Οι ταινίες της εβδομάδας – «Καποδίστριας»: Όταν η Ελλάδα σκοτώνει τους αληθινούς πατριώτες της

Οι ταινίες της εβδομάδας με Γιάννη Σμαραγδή, Τζιμ Τζάρμους, μεταφυσικό οδοποιρικό στον Αμαζόνιο, ελληνικό cult movie και έναν Μπομπ Σφουγκαράκη

Μετά από μια Οδύσσεια ετών, το λαμπρό έπος του Γιάννη Σμαραγδή «Καποδίστριας» για τον σπουδαίο και αδικοχαμένο Ελληνα πολιτικό που οραματίστηκε μια Ελλάδα διαφορετική αλλά το πλήρωσε με την ζωή του, διανέμεται με τις ταινίες της εβδομάδας σε μεγάλο κύκλωμα αιθουσών και μας θυμίζει την αμαρτία αλλά και την ομορφιά του να είσαι Ελληνας.

Βαθμολογία

5: εξαιρετική – αριστούργημα

4: πολύ καλή

3: καλή

2: ενδιαφέρουσα

1: μέτρια

0: απαράδεκτη

«Καποδίστριας»

Παραγωγή: Ελλάδα, 2025

Σκηνοθεσία: Γιάννης Σμαραγδής

Ηθοποιοί: Αντώνης Μυριαγκός, Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη, Δημήτρης Ιατρόπουλος

Μια ακόμα ιστορική βιογραφία διά χειρός Γιάννη Σμαραγδή λοιπόν. Μόνο που αυτή την φορά το πρόσωπο που ενδιαφέρει τον έμπειρο σκηνοθέτη δεν είναι ένας άνθρωπος της Τέχνης όπως ο ζωγράφος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος/ «El Greco», ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης/ «Καβάφης» ή ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης/ «Καζαντζάκης». Είναι ένας άνθρωπος της πολιτικής. Και όχι απλώς της πολιτικής αλλά εκείνος που ενώ μπορούσε να δώσει στους Ελληνες την ευκαιρία να πάνε σκαλιά ψηλότερα από όπου βρίσκονταν, δολοφονήθηκε από εκείνους που την ήθελαν στο τέλμα.

Οπότε εφόσον θέμα της ταινίας είναι ο Ιωάννης Καποδίστριας, ένα πρόσωπο που ο ίδιος ο Σμαραγδής εκτιμάει απεριόριστα, κάπου περιμένεις την ανάγκη του, από τους τίτλους της ταινίας ακόμη, να υποκλιθεί μπροστά του – κάτι που θα δούμε σε όλα τα πρόσωπα που τον έχουν απασχολήσει μέχρι σήμερα. Όμως αυτό δεν σημαίνει αγιογραφία, όρος που στην κριτική κινηματογράφου χρησιμοποιείται με κατάχρηση. Σημαίνει σεβασμός.

Και τελικά, αυτό που ο Γιάννης Σμαραγδής φαίνεται ότι στην ουσία θέλει, είναι με αφορμή τον Καποδίστρια, να μιλήσει για ένα και μόνο πράγμα: την αμαρτία της χώρας αυτής να σκοτώνει τα καλύτερα παιδιά της, εκείνα που μπορούν να την βοηθήσοιυν να γίνει καλύτερη. Ο Καποδίστριας πλήρωσε με την ζωή του την προσπάθειά του να φτιάξει την Ελλάδα ακριβώς όπως την είχε οραματιστεί, ακριβώς όπως θα έπρεπε να φτιαχτεί ώστε να κερδίσει την ευκαιρία να γίνει μια χώρα – πρότυπο.

Χέρι ελληνικό τον δολοφόνησε στο Ναύπλιο αλλά οι ευλογίες ξένων δυνάμεων βρίσκονταν πίσω του (Αγγλοι, Γάλλοι, ο Μέτερνιχ). Και αυτή η ταινία, λεπτό προς λεπτό, σκηνή προς σκηνή, αυτό ακριβώς το παρασκήνιο θέλει να «ξεμπροστιάσει».

Η επιθυμία της είναι να περιγράψει με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες, ακόμα και διδακτικά σε ορισμένα σημεία, την αδυναμία των Ελλήνων να καταλάβουν ότι οι καλύτεροι ηγέτες του κόσμου είναι οι καλύτεροι γιατί δεν φοβούνται να χώσουν το μαχαίρι ως το κόκαλο αδιαφορώντας ακόμα και για την ίδια την ύπαρξή τους. Από τις θυσίες που απαιτούν να γίνουν για το καλύτερο του τόπου τους, αυτοί άνδρες δεν αποκλείουν τον εαυτό τους. Αυτοθυσιάζονται.

Με αυτά τα δεδομένα, που τα βλέπουμε ολοφάνερα μπροστά μας καθ’ολη την διάρκεια του «Καποδίστρια», μιας υπέρλαμπρης παραγωγής που σέβεται τον θεατή που θα πληρώσει για να την δει, δεν μπορείς παρά να χαρείς μόνο και μόνο από το γεγονός ότι τελικά αυτή η ταινία …υλοποιήθηκε. Να σημειωθεί εδώ ότι η φωτογραφία του Αρη Σταύρου είναι το λιγότερο «Οσκαρική» και ότι ο Αντώνης Μυριαγκός στον ρόλο του τίτλου υπήρξε ιδανικός όχι μόνο λόγω της εκπληκτικής ομοιότητάς του με τον Καποδίστρια αλλά και της έμφυτης ικανότητάς του να παίζει πάρα πολύ καλά με το βλέμμα. Τίποτα πάνω του δεν «φωνάζει». Αυτός ο ρόλος θα τον ακολουθεί για πολύ καιρό. Ισως για πάντα.

Ασφαλώς και υπάρχουν κάποιες ενστάσεις. Οι «μεταφυσικές» σκηνές της «επαφής» του Καποδίστρια με το Θείο, θα μπορούσαν να είναι λιγότερο κραυγαλέες και πιο εσωτερικές. Και θα ήμουν ψεύτης αν δεν έλεγα ότι ο καταδικασμένος έρωτας του Καποδίστρια με την Ρωξάνδρα Στούρτζα (Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη) κόρη του Σκαρλάτου Στούρτζα (πάμπλουτου Έλληνα από το Ιάσιο της Μολδαβίας) και της Σουλτάνας Μουρούζη, βρίσκεται στην ταινία, μόνο και μόνο για τους ευνόητους λόγους: για να υπάρχει κάποιος βασικός γυναικείος ρόλος.

Μπορούν όμως κάποια πταίσματα να χαλάσουν την γενική εικόνα; Όχι, αυτό είναι άδικο.

Γιατί όλα αυτά δεν είναι παρά λεπτομέρειες που τελικά μπορείς να παραβλέψεις μπροστά στο εύρος της παραγωγής (η ταινία ξεπερνά το δίωρο) και σε αυτό που τελικά ο «Καποδίστριας» θέλει να πει, το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό.

Και κάτι τελευταίο. Οσο ο καιρός περνάει, τόσο αυτή η ταινία «κάθεται» καλύτερα μέσα σου, σε σημείο μάλιστα, που θες να την ξαναδείς για να την εμπεδώσεις.

Βαθμολογία: 3 ½

Η ταινία προβάλλεται σε περισσότερες από 90 αίθουσες της Ελλάδας

————————————————————-

«Father Mother Sister Brother»

Παραγωγή: ΗΠΑ/ Ιρλανδία/Γαλλία/ Αγγλία, 2025

Σκηνοθεσία: Τζιμ Τζάρμους

Ηθοποιοί: Τομ Γουέιτς, Κέιτ Μπλάνσετ, Βίκι Κριπς, Σαρλότ Ράμπλινγκ κ.α.

Με την τελευταία ταινία του, ο Τζιμ Τζάρμους, αδιαμφισβήτητος πρίγκιπας της ανεξάρτητης αμερικανικής κινηματογραφικής σκηνής από τα μέσα των eighties ως τις μέρες μας, μας καλεί να ταξιδέψουμε μαζί του στον μικρόκοσμο τριών διαφορετικών οικογενειών. Και σε αυτούς τους μικροκόσμους, τους οποίους αντιμετωπίζει ως έναν, σκιαγραφεί με αγάπη και τρυφερότητα τα μέλη της κάθε μίας οικογένειας, φτιάχνοντας τελικά μια μεγάλη ταινία για όλο τον κόσμο.

Μοιρασμένη σε τρία μέρη τα σύνορα των οποίων οριοθετούν γνωστά τραγούδια, («Spooky spooky», «These days» και το I Got You /I Feel Good), η ταινία αρχίζει με τον «Πατέρα» που είναι ένας κάπως μποέμ ηλικιωμένος κύριος (Τομ Γουέιτς) ο οποίος δέχεται την επίσκεψη των δύο παιδιών του (Άνταμ Ντράιβερ, Μαγίμ Μπαλίκ) κάπου στον αμερικανικό βορρά. Με έναν Γουέιτς σε εξαιρετική φόρμα, ο Τζάρμους, εδώ, μας θυμίζει την σοφή ρήση «ο παλιός είναι αλλιώς». Η ηλικία δεν παίζει καμία σημασία αν η ψυχή παραμένει νέα. Μην τυχόν και παρασυρθείτε γιατί την πατήσατε.

Η «Μητέρα» είναι το όχημα μέσω του οποίου ο Τζάρμους μας δείχνει πως τρία πρόσωπα του ιδίου φύλου, μια μάνα (Σαρλότ Ράμπλινγκ) και οι δύο κόρες της (Κέιτ Μπλάνσετ, Βίκι Κριπς) μπορεί να μην έχουν καμία απολύτως σχέση μεταξύ τους. Αλλά καμία. Οπότε αυτή η πρόσκληση για δείπνο στο σπίτι της μάνας, κάπου στην Ιρλανδία, μετατρεπεται σε …αντιοικογενειακή παρωδία!

Αν το χιούμορ δείχνει να κυριαρχεί στα δύο πρώτα επεισόδια, η πιο δραματική στιγμή της ταινίας έρχεται στο τρίτο επεισόδιο «Αδελφός Αδελφή», όπου βλέπουμε δύο αδέλφια (Ιντια Μουρ, Λουκά Σαμπά) να επισκέπτονται για τελευταία φορά την τελευταία κατοικία των γονιών τους. Φόντο εδώ είναι το Παρίσι και οι αναμνήσεις από ένα σκιερό παρελθόν φαίνεται να έχουν τον πρώτο λόγο.

Οπως πάντα, ο Τζάρμους είναι ένας υποδειγματικός παρατηρητής καταστάσεων, δίνοντας σημασία στις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες όπως π.χ. ένα ποτήρι νερό, οι οποίες στις ταινίες του «μεταμορφώνονται» σε κάτι πολύ μεγάλο. Τι αν όχι η ίδια η ζωή δεν είναι ποίηση, μας θυμίζει αυτή η ταινία. Και που αν όχι στις πιο φαινομενικά ασήμαντες στιγμές της καθημερινότητάς μας μπορούμε, αν θέλουμε, να βρούμε αυτή την ποίηση; (να σημειωθεί ότι η ταινία βραβεύτηκε με τον Χρυσό Λέοντα στο τελευταίο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας, η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα διάκριση που έχει κερδίσει ταινία του Τζάρμους).

Βαθμολογία: 4 ½

AΘΗΝΑ: CINOBO ΟΠΕΡΑ – CINOBO ΠΑΤΗΣΙΩΝ – ΔΑΝΑΟΣ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ – ΣΠΟΡΤΙΓΚ- ΚΗΦΙΣΙΑ- ΖΕΑ ΠΕΙΡΑΙΑΣ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΟΛΥΜΠΙΟΝ – ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ

«Το γαλάζιο μονοπάτι» (O Último Azul /The blue trail)

Παραγωγή: Βραζιλία/ Μεξικο/ Ολλανδία/ Χιλή, 2025

Σκηνοθεσία: Γκαμπριέλ Μασκάρου

Ηθοποιοί: Ντενίζ Γουάινμπεργκ, Ροντρίγκο Σαντόρο κ.α.

Διακεκριμένη στο τελευταίο φεστιβάλ Βερολίνου όπου κέρδισε την Αργυρή Άρκτο – Μεγάλο βραβείο της επιτροπής, η ταινία του Βραζιλιάνου video artist, ντοκιμαντερίστα και σκηνοθέτη ταινιών μυθοπλασίας Γκαμπριέλ Μασκάρου, είναι ένα παράξενο, σχεδόν μεταφυσικό οδοιπορικό μιας ηλικιωμένης γυναίκας στην άγρια, επικίνδυνη ζούγκλα της Βραζιλίας, στα βάθη του Αμαζονίου.

Εκεί όπου η συνταξιούχος Τερέζα (Ντενίζ Γουάινμπεργκ) αναγκάζεται να καταφύγει για να μην στερηθεί την ελευθερία της η οποία προκύπτει από το ειδικό «κοινοτικό πρόγραμμα» της κυβέρνησης για ανθρώπους που έχουν περάσει κάποιο όριο ηλικίας. Ο Μασκάρου θέλει να συνδέσει τον «μαγικό ρεαλισμό» με την ωμή πραγματικότητα, όπως και το κριτικό κοινωνικό σχόλιο και τα καταφέρνει καλά, παρότι ένα μεγάλο μέρος αυτής της ταινίας είναι κάδρα αυτής της υποβλητικής φύσης.

Οι σκηνές της αρχής όπου βλέπουμε την Τερέζα μέσα στο εργασιακό περιβάλλον της ή στην καλύβα όπου ζει λιτά και μακριά από την κόρη της, δημιουργούν μια παράξενη, ανατριχιαστική αντίθεση με το μετέπειτα, γοητευτικό ταξίδι της, αυτή ατελείωτη περιπλάνηση η οποία σου δίνει την αίσθηση ότι η γυναίκα αυτή κινείται σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο. Βρίσκεται εκεί όπου το γαλάζιο υγρό ενός σπάνιου σαλιγκαριού μπορεί να προκαλέσει παράξενες ψευδαισθήσεις, συναντά πρόσωπα που εμφανίζονται από το πουθενά και προς το πουθενά οδεύουν.

Ο νεαρός ναυτικός (Ροντρίγκο Σαντόρο) που δέχεται να την μεταφέρει, μετά ο αεροπόρος, τέλος η συνομίληκή της με την οποία η Τερέζα αποκτά έναν άρρηκτο δεσμό. Κι εκεί σε αυτό το «πουθενά» του προορισμού, ίσως κάπου να βρίσκεται κρυμμένη η ελπίδα. Αν και η μελαγχολική αυτή ταινία είναι αργή στους ρυθμούς, έχει μια υπόγεια δύναμη που την κάνει ως και συναρπαστική, ρέει κατά κάποιο τρόπο σαν τα νερά του Αμαζονίου που οδηγούν την Τερέζα προς το άγνωστο αλλά της δίνουν ελευθερία και ζωή.

Βαθμολογία: 2 ½

ΑΘΗΝΑ: ΑΣΤΟΡ – ΝΕWΜΑΝ

«The loner»

Παραγωγή: Ελλάδα, 2025

Σκηνοθεσία: Τάκης Βογόπουλος

Ηθοποιοί: Τάκης Βογόπουλος, Mαρία Επιτροπάκη κ.α.

Με ένα περίεργο τρόπο ο τίτλος αυτής της ταινίας, δηλαδή «Ο μοναχικός» στα ελληνικά, ταιριάζει γάντι με τον ίδιο τον δημιουργό της, τον Τάκη Βογόπουλο, ο οποίος και πρωταγωνιστεί παίζοντας αυτόν τον «Loner». Οι ταινίες του Βογόπουλου, είναι γυρισμένες με μηδενικά μπάτζετ αλλά και με την ασυγκράτητη βουλιμία ενός ανθρώπου που πιστεύει σε αυτό που κάνει. Διακρίνονται από μια εντελώς «τρελή» φιλοδοξία: αφήνουν την εντύπωση ότι ο άνθρωπος που τις γύρισε πιστεύει ότι κάνει κάτι αντίστοιχο με μια μεγάλη υπερπαραγωγή του Χόλιγουντ ενώ είναι προφανές ότι το αποτέλεσμα δεν μπορεί καν να σταθεί δίπλα στην τελευταία ταινία της αντεργκράουντ κινηματογραφικής σκηνής της Βολιβίας.

Και είναι ταινίες που καταπιάνονται με θέματα μεγάλων διαστάσεων όπως ο «Αλέξανδρος ο Μακεδών» (2020) όπου μάλιστα ο Βογόπουλος υποδύθηκε ο ίδιος τον Μέγα Αλέξανδρο, ή ο «Λέων της Πεντέλης» (2015) που βασίζεται στις τελευταίες ημέρες του περιβόητου λήσταρχου Νταβέλη, τον οποίο και πάλι υποδύθηκε ο ίδιος. Και έτσι, δικαίως, ο Βογόπουλος αποτελεί μια πραγματικά ιδιαίτερη περίπτωση μοναχικού Ελληνα κινηματογραφιστή.

Εδώ, στο «The loner», ο Βογόπουλος προσπαθεί να «εισχωρήσει» με όποιο τρόπο μπορεί αλλά κυρίως με ασυγκράτητο πείσμα στην… Αγρια Δύση της Αμερικής περασμένων εποχών παρουσιάζοντας μια ταινία που πατά στο πρότυπο της περιπέτειας εκδίκησης στο πνεύμα και μοτίβο των φτηνών ευρωπαϊκών spaghetti western των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Το αποτέλεσμα είναι ένα αλαλούμ τεραστίων διαστάσεων όπου τα πάντα φαντάζουν υπερβολικά, κανείς δεν μιλάει σαν άνθρωπος, κανείς δεν φέρεται «κανονικά» και όλοι είναι ντυμένοι σαν κλόουν.

Και εδώ βρίσκεται η παραδοξότητα: όλα αυτά τα αλλόκοτα πλάσματα και όλες αυτές οι εντελώς εξωπραγματικές καταστάσεις, ασκούν τελικά μια παιχνιδιάρικη γοητεία και σε διατηρούν στη θέση σου για να δεις τι θα συμβεί παρακάτω. Αυτό για μένα λέγεται επιτυχία. Και για αυτό πιστεύω ότι κάποια στιγμή στο μέλλον, το «The loner», μπορεί να γίνει ένα γνήσιο ελληνικό cult movie. Όχι μόνο έχει όλες τις προδιαγραφές για κάτι τέτοιο αλλά τελικά, σου δίνει την εντύπωση ότι δεν γυρίστηκε για άλλο λόγο πέρα από αυτόν.

Βαθμολογία: 1 1/2

ΑΘΗΝΑ: STUDIO

Για το παιδί

Τέταρτη κινηματογραφική ταινία του γνωστού animation Μπομπ Σφουγγαράκης, η ταινία κινουμένων σχεδίων «Μπομπ Σφουγγαράκης: Η αναζήτηση του Τετραγωνοπαντελονή (The SpongeBob Movie: Search for SquarePants, HΠΑ, 2025) σκηνοθετήθηκε από τον Ντέρεκ Ντράιμον που είναι ο πρώτος σεναριογράφος και εμπνευστής της τηλεοπτικής σειράς (η οποία εμφανίστηκε το 1999 και από τότε δεν έχει σταματήσει να ανανεώνει το κοινό της). Εδώ, αποφασισμένος να αποδείξει την αξία του στον κύριο Καβούρη, ο Μπομπ Σφουγγαράκης ακολουθεί τον Ιπτάμενο Ολλανδό σε μια πειρατική περιπέτεια που τον μεταφέρει στα βαθύτερα βάθη της βαθιάς θάλασσας, εκεί όπου κανένα Σφουγγάρι δεν έχει πάει ποτέ.

Επίσης στις αίθουσες προβάλλεται η ταινία του Βασίλη Μυριανθόπουλου «Ο έρωτας γράφεται…» (Ελλάδα, 2025) που δεν παρουσιάστηκε στους δημοσιογράφους. Από το δελτίου Τύπου: «Η Άννα (Έλλη Τρίγγου), μια ανερχόμενη συγγραφέας που παλεύει να ολοκληρώσει το πρώτο της βιβλίο, συναντά τον Μιχάλη (Γιάννη Ποιμενίδη), έναν ιδεαλιστή δικηγόρο που ξέρει να χειρίζεται καλά τις λέξεις. Μία τυχαία συνάντηση στο βιβλιοπωλείο της οικογένειάς της θα ανατρέψει τελείως τις ζωές τους. Όσο οι σελίδες του βιβλίου γεμίζουν, η φαντασία αρχίζει να μπλέκεται με την πραγματικότητα και να διαμορφώνει μία νέα, δική τους ιστορία.» _

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version