτιγκ.
Οι Αγώνες ήταν μια έκλαμψη ευαισθησίας πριν ο πασοκικός λαϊκισμός πάρει κεφάλι στο αισθητικό γίγνεσθαι, ενώ σήμερα, που οι προτιμήσεις μας διαμορφώνονται μαζικά μέσω αλγορίθμων και οι μουσικές κυκλοφορίες καταναλώνονται και δεν βιώνονται, μοιάζει τόσο ανοίκεια η ιδέα ενός διαγωνισμού όπου κάποιοι αφιερώνουν χρόνο για να επιλέξουν μουσική. Κι όμως, ίσως να είναι πιο απαραίτητη από ποτέ.