Χριστούγεννα: Καλικάντζαροι, κάηδες και βεβελούδες στη λαϊκή παράδοση

Γιατί οι καλικάντζαροι φοβούνται τη φωτιά και κατουρούν τη στάχτη. O αρχηγός τους Μανδρακούκος και πότε ένα νεογέννητο κινδυνεύει να γίνει καλικάντζαρος

Χριστούγεννα: Καλικάντζαροι, κάηδες και βεβελούδες στη λαϊκή παράδοση

Αλλού ψηλοί, αλλού κοντοί, αλλού λιγνοί αλλού χοντροί, τριχωτοί ή άτριχοι, κουτσοί ή αρτιμελείς, τραγοπόδαροι ή όχι αλλά σε κάθε περίπτωση πονηροί μα και βλάκες, σκανταλιάρηδες και ζημιάρηδες.

Συναντώνται ως καλικάντζαροι, λυκοκατζαραίοι, σκαλικαντζέρια, καρκάντσαλοι, καρκάντζαροι, παγανά, κωλοβελόνηδες, καρκαντσέλια, καλικαντσιάροι, σκαλικαντούρια και άλλα πολλά ονόματα, όσες και οι περιοχές της Ελλάδας.

Οπως κι αν κατά τόπους τους λένε, όπως και αν μοιάζουν,  έρχονται πάντα, κάθε χρόνο, μία συγκεκριμένη ημέρα, παραμονή Χριστουγέννων. Η διαδρομή τους είναι από τον κάτω κόσμο στον απάνω και για 12 ημέρες, φέρνουν τα πάνω – κάτω.

Πρόκειται για τα μυθικά πλάσματα της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και συνδέονται με το εορταστικό Δωδεκαήμερο που ξεκινά την παραμονή των Χριστουγέννων και ολοκληρώνεται με τα Αγια Θεοφάνεια και τον Αγιασμό των Υδάτων.

Ολο το χρόνο, λέει η λαϊκή μας παράδοση, ζουν κάτω από τη γη, όπου και πριονίζουν το δέντρο της. Θέλουν να την γκρεμίσουν. Την παραμονή των Χριστουγέννων όμως και ενώ απέχουν μια ανάσα πριν ρίξουν κάτω το δέντρο που κρατά όρθιο τον κόσμο, παρασυρμένοι από τις μυρωδιές που αναδύονται από τα νοικοκυριά που προετοιμάζουν του κόσμου τις λιχουδιές για τα Χριστούγεννα.

«Οι κολικαντζάροι έρχονται ανήμερα του Χριστού, για κείνο λένε: Στις εικοσιπέντε Δεκεμπριού έρχεται το στράτεμα του κολικαντζαριού. Και φεύγουν την παραμονή των Φωτώνε, και για κείνο λέει ο κόσμος: Στις πέντε του Γενάρη φέγουν οι κολικαντζάροι».

Ετσι, οι καλικάντζαροι αφήνουν τη λιγοστή δουλειά που τους απομένει και ανεβαίνουν στον απάνω κόσμο για να… γλεντήσουν. Η παραμονή τους εδώ διαρκεί ως τα Αγια Θεοφάνια, «Τα Φώτα», οπότε και εξαφανίζονται τρέχοντας για να διασωθούν από τον Αγιασμό.

Οι Καλικάντζαροι κινούνται μόνο τη νύχτα. Την ημέρα εξαφανίζονται σε μέρη σκοτεινά. Μπαίνουν στα σπίτι από τις καμινάδες ή τις χαραμάδες, μαγαρίζουν τα σιτηρά, τα φαγητά και τα γλυκά, σβήνουν φωτιές, κάνουν ζημιές.

Οι άνθρωποι για τους κρατήσουν μακριά τους και μακριά από το σπίτι τους, κρατούν αναμμένο το τζάκι όλες τις νύχτες του Δωδεκαημέρου, κρεμούν στο σπίτι τους ένα σκόρδο ή τοποθετούν σε εμφανές σημείο έναν Σταυρό, καίνε λιβάνι ή ραντίζουν με αλάτι.

«Όποιος γεννιέται την εβδομάδα από τα Χριστούγεννα ως του αγίου Βασιλιού, γίνεται καλικάντζαρος, και αυτόν τόσο τον κυριεύει ο διάβολος, που άλλο τίποτα δεν μελετά, παρά πώς να κάμει κακό στους άλλους».

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές στους Καλικάντζαρους ανά περιοχές της Ελλάδας που αναφέρονται στις «Παραδόσεις- Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού»  (1904) του λαογράφου Νικόλαου Γ. Πολίτη., το μνημειώδες έργο του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας.

Πρόκειται για έναν πραγματικό «θησαυρό» παράλληλων ιστοριών που συνέλεξε ο Γ. Ν. Πολίτης από καταγραφές αφηγήσεων για τους καλικάντζαρους, διασώζοντας έτσι τους μύθους και του θρύλους που επικρατούσαν στις τοπικές κοινότητες του περασμένου αιώνα, κοινότητες που μπορούσαν ακόμη να ονειρεύονται και που σήμερα μεταφέρουν κι εμάς στο όνειρο.

Οι Λυκοκατζαραίοι στα Βούρβουρα Κυνουρίας

«Οι λυκοκατζαραίοι, όπως τους αποκαλούσαν στα Βούρβουρα Κυνουρίας, έρχονται από τη γης από κάτου. Ολο τον χρόνο πελεκούν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γης. Κόβουν, κόβουν, όσο που μινέσκει λιγάκι ακόμη, ως νια κλωνά άκοπο, και λεν: «Χάιστε να πάμε, και θα πέσει μοναχό του».

Γυρίζουν πίσω της Βάφτισης και βρίσκουν το δέντρον ολάκερο, ακέριον, μπίτι. Και πάλε κόβουν, και πάλ’ έρχονται, κι ούλο ΄φτόνη τη δουλειά κάνουν».

Ο Καλικάντζαρος στην παράδοση της Χίου

«Όποιος γεννιέται την εβδομάδα από τα Χριστούγεννα ως του αγίου Βασιλιού, γίνεται καλικάντζαρος, και αυτόν τόσο τον κυριεύει ο διάβολος, που άλλο τίποτα δεν μελετά, παρά πώς να κάμει κακό στους άλλους. Αυτός τα δωδεκαήμερα βγαίνει από το σπίτι του τη νύχτα και γυρίζει τους δρόμους, σάμπως να τον κυνηγά κανείς. Είναι άγριος και φοβερός, έχει κάτι μακριά και φοβερά νύχια, που δε τα κόβει ποτέ, και ξεσκίζει μ΄ αυτά τα πρόσωπα των ανθρώπων. Γιατί όπου ιδεί άνθρωπο, τον καβαλικεύει τους νώμους και τον ζουλάει ώσπου να τον μισοτελειώσει, και ύστερα τον ερωτά: «Στούπος ή μόλυβδος;» Και να ειπεί «Στούπος», πηδά κάτω και τον παρατά, και τρέχει γρήγορα να βρει άλλον να βασανίσει. Αν όμως ειπεί «Μόλυβδος», τότε τον ζουλάει ακόμη περισσότερο και τον αποκάνει, και τον σπαράζει με τα νύχια του, και τον αφήνει όταν πέσει ο άνθρωπος χάμω μισοπεθαμένος.

«Είναι κακά και πονηρά, μα δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους, γι’ αυτό και κι οι γυναίκες ακόμη τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λεν σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατουρλήδες και άλλα πολλά».

Για να τον κάμουν τον καλικάντζαρο να μην έχει το νου του σε τέτοιες ιδέες και νά’ χει δουλειά να ξεχαστεί, του δίνουν εκείνες τις ημέρες το κόσκινο, και του παραγγέλνουν να μετρήσει τις τρύπες. Αρχινάει εκείνος να μετράει σοβαρά και φρόνιμα, ένα, δύο, και άμα φτάσει στα δύο, δεν μετράει παραπέρα γιατί το τρία το΄χει για κακό, αλλά πάντε ένα – δύο, ένα δύο λέγει. Και αν κενείς που να βρεθε’ί εκεί μπροστά τον ομηνέψει να ειπεί τρία, εκείνος δεν αλλάζει το σκοπό του, μόνο εξακολουθεί το ένα – δύο.

Ο καλικάντζαρος δεν πολυπειράζει όσους φορούν καινούρια φορέματα, για αυτό σ’ εκείνους που φορούν παλιά και ξεσκισμένα ρούχα, λεν στ’ αστεία: «Βάλε τίποτε καινούριο απάνω σου, για τους καλικαντζάρους».

Το παιδί που γεννήθηκε του Χριστού, για να το εμποδίσουν να πάει με τους καλικαντζάρους, το φέρνουν οι γονέοι του στην αγορά, πο΄χουν αναμμένη φωτιά. Εκεί το κρατούν καλά, το ξιπολούν, του πιάνουν σφιχτά τις φτέρνες και γυρίζουν τις πατούσες του κατά τη φωτιά, και το αφήνουν να καίγουνται τα πόδια του, ώσπου να βάλει τις φωνές, και με τα κλάιματα να τους παρακαλεί να το λυπηθούν και να το βγάλουν. Το βγάνουν και του αλείφουν τα πόδια με λάδια και αλοιφές και ό,τι γιατρικά ξέρουν, για να περάσουν. Και λέγουν πως, όταν από τη φλόγα της φωτιάς καψαλιστούν και καούν τα νύχια του, δεν μπορεί να γίνει καλικάντζαρος χωρίς νύχια.

Τα Σκαλικαντζέρια της Αράχοβας

Τα σκαλικαντζέρια έρχουνται στα χουριά τα δωδεκαήμερα και φεύγουν την παραμονή των Φώτων. Την παραμονή του Χριστού έρχονται από πολλά μέρη και περιμένουν απ’ όξω από το χωριό, και άμα σμίξει η γημέρα με τη νύχτα, μπαίνουν μέσα.

Είναι κακά και πονηρά, μα δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους, γι’ αυτό και κι οι γυναίκες ακόμη τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λεν σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατουρλήδες και άλλα πολλά.

«Και όταν επιχειριστούν καμιά δουλειά, δεν μπορούν να τη βγάλουν σε άκρη, γιατί είναι φιλόνικοι, δίγνωμοι, ο ένας λέγει ναι, ο άλλος όχι».

Καθένας από τους σκαλικαντζέρους έχει κι από ‘να κουσούρι, καθώς και τα ζώας τους. Αλλοι είναι κουτσοί, άλλοι στραβοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, τσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια τα βρίσκεις πάνω τους. Και όπως είναι αυτοί, τέτοια είναι και τα ρούχα τους, ελεεινά, ξεσκισμένα, φριασμένα από χίλια δυο κουρέλια λογής – λογής. Τέτοια είναι και τα στολίδια πο’ χουν τα ζα τους.

Μα και τα φερσίματά τους και η περπατησιά τους και όλα τους είναι για να γελάει κανείς, και δείχνουν πως είναι πολύ κουτοί και μπαίγνια.

Ενας, να ειπούμε, ψηλός ωσακεί απάνω, μακροπόδαρος, καβαλικεύει έναν μικρόν πετεινό και τα πόδια του σέρνονται καταγής.

Αλλος πάλι, κοντορεβίθης, κάθεεται απάνου σε γαϊδούρι τόσο ψηλό, που όταν πέφτει, δεν μπορεί ν’ ανέβει πάλι, και φωνάζει να του δώσουν βοήθεια. το γαϊδούρι του πατεί τα σκέλια του καροπόδαρου, σκούζει κι αυτός και φοβερίζει. Εκεί που είν΄αυτοί πιασμένοι, πάει άλλος να καβαλικέψει το μονόματο σκυλί του και πατεί απάνω.

Η θροφή τους είναι σκουλήκια, βαθρακάκια, φίδια, κι άλλα τέτοια ακάθαρτα πράματα. Κι όντας ο ένας τρώει, ο άλλος κάνει μπροστά του το φυσικό του. Θυμώνει εκείνος, τον αρχίζει τις γροθιές. Αλλοι πάλι γι’ άλλες αφορμές φωνάζουν και πιάνονται συνατοί τους.

Και όταν επιχειριστούν καμιά δουλειά, δεν μπορούν να τη βγάλουν σε άκρη, γιατί είναι φιλόνικοι, δίγνωμοι, ο ένας λέγει ναι, ο άλλος όχι. Οταν ξεκιονάν να πάν’ πουθενά να κάνουν καμιά δουλειά, ο ένας τρέχει,, ο άλλος στέκεται, μαλώνουν στο δρόμο και ποτέ δε φτάνουν και που πάν’ ή φτάνουν παράκαιρα. Γι’ αυτό δεν μπορούν να κάμουν πολλά κακά στους ανθρώπους, αν και έχουν μεγάλη επιθυμία. (ΑΡΑΧΟΒΑ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ)

Τα Καρκαντσέλια στην Πορταριά Μαγνησίας

Εδώ κι πενήντα χρόνια οι Πορταρίτες επίστευαν τα καρκαντσέλια, κι τα πιστεύουν ακόμα, κι λένε πως αυτά έρχονται την παραμονή απ’ τα Χριστούγεννα κι φεύγαν την παραμονή απ’ τα Φώτα, άμα άρχιζαν να φωτίζ’ νι οι παπάδες.

Την παραμονή τα Χριστούγεννα θυμιάτ’ ζαν ούλοι τ’ς αναγκώνοι του σπιτιού. Το ίδιο κάναν κι όντας φεύγαν. Κοίταζαν καλά, όντας φέυγαν τα καρκαντσέλια, ούλοι τ’ς αναγκώνοι, μην τύχει κι απομείνει κανένα κ΄τσό καρκαντσέλι, κι παρουσιάζεται το βράδυ κι τους πειράζει. Κάθε βράδυ μπλώναν τις στάμνες, για να μην πάνε τα κατκαντσέλια κι κατ’ρήσουν μέσα. Κι όσο νερό απόμενε το βράδυ, τ’ν άλλ’ μέρα έρεπε να το χύσουν ούλο, να τ’ς πλύνουν τρεις και τέσσερις φουρές τις στάμνες, κι ύστ’ρα να τ’ς γιομώσουν νερόν για να πιούνε.

Λένε πως τα καρκαντσέλια γένονται ότι θέλαν, κι παρουσιάχονταν τ’ς αντώποι κι τα γλέπαν μι τα μάτια τ’ς. Βάναν άσπρα στάπια, σαρίκια άσπρα, κόκκινα, γαλάζια κι πράσινα στο κεφάλι τ’ς. Είχαν νταούλια στα χέρια, κι από το στόμα τ’ς έβγαναν φουτιές. Αλλα γένονται τραϊά, άλλα σα γ΄ναίκες, κι άλλα σα δεσποτάδες με γένια. Μαζώνουνταν τις περισσότερες φουρές στα ρέματα κι στις μούσγις, κι χόρευαν ολοτροϋρ’ λουγιού ντι λουγιού χουροί.

«Ο Μαντρακούκος, που τον λεν αλλιώς και Κουτσό και Χωλό, είναι ο τελευταίος από το δαιμονικό συνέδριο και ο πρώτος και αρχηγός των καλικαντζάρων».

Οποιος εβγινι τη νύχτα όξου απ’ του σπίτι τ’ του έπιαναν απ’ του χέρ’ κι τον ανάγκαζαν θέλουντας κι μη θέλουντας να χουρέψ’. Οντας χόρευε, έπρεπε να μην κουβεντιάζ’ καθόλη’, γιατί αν κουβέντιαζε, θαλά΄τουν πάρουν τα καρκαντσέλια τη συντ’χιά τ’.

Οντας πάλι έγλεπαν τη νύχτα κανένα άντρωπου νά ‘χει μαζί τ’ ή γουμάρ’ ή μπλάρ’ ή άλογου, τότες χαλούσαν του χουρό κι πάηναν κουντά στου ζο κι τ’ αμπόδ’ζαν, δεν τ’ άφ’ναν να περπατήσει, κι του πιδίκλουνανγια ν’ αναγκάσουν τουν άντρωπου να κουβερντιάσει, για να του πάρουν τη συντ’χνιά τ’. Κακό τα καρκαντσέλια πουτέ δεν κάναν στουν άντρωπου, κι όντας χόρευε μαζί τ’ς.

Λεν πως μνια φουρά ένας είχε ένα μπλάρι διμένο όξου για να βουσκάει, κι επειδής του χρειάστ’κε τα μισάνυχτα , πήγι να του παρ’ απ’  εκεί απ’ τουχε διμένου. Οντας έφτασεν εκεί σ’μά στο μπλάρι, γλέπ’ άξαφνα μπροστά του ένα τραΐ, κι είχι σηκουμένα τα πουδάρια τ’ ψ’λά. Τότις πήρι μνια πέτρα κι τράβηξι να του βαρέσει. Αφού του βάρισι, τότις του τραΐ γιούρντιξι καταπάνου τ’. Μού’ δεν τουν πείραξ’ καθόλ’ ντιπ, γιατί αυτός είπι τρεις φουρές το Πατερημών, κι αμέ΄σως του τραΐ γίν’κε άφαντο από μπρουστά τ’. Η άντρωπους εκείνους δεν μπορούσε απ’ του φόβου τ’ να κουεβεντιάσει δυο μέρις. (Πορταριά Θεσσαλικής Μαγνησίας)

Οι Καλικάντζαροι στο Αργος

Τα παιδιά που γεννιώνται ανήμερα του Χριστού γίνονται καλικάντζαροι, αν δεν τα βαφτίσουν την ίδια ημέρα.

Οι καλικάντζαροι είναι μαυριδεροί, με κόκκινα μάτια, τράγινα πόδια, με χέρια σαν της μαϊμούς και με τριχωτό όλο το σώμα. Έρχονται τα δωδεκάημερα και μπαίνουν στα σπίτια από τον καπνολόγο, δεν μπορούν όμως να μπουν σ’ εκείνα τα σπίτια πο’ ’χουν βαλμένο στον καπνολόγο χοιρινό κόκαλο, και μάλιστα κόκαλο από το μερί του χοίρου. Τους αρέσουν πολύ οι τηγανίτες και τ’ αγιοβασιλιάτικα γλυκίσματα, τ’ αρπάζουν όμως με πολλή προσοχή, γιατί φοβούνται μη φάν1 καμιά στο χέρι με το κουτάλι. Λεν πως μερικοί από τους καλικαντζάρους έχουν στη ράχη τους από φυσικού μια κούνια αγκαθερή, και σ’ αυτή βάνουν όσα παιδιά αρπάζουν, και τα κουνούν, για να αι- ματώνουν τα παιδιά από τ’ αγκάθια και να πίνουν αυτοί το αίμα.

Εκτός από τους καλικαντζάρους είναι και καλικαντζαρίνες. Και σερνικοί και θηλυκοί καλικάντζαροι πασχίζουν πώς να ξεπλανέσουν τους ανθρώπους και να τους πάν’ να τους πνίξουν σε κανά νερό ή να τους γκρεμίσουν από βράχους. Λεν για μια γυναίκα πως την επλάνεσε μια καλικαντζαρίνα, που της παρουσιάστη σαν μια γειτόνισσά της και την επήγε ώς τη θάλασσα, δύο ώρες δηλαδή μακριά από το ‘Αργος. Και εκεί θα την έπνιγε βέβαια, μα στο ύστερο η γυναίκα το κατάλαβε και γύρισε κι έφυγε. Και η καλικαντζαρίνα, σαν έφευγε, εγελούσε και χαχάνιζε για να την περιπαίξει.

Ο σκαλικάντζαρος και το κόσκινο  (Ζάκυνθος)

Όποια πέσει με τον άντρα τση τη παραμονή του Ευαγγελισμού, το παιδί που θα γεννήσει τα Χριστούγεννα θα είναι σκαλικάντζαρος. Αν το γεννήσει τη παραμονή του Χριστού, γίνεται πάλιν σκαλικάντζαρος αν δεν τόνε πάει η μάνα του στο παπά για να του διαβάσει μία ευχή.

«Ο Μαντρακούκος, που τον λεν αλλιώς και Κουτσό και Χωλό, είναι ο τελευταίος από το δαιμονικό συνέδριο και ο πρώτος και αρχηγός των καλικαντζάρων».

Οι σκαλικάντζαροι μπαίνουνε αφ’ τσου φουγάρους, και για δαύτο οι καλές νοικοκυράδες βάνουνε ένα κόσκινο κοντά. Έτσι ο σκαλικάντσαρος, σα μπαίνει για να κάμει κακό στο σπίτι και γλέπει το κόσκινο, αρχινάει να μετράει τσι τρούπες του, μα μετρώντας τσι ξημερώνεται, και Χαλώντας ο πρώτος κόκορης, ο σκαλικάντζαρος τσακίζεται να φύγει.

Οι σκαλικάντζαροι βγαίνουνε από τα Χριστούγεννα έως τα Φώτα, και φεύγουνιε από τσου φουγάρους και πάνε και σταυρώνουνε το κόσμο με χίλια δύο κακά.

Οι κωλοβελόνηδες (Αθήνα)

Οι κωλοβελόνηδες έρχονται στη γη τα δωδεκάημερα. Μπαίνουν τη νύχτα στα σπίτια και δέρνουν, πνίγουν, σκοτώνουν ή τρώγουν τους ανθρώπους, ή και τους παίρνουν μαζί τους. Μπαίνουν και από την πόρτα του σπιτιού, αλλά τις περισσότερες φορές από την τρούπα της καμινάδας. Για να μην πειράζουν τους ανθρώπους, γράφουν σε κάθε πόρτα ένα σταυρό ή και περισσότερους, και στήνουν ένα στύλο ορθό στη γωνιά.

Ο πρώτος από τους κωλοβελόνηδες έρχεται την παραμονή του Χριστού, και όλοι οι άλλοι την άλλη νύχτα, και φεύγουν όλοι το πρωί την παραμονή των Φώτων, γιατί φοβούνται τον αγιασμό και όταν φεύγουν, λένε:

Αντίστε να πηγαίνουμε, γιατ’ έρχετ’ ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του!

Ο Μαντρακούκος  (Κωνσταντινούπολη)

Ο Μαντρακούκος, που τον λεν αλλιώς και Κουτσό και Χωλό, είναι ο τελευταίος από το δαιμονικό συνέδριο και ο πρώτος και αρχηγός των καλικαντζάρων. Παρασταίνεται πως είναι κουτσός, κοντόχοντρος, τραγοπόδαρος, με καραφλό κεφάλι, κι ασκημομούρης, τέρας. Έχει και φύση πάρα πολύ μεγάλη, γι’ αυτό πολλές φορές και τη φύση τη λεν μαντρακούκο.

Ο Μαντρακούκος βγαίνει τα δωδεκάημερα. Την ημέρα κρύβεται σε μάντρες και έρημους τόπους, και κατά τα σουρουπώματα κατεβαίνει στα σταυροδρόμια και στα σοκάκια, για να βρει καμιά γυναικούλα να την καβαλικέψει και να της κάνει χίλιω λογιώ πειράγματα. Και η γυναίκα, αν γνωρίζει και τον ξορκίσει τον Οξαποδώ, ελευτερώνεται και πάει στη δουλειά της, αλλιώς πολλά κιντυνεύει να πάθει στα χέρια του Μαντρακούκου.

Τα Παγανά ( Ναύπακτος)

Τα παγανά μπαίνουν στο σπίτι από το τζάκι κι απ’ τις τρύπες, και χύνουν το νερό και σκορπάν τ’ αλεύρι, μα σκιάζονται τη φωτιά και κυνηγάν τη στάχτη. Για τούτο πρέπει να σφαλείς τη νύχτα όλα τ’ αγγειά, και σαν πλαγιάζεις να ρίχνεις στη φωτιά ρείκια ή αλάτι να βροντάει, και δίνουν τότε δρόμο τα παγανά απ’ το βρόντημα που ακούγουν, ή να ρίχνεις κανένα κομμάτι πετσί να μυρίζει, και δε ζυγώνουν.

Κοιμόμουν μια φορά στο παραγώνι, κουκουλωμένη με το σκέπασμα ώς το κεφάλι, κι είχε κατακάτσει η φωτιά κι ήταν σκοτάδι. Ξυπνάω άξαφνα, και βλέπω στο φως της αθράκας έναν παγανό κοντά στη σταχτοθουρίδα, που σκόρπαγε τη στάχτη• και τον τσάκωσα απ’ την αγκούλα του, και κείνος τράβαγε και μου την πήρ’, ο καταραμένος, κι έφυγε γελώντας απ’ το τζάκι. Γι’ αυτό κι η στάχτη η παγανίσια, που μένει όσο κρατούν τα παγανά, είν’ οργισμένη. Και δεν πρέπει στην πλύση να τη βάνεις γιατί κόβει τα ρούχα, αλλά να την πετάς μακριά όση μαζεύεις κι όσον καιρό είν’ αυτά, ώσπου να φύγουν πάλε, να παν’ στον Κάτου Κόσμο, στην οργή και στην κατάρα.

Και κει, σαν κατέβουν τα παγανά, αρχίζουν να πελεκάν με τα δόντια τους και με τσεκούρια τις τρεις κολόνες που βαστάν τον κόσμο, να τις κρεμίσουν, ο κόσμος να χαλάσει. Τις πελεκάν μ’ αγώνα όλον το χρόνο, ώσπου αποσταμένοι αφήνουν μια τρίχα μοναχά ν’ ανασάνουν, μα ο Θεός τούς δίνει οργή και τους αποκορώνει, και παίρνουν πάλε χόντρο και γιομίζουν οι κολόνες, και κείνοι απ’ το πείσμα τους πιάνονται ύστερα και τρώγονται συνατοί τους.

Ο Κολικάντζαρος με τα σφαρδάκλια  (Λάστα του δήμου Μυλάοντος Γορτυνίας)

Τη γη τη βαστάει απού κάτου μια κολόνα που έχει τέσσερους άλλους στύλους. Εκεί λοιπόν δουλεύουνε οι κολικαντζάροι, και πασκίζουνε να κόψουνε την κολόνα για να πέσει η γη- για πιργιόνια μεταχειρίζουνται τέλια — ψιλούλια σύρματα και τρίχες από τουν αλόγωνε τη νουρά.

Ούλη τη χρονιά δουλεύουνε, από του Φωτώνε ώς τα Χριστούγεννα, και λίγο λείπει να την κόψουνε. Αλλ’ άμα έρθουνε τα Χριστούγεννα, αφήνουνε πλια τη δουλειά τους, γιατί δεν μπορούνε πλια να δουλέψουνε, και έρχουνται εδώ εις τον απάνω κόσμο.

Και αφού ερθούνε απάνω, η κολόνα θρέφει στις δώδεκα ημέρες που λείπουνε, κι άμα πάνε κάτου, την ξαναρχίζουνε. Ούλα τα χρόνια γίνεται το ίδιο, και ποτέ δε θα κατορθώσουνε να την κόψουνε.

Τους κολικαντζάρους τούς παριστάνουνε κοντούς, ώς πέντ’ έξι χρονώνε παιδί. Είναι επιτήδειοι να σκαρφαλώνουνε στα ψηλά, για τούτο, αν βρίσκεται κανένα παιδί να ανεβαίνει στα ψηλά, το παρονομάζουνε κολικάντζαρο.

Όταν είναι στον απάνω γκόσμο, για φαι ψένουνε στο σουγλί σφαρδάκλια. Και μάλιστα λένε πως μια βολά ένας που έψενε κρέας στο σουγλί, εδιά’η και ο καλικάντζαρος και έψενε τα σφαρδάκλια, και το’ ’λεγε: «Το δικό σου στάει, το δικό μου δε στάει. Έλα να τα σμίξουμε!». Εκείνος εκατάλαβε πως ήτανε καλικάντζαρος, και τον εβάρεσε με το σουγλί και τον έκαψε, και έφυγε από κει.

Για τούτο και οι γυναίκες την παραμονή του Φωτώνε αγιάζουνε τη στάχτη και πετούνε και λιγούλα όξω, γιατί οι κολικαντζάροι κατουράνε στη στάχτη.

Οι κολικαντζάροι έρχονται ανήμερα του Χριστού, για κείνο λένε:

Στις εικοσιπέντε Δεκεμπριού έρχεται το στράτεμα του κολικαντζαριού.

Και φεύγουν την παραμονή των Φωτώνε, και για κείνο λέει ο κόσμος:

Στις πέντε του Γενάρη φέγουν οι κολικαντζάροι.

Και για να φύγουνε, ο κόσμος έβανε πρωτύτερα στη φωτιά παλιοτσάρουχο, και από τη μυρουδιά εφέγανε, κι ελέγανε και τούτο:

Παλιοτσάρουχο μυρίζει εδώ. Μουντζώτε τούτο τα χωριό!

Και στερνά στο άγιασμα, που εφέγανε ολότελα, ελέγανε:

«Φέγατε να φύγουμε, τί έφτασε ο τουρλόπαπας με την αγιαστήρα του! Ο παπάς με αγιασμό, χωριανοί με το θερμό».

Οι Κάηδες (ΣΥΜΗ)

Όσα παιδιά γεννιούνται την παραμονή τω Χριστουγεννών, τα λένε κάηδες. Και το σερνικό λέγεται κάης, και το θηλυκό το ίδιο, κάης, και όχι κάισσα. Οι κάηδες σηκώνουνται από το κρεβάτι τους τα δωδεκάημερα και το Γενάρη, γυρίζουν τους δρόμους της χώρας, και πάλι πηγαίνουν στο σπίτι τους χωρίς να βλάψουν κανένα. Δεν καταλαβαίνουνε όμως καθόλου το πάθος τους.
Μιαν βολάν, ο διάκος του Μανταλιού επάαινε στο σπίτιν του — ήταν πολύ νύχτα. Στο δρόμο βρίσκει μία γυναίκα με την πουκαμίσαν, αναμαλλαριά, έτσε που κοιμάτο. Μιλά της, εκείνη εν του μιλά. Φωνάτζει της, πουντά την, εκείνη τίποτε, ’ρπά την απού την χέραν, έσεισέν την καλά, εξισπάστην εκείνη, ήρτε στον νουν της, εμίλησέν του. Με που φο’άτον πιον η γυναίκα ετσεδά νύχτα μες στο δρόμο; Ο διάκος του Μανταλιού επήρεν την στο σπί’ν της. Ήτον κάης.
Η Χριστίνα του Κ. εκοιμάτο με τον άντραν της το Μ. Εση- κώστη, έλλαξεν, έβαλεν τα καλά της, έφυεν, εγύριτζε στους δρόμους. Βρίσκει την ο Κ., εν την εγρώνισε. Φωνάτζει της, εκείνη δεν του ’πολο’άται. ’ρπά την κι εκείνος απού τα μαλλιά, εξισπάστην η γυναίκα, εσάστισεν κι η γίδια, λέει: «Μάνα μου, πού κά’ομαι; Τι θέλω έδω;» Ρωτά την ο Κ.: «Ποια ’σαι;» Λέει του: «Η Χριστίνα του Κ. ’μαι, στο Θέον και στα χέρια σου». Ο Κ. επήρεν τη στο σπίτιν της. Ήτον κάης.

Οι Βερβελούδες (Κωνσταντινούπολη)

Οι Βερβελούδες είναι γυναίκες τριχωτές, που κατεβαίνουν τα δωδεκάημερα από τα τζάκια στα σπίτια. Είναι σκαρφαλωμένες σα μαϊμούδες στ’ ακρωρόφια ή στις καπνιές των τζακιών, και καρτερούν να ’ρθούν τα μεσάνυχτα, να ξεχυθούν στο σπίτι με τους καλικαντζάρους.
Τα παιδιά που δε θέλουν να κοιμηθούν ή κάνουν αταξίες, τα φοβίζουν με τις Βερβελούδες, και τους τις δείχνουν που είναι στα τζάκια.

Οι Καλικάντζαροι (Δημητσάνα Γορτυνίας)

Οι καλικάντζαροι είναι γυμνοί, χωρίς γένια και μουστάκια, και έχουν ανάστημα ώς δέκα χρόνων παιδί, άλλοι ολίγο ψηλότερο και άλλοι ολίγο κοντότερο. Αυτοί κατοικούν εις τον Κάτω Κόσμο, όπου εκεί είναι τρεις ξύλινες κολόνες και κρατούν όλην τη γη. Οι καλικαντζαραίοι θέλουν να κόψουν τις κολόνες, να καταστρέψουν τον κόσμο, και αρχίζουν με τα τσικούρια τους όλον το χρόνο και κόβουν τις τρεις κολόνες και τις φέρνουν στο αμήν να τις κόψουν, οπού μαθαίνουν ότι γεννήθη ο Χριστός, και τρέχουν και έρχονται απάνω να ιδούν. Και την Πρωτάγιαση μαζεύονται αποβραδίς όλοι οι καλικαντζαραίοι, και φωνάζει ο ένας του αλλουνού:

Φέγετε να φύγομε, τί έφτασε ο τρουλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του, κι άγιασε τον κ… μας, την κ…τρυπίδα μας! Και φευγιό, μην τυχόν κι απαντήσουν παπά. Και έτσι πάνε πάλι στον Κάτω Κόσμο, όπου βρίσκουν πάλι τις κολόνες γερές από την αρχή, και αρχίζουν πάλι όλον το χρόνο την ίδια δουλειά.

Μια φορά, οι καλικαντζαραίοι επήγαν εις ένα μυλωνά, οπού έψηνε μια πέρδικα και τους εμύρισε. Πηγαίνουν από την πόρτα, και έβλεπαν οπού την είχε σουβλισμένη και την εγύριζε στη φωτιά. Πιάνουν και αυτοί σφαρδάκλους, τους σουβλίζουν σε κάτι ξυλαράκια, και τους εγύριζαν απ’ έξω από την πόρτα να τσικγίσουν, μα δεν έβλεπαν τσίκνα. Έλεγαν του μυλωνά να τους αλείψει και αυτουνών τους σφαρδάκλους με τη βρεχτούρα οπού άλειφε την πέρδικα. Ο μυλωνάς τούς έλεγε: «Έννοια σας, τώρα, τώρα σας τσικνίζω!» Αυτοί εθύμωσαν που τους γελούσε και δεν τους άλειφε τους σφαρδάκλους, και επηγαίναν από πάνω από τα κεραμίδια, και κατουρούσανε να του σβήσουν τη φωτιά, και έτρεχαν κάτου να ιδούν, του την έσβησαν τη φωτιά; Μα το κάτουρο επήγαινε κάτω από τη ρέχτη.

Άμα έψησε ο μυλωνάς την πέρδικα, από το φόβο του έκλεισε το μύλο, εφόρτωσε το ζο του με δύο σακιά, και αυτός εδιπλώθη απάνω στο σαμάρι και επήγαινε εις το χωριό.

Τον παίρνουν από πίσω οι καλικάντζαροι, κοιτάζουν, δε βλέπουν το μυλωνά• λεν: «Νά το ένα πλευρό, νά και το άλλο, νά και το απανωγόμι — αυτός ο τσερατάς ο μυλωνάς πού είναι;»

Έτρεχαν να τον έβρουν στο μύλο, δεν τον έβρισκαν, και πάλι εις το ζο, και τα ίδια και πάλι, ώστε που έφτασε ο μυλωνάς στην άκρη του χωριού.

Φωνάζει τότε: «Γλιτώστε με, γειτόνοι, από τους καλικαντζαραίους!» Εβγήκαν οι γείτονες με τα δαυλόξυλα αναμμένα και τους πήραν του κυνήγου.

Γιατί οι καλικάντζαροι φοβούνται τη φωτιά, και γι’ αυτό τη νύχτα κατεβαίνουν από τις καμινάδες και κατουράνε τη φωτιά και όπου ιδούν στάχτη.

Γι’ αυτό και οι γυναίκες δε μαζεύουν στάχτη το δωδεκάημερο, και αν έχουν από πρωτύτερα, τη σκεπάζουν, να μην πάνε οι καλικάντζαροι και τη μαγαρίσουν. Και μετά τα Φώτα καθαρίζουν τη φωτιά και τα προφούρνια.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version