Οι δραματικές διαστάσεις τις οποίες έχει λάβει η παχυσαρκία στο σύγχρονο κόσμο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτή η νόσος αποτελεί κύρια αιτία για την εμφάνιση εκατοντάδων ασθενειών, κατευθύνουν όλο και περισσότερο την επιστήμη στην ανακάλυψη θεραπειών που να προωθούν την αποτελεσματική αναχαίτισή της.
Ειδικότερα, η παχυσαρκία, μια χρόνια και προοδευτική νόσος που συνδέεται με περισσότερες από 229 επιπλοκές, επηρεάζει σχεδόν όλα τα ανθρώπινα όργανα και ασκεί τεράστιες πιέσεις τόσο στα συστήματα υγείας όσο και στις κοινωνίες. Την ίδια στιγμή, η επιστημονική έρευνα φέρνει στο προσκήνιο ένα διευρυμένο «οπλοστάσιο» φαρμακευτικών επιλογών, αναζητώντας νέους δρόμους, ακόμη και θεραπείες εξαιρετικά μακράς διάρκειας.
Οι προβλέψεις των ειδικών είναι αποκαλυπτικές: έως το 2035, πάνω από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού αναμένεται να ζει με υπερβάλλον βάρος ή παχυσαρκία. Η νόσος εκτιμάται ότι θα πάρει τη σκυτάλη από το κάπνισμα ως ο κυριότερος παράγοντας κινδύνου για την υγεία, καθιστώντας την αναζήτηση αποτελεσματικών λύσεων —τόσο σε επίπεδο επιστημονικής καινοτομίας όσο και δημόσιων πολιτικών— πιο επιτακτική από ποτέ.
Στην προσπάθεια αυτή συμμετέχει ενεργά και η φαρμακοβιομηχανία. Όπως ανέφερε σε ειδική ημερίδα της εταιρείας Novo Nordisk στην Κοπεγχάγη όπου παραβρέθηκε το ΒΗΜΑ η κορυφαία ερευνήτρια του κλάδου, η Δανή καθηγήτρια Lotte Bjerre Knudsen, σήμερα η έρευνα επικεντρώνεται πλέον στην ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών θεραπειών, με μεγαλύτερη διάρκεια δράσης, με στόχο τη βελτίωση της συμμόρφωσης των ασθενών, της λιγότερο συχνές (ακόμη και μία φορά ετησίως) λήψεις δόσεων φαρμάκου και τη μακροπρόθεσμη διαχείριση της νόσου.
Σήμερα, περίπου 988 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως υπολογίζεται ότι ζουν με παχυσαρκία. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει πλέον αναγνωρίσει επίσημα την παχυσαρκία ως χρόνια, υποτροπιάζουσα και προοδευτική νόσο, μια προσέγγιση που υιοθετούν σταδιακά ολοένα και περισσότερα κράτη στην Ευρώπη και διεθνώς.
Παρά τη σαφή επιστημονική τεκμηρίωση, η θεραπευτική κάλυψη παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη: μόλις το 2% των ατόμων με παχυσαρκία λαμβάνει ιατρική αγωγή. Πέρα από αισθητικές προκαταλήψεις και απλουστευτικά στερεότυπα γύρω από τον τρόπο ζωής, η παχυσαρκία συνδέεται με καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτη τύπου 2, διάφορες μορφές καρκίνου, αναπνευστικές και πεπτικές παθήσεις, αλλά και σοβαρές διαταραχές ψυχικής υγείας.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, μόνο το 2021 η παχυσαρκία συσχετίστηκε με 3,7 εκατομμύρια θανάτους από μη μεταδοτικές ασθένειες. Οι οικονομικές επιπτώσεις είναι εξίσου ανησυχητικές: αν δεν ληφθούν μέτρα, το παγκόσμιο κόστος του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 3 τρισ. δολάρια ετησίως έως το 2030 και τα 18 τρισ. δολάρια έως το 2060. Παράλληλα, η νόσος παραμένει κατά 64% αδιάγνωστη, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο το μέλλον των συστημάτων υγείας.
Μια πολυπαραγοντική νόσος
Η παχυσαρκία δεν είναι αποτέλεσμα έλλειψης θέλησης. Όπως τόνισε στην ίδια ημερίδα ο Dr. David Macklin από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο, σε ποσοστό που μπορεί να φθάνει έως και το 70% η παχυσαρκία έχει γενετική βάση. Παράλληλα, κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν την όρεξη και τον κορεσμό ρυθμίζονται σε υποφλοιώδεις περιοχές του εγκεφάλου, πέρα από τον συνειδητό έλεγχο.
Ο ίδιος αναφέρθηκε και στο «παχυσαρκιογόνο» περιβάλλον, περιγράφοντας ένα σύνολο παραγόντων —από το είδος των τροφίμων έως χημικές ουσίες— που ενθαρρύνουν την υπερκατανάλωση και διαταράσσουν τον μεταβολισμό.
Τη βιολογική διάσταση της νόσου επιβεβαιώνουν και οι μαρτυρίες των ίδιων των ασθενών. Η Claudia Catacchio, που έχει ζήσει με παχυσαρκία και έχει υποβληθεί σε βαριατρική επέμβαση, ανέδειξε τον ρόλο του εντέρου ως «δεύτερου εγκεφάλου» και το φαινόμενο του «food noise», των επίμονων σκέψεων γύρω από το φαγητό. «Δεν είναι θέμα πειθαρχίας. Είναι νευροβιολογικό», τόνισε, υπογραμμίζοντας ότι η θεραπεία προσφέρει στους ανθρώπους επιλογή και έλεγχο.
Εξατομίκευση και νέες φαρμακευτικές λύσεις
Η διαχείριση της παχυσαρκίας βρίσκεται πλέον ψηλά στην ατζέντα διεθνών οργανισμών και κυβερνήσεων. Ο ΠΟΥ συστήνει τη χρήση θεραπειών GLP-1 για ενήλικες, αναγνωρίζοντας τόσο την κλινικά σημαντική απώλεια βάρους όσο και τα ευρύτερα μεταβολικά οφέλη.
Ο ιατρικός διευθυντής της δανέζικης εταιρείας, Filip Krag Knop, τόνισε τον ετερογενή χαρακτήρα της νόσου: «Η θεραπευτική προσέγγιση πρέπει να είναι εξατομικευμένη. Κάποιοι ασθενείς χρειάζονται χαμηλότερες δόσεις, άλλοι υψηλότερες». Δεδομένα από την καθημερινή κλινική πρακτική δείχνουν ότι περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς που διακόπτουν τη θεραπεία ανακτούν μέρος του βάρους τους, ωστόσο το 42% δεν παρουσιάζει αύξηση, ενώ ορισμένοι συνεχίζουν να χάνουν βάρος.
Η έρευνα στα GLP-1 έχει αποδώσει οφέλη που υπερβαίνουν την απώλεια βάρους, όπως μείωση καρδιαγγειακών κινδύνων, βελτίωση της νεφρικής λειτουργίας και πιθανή επίδραση σε εθισμούς. Η εξέλιξη των θεραπειών αυτών είναι αποτέλεσμα δεκαετιών έρευνας και ότι το pipeline περιλαμβάνει βελτιωμένα μόρια, νέους αγωνιστές και συνδυασμούς, όπως GLP-1 με amylin.
Πολιτικές και ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες
Με την παχυσαρκία να απειλεί πλέον πάνω από τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό, το ερώτημα για μια ευρωπαϊκή στρατηγική καθίσταται αναπόφευκτο. Ο Δρ Knop υπογραμμίζει την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των πολιτικών, πέρα από τη στενή χρήση του BMI. Στην Ελλάδα, πάντως, το πρόγραμμα «Προλαμβάνω» περιλαμβάνει ήδη δράσεις για την παχυσαρκία, με δωρεάν GLP-1 φάρμακα, προληπτικές εξετάσεις και εξατομικευμένη παρακολούθηση για περισσότερους από 8.000 δικαιούχους.
Το συμπέρασμα είναι σαφές: η παχυσαρκία δεν αντιμετωπίζεται με μία λύση. Απαιτεί πολυεπίπεδη προσέγγιση, συνδυάζοντας ιατρική, ψυχολογία, κοινωνιολογία και βιολογία, με στόχο όχι μόνο την απώλεια βάρους, αλλά τη συνολική βελτίωση της υγείας και της ποιότητας ζωής.
