Tρεις σημαντικές απώλειες στον χώρο του διεθνούς κινηματογράφου: ο Γάλλος ηθοποιός Τσεκί Καριό, η Βρετανίδα συνάδελφός του Σαμάνθα Έγκαρ, όπως και ο βρετανός σκηνοθέτης Πίτερ Γουότκινς, ένας από τους βαρόνους του αβάν γκαρντ κινηματογράφου, εγκατέλειψαν τα εγκόσμια μέσα στον Οκτώβριο.
Τσεκί Καριό (1952- 2025)
Με περισσότερους από 140 ρόλους στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, πέρα από την αστείρευτη δουλειά του στο θέατρο, ο Γάλλος ηθοποιός Τσεκί Καριό άφησε την τελευταία πνοή του την Παρασκευή 31 Οκτωβρίου στο Παρίσι. Ηταν 72 ετών και επί χρόνια ταλαιπωρούνταν από την επάρατη νόσο.
Γεννημένος στην Τουρκία ο Καριό σπούδασε υποκριτική στο Cyrano Theatre και έγινε μέλος του θιάσου Ντανιέλ Σοράνο όπου έπαιξε πολλούς ρόλους. Το ίδιο έκανε όταν αργότερα έγινε μέλος του Εθνικού Θεάτρου του Στρασβούργου με τον οποίο, εκτός άλλων έπαιξε «Ταρτουφο», «Μάκβεθ» και «Οθέλλο».
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Καριό έγινε το 1982 στην ταινία «Η επιστροφή του Μαρτίν Γκερ» με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ενώ την ίδια χρονιά, ο ρόλος του στο «Καρφί» του Μπομπ Σουέιμ τον οδήγησε στις υποψηφιότητες των βραβείων Σεζάρ στην κατηγορία του πολλά υποσχόμενου άνδρα ηθοποιού το οποίο έχασε από τον Κριστόφ Μαλαβουά.
Από τις πρώτες ταινίες του Καριό ήταν επίσης ο «Περιθωριακός» με τον Ζαν Πολ Μπελμοντό, μια τεράστια επιτυχία. Στην ίδια δεκαετία, του 1980, ο Καριό εμφανίστηκε στην «Ερωτική τρέλα» (1985) του Αντρέι Ζουλάφσκι όπου πρωταγωνιστεί η Σοφί Μαρσό, όπως και στην δημοφιλέστατη «Αρκούδα» (1988) του Ζαν Ζακ Ανό.
Το 1990 αίσθηση έκανε ο σιωπηλός κυβερνητικός πράκτορες του που στρατολογεί την Αν Παριγιό στην ταινία «Νικιτά» του Λικ Μπεσόν, ενώ στην δεκαετία του 1990, οι δραστηριότητες του Καριό διεθνοποιήθηκαν σε ταινίες όπως «1492: Χριστόφορος Κολόμβος» του Ρίντλεϊ Σκοτ με τον Ζ. Ντεπαρντιέ, «Τα κακά παιδιά» του Μάικλ Μπέι, «Επιχείρηση “Χρυσά μάτια”» του Μάρτιν Κάμπελ, «Ο πατριώτης» του Ρόλαντ Εμεριχ και «Νοστράδαμος» του Ρότζερ Κρίστιαν όπου ο Καριό κράτησε τον ρόλο του τίτλου. Υπήρξε επίσης ένας πολύ συμπαθής Βίνσεντ Βαν Γκογκ στην ταινία «Ο Βίνσεντ και εγώ».
Τελευταία ταινία του Τσεκί Καριό είναι η «Rapide», φετινή παραγωγή.

Ο Τσεκί Καριό όπως εμφανίζεται στην ταινία «Νικιτά» του Λικ Μπεσόν
Πίτερ Γουότκινς (1934- 2025)
Η ταινία «Punishment Park» (1971) θεωρείται το αριστούργημα του κορυφαίου αλλά όχι ιδιαίτερα γνωστού στην χώρα μας αμφισβητία του κινηματογράφου, βρετανού ντοκιμαντερίστα Πίτερ Γουότκινς, ο οποίος την Πέμπτη 30 Οκτωβρίου πέθανε σε ηλικία 90 ετών.
Στο «Punishment Park», υπό την μορφή του ψευδοντοκιμαντέρ (ντοκιμαντέρ μυθοπλασίας) ο Γουότκινς ερευνά τις κοινωνικές αναταραχές που δημιουργήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1968, όταν η κυβέρνηση Νίξον ίδρυσε κέντρα αναμόρφωσης για τους διαφωνούντες ειρηνιστές, τους φοιτητές ,τους ακτιβιστές και άλλα «διασπαστικά» στοιχεία της κοινωνίας.
Επικαλούμενη τον νόμο Μακ Κάραν (1950) η κυβέρνηση έστειλε τους διαφωνούντες στο Εθνικό Πάρκο Τιμωρίας :χωρίς φαγητό, χωρίς νερό και με ένοπλους άντρες της εθνοφρουράς στο κατόπι τους οι φυλακισμένοι έπρεπε να διασχίσουν την έρημο της… Καλιφόρνιας!
Ο Πίτερ Γουότκινς που γεννήθηκε στο Νόρμπιτον του Σάρεϊ στην Αγγλία, χρησιμοποιούσε υπαρκτά ιστορικά γεγονότα ως πρώτη ύλη των έργων του από την πρώτη κιόλας ταινία του. Ξεκίνησε την καριέρα του στη διαφήμιση ως βοηθός παραγωγού και στράφηκε στον ερασιτεχνικό κινηματογράφο στα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 του ανατέθηκε από το BBC να γυρίσει δύο μεγάλου μήκους δραματικά ντοκιμαντέρ που ενσωματώνουν ένα σχεδόν επίκαιρο στυλ και μη επαγγελματίες ηθοποιούς. Το δεύτερο από αυτά, The War Game (1966), απεικόνισε με ρεαλιστικό τρόπο τον εφιάλτη του πυρηνικού πολέμου οπότε η μεταδοση του απαγορεύτηκε.
Το 1965 ασχολήθηκε με την ξεχασμένη σφαγή των Highlanders στην μάχη του Καλόντεν, το 1974 προβλήθηκε το «Μουνκ», τηλεοπτικής παραγωγής ταινία, πάνω στα σημαντικότερα κεφάλαια της ζωής του νορβηγού εξπρεσιονιστή ζωγράφου Έντβαρντ Μουνκ. Για αυτήν την ταινία η εφημερίδα Guardian έγραψε ότι «είναι εξίσου σημαντική με τον “Πολίτη Κέιν” αλλά τολμηρότερη και πιο ευρηματική σε αφηγηματικές τεχνικές. Aπέχει έτη φωτός από τις ακαδημαϊκές κινηματογραφικές βιογραφίες.»
Το 2000 ο Γουότκινς ανέλαβε να υλοποιήσει το πιο φιλόδοξο όσο και απαιτητικό έργο του, την «Κομμούνα» που ήταν και η τελευταία δουλειά του στην σκηνοθεσία. Σε αυτό το πολεμικό δράμα όπου τα όρια ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και την μυθοπλασία είναι και πάλι θολά, η εργατική και η αστική τάξη του Παρισιού του 19ου αιώνα δέχονται συνεντεύξεις και καλύπτονται στην τηλεόραση, πριν και κατά τη διάρκεια μιας τραγικής εξέγερσης της εργατικής τάξης.

Ντοκιμαντέρ και μυθοπλασία στο μνημειώδες «Punishment Park» του Πίτερ Γουότκινς
Σαμάνθα Έγκαρ (1939 – 2025)
Η είδηση ότι η Σαμάνθα Έγκαρ στα μέσα του περασμένου Οκτωβρίου πέθανε στο σπίτι της στο Λος Αντζελες, δεν έκανε τον θόρυβο που θα περίμενε κανείς, ίσως επειδή η Αγγλίδα ηθοποιός είχε εγκαταλείψει το επάγγελμά της εδώ και 13 χρόνια, μετά την συμμετοχή της στην τηλεοπτική σειρά «Metalocalypse» όπου δεν εμφανίστηκε αλλά έδωσε την φωνή της.
Και όμως, υπήρξε μια περίοδος που η Εγκαρ ήταν ένα από τα πιο καυτά ονόματα του βρετανικού κινηματογράφου, κυρίως μετά την υποψηφιότητά της για το Οσκαρ Β’ ρολου έχοντας παίξει στην ταινία «Ο συλλέκτης» (1965) του Γουίλιαμ Γουάιλερ. Στην ταινία που είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τζον Φόουλς με τον ίδιο τίτλο, η Εγκαρ υποδύεται το θύμα ενός παράφρονος συλλέκτη πεταλουδών ο οποίος την αιχμαλωτίζει στο σπίτι του.
Κόρη πλούσιας οικογένειας η Εγκαρ γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου 1939 στην αριστοκρατική περιοχή του Χάμστεντ στο Λονδίνο. Η μητέρα της καταγόταν από εβραϊκή οικογένεια, από το Άμστερνταμ της Ολλανδίας, και ήταν Σεφαραδίτικης και Ασκενάζικης καταγωγής, ενώ ο πατέρας της ήταν Ραλφ Άλφρεντ Τζέιμς Έγκαρ, ταξίαρχος του Βρετανικού Στρατού. Ολόκληρο το όνομά της ήταν Βικτόρια Λουίζ Σαμάνθα Μαρί Ελίζαμπεθ Τερέζ Εγκαρ.
Η επιτυχία τoυ «Συλλέκτη» σήμανε βαρύ πρόγραμμα για ένα μεγάλο διάστημα στην καριέρα της Εγκαρ σε ταινίες όπως «Δρ. Ντούλιτλ» (1967), «Εκεί που δεν φτάνει ο ήλιος» (1970) και άλλες. Ωστόσο, όταν έγινε μητέρα το επαγγελματικό πρόγραμμά της μειώθηκε σημαντικά. Γύρω στο 1973 αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί και να αφιερωθεί στα μητρικά της καθήκοντα.
Η Εγγκαρ δεν εξαφανίστηκε πλήρως (έκανε κάποιες τηλεοπτικές εμφανίσεις όπως π.χ. στην τηλεοπτική σειρά «Ο Βασιλιάς και Εγώ») αλλά ήταν εμφανές ότι μια καριέρα στον χώρο της σόου μπίζνες δεν βρισκόταν πλέον στις προτεραιότητές της.

Ο ρόλος της Σαμάνθα Έγκαρ στον Συλλέκτη» την οδήγησε στις υποψηφιότητες των Όσκαρ
