Αδυναμία συγκλίσεων και απουσία εποικοδομητικών προτάσεων για τα διπλωματικά

Ο πρωθυπουργός δεν παρέλειψε να κατηγορήσει την αντιπολίτευση για λαϊκισμό στην εξωτερική πολιτική, ενώ υπεραμύνθηκε της επιλογής της κυβέρνησης να εκκινήσει τον «δομημένο διάλογο» με την Τουρκία

Αδυναμία συγκλίσεων και απουσία εποικοδομητικών προτάσεων για τα διπλωματικά

Αν κάποιος ανέμενε στη χθεσινή συζήτηση των πολιτικών αρχηγών συγκλίσεις και χάραξη κοινής γραμμής έστω στα στοιχειώδη θέματα εξωτερικής πολιτικής θα χαρακτηριζόταν μάλλον υπεραισιόδοξος. Όπως αναμενόταν η αντιπαράθεση ήταν σφοδρή, όχι μόνο μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και των ηγετών της αντιπολίτευσης αλλά και ανάμεσα σε έτερες δυάδες, αυτό όμως που έλειψε ήταν οι εποικοδομητικές προτάσεις για τα μείζονα διπλωματικά ζητήματα που απασχολούν σήμερα τη χώρα εν μέσω μάλιστα της πλέον δυσχερούς γεωπολιτικής συγκυρίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Επίσης αναμενόμενη ήταν και η βασική στόχευση του πρωθυπουργού. Να αντιμετωπίσει δηλαδή την κριτική αφενός περί αδράνειας, όπως λέει η αντιπολίτευση, έναντι της ισχυροποίησης της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή, αφετέρου για τις υποχωρήσεις που χρεώνουν στην κυβέρνηση, κυρίως τα κόμματα δεξιά της ΝΔ, προκειμένου να διατηρηθούν τα «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Οι δύο άξονες Μητσοτάκη

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να κινηθεί σε δύο άξονες. Πρώτον, αναδεικνύοντας τις ελληνικές πρωτοβουλίες επί του πεδίου ως την καλύτερη απόδειξη, σύμφωνα με τον ίδιο, άσκησης κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο: Τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, τα Θαλάσσια Πάρκα, την έμμεση αμφισβήτηση του τουρκολιβυκού μνημονίου δια της αναμενόμενης δραστηριοποίησης της Chevron στα νότια της Κρήτης. Δεύτερον, αναρωτώμενος- εν πολλοίς ευλόγως- αν υπάρχει κάποιος στην ελληνική πολιτική τάξη που προτιμά την επιστροφή στις συνθήκες ακραίας έντασης με την Τουρκία.

Ο πρωθυπουργός δεν παρέλειψε να κατηγορήσει την αντιπολίτευση για λαϊκισμό στην εξωτερική πολιτική, «η ενεργητική διπλωματία δεν είναι επαναστατική γυμναστική, δεν χωρούν ανευθυνότητες και επιπολαιότητες», ενώ υπεράσπισε στο μέγιστο βαθμό την επιλογή της κυβέρνησης να εκκινήσει τον «δομημένο διάλογο» με την Τουρκία, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου ότι για πρώτη φορά πραγματοποιείται από τα πάνω, δηλαδή υπό τον συντονισμό των δύο υπουργών Εξωτερικών.

Αγνόησε πάντως το γεγονός ότι παρά τη νηνεμία που επικρατούσε έως πρότινος στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, το πλέον ουσιαστικό αποτέλεσμα του διαλόγου έως σήμερα είναι η κοινή παραδοχή των κ. Γεραπετρίτη και Φιντάν ότι επί της μίας διαφοράς που αναγνωρίζει η Αθήνα το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών παραμένει- και θα παραμείνει- αγεφύρωτο. Αυτή είναι άλλωστε και η αιτία που οδήγησε έκτοτε στο «πάγωμα» του διαλόγου, χωρίς μάλιστα να καταγράφεται ιδιαίτερο νόημα επανεκκίνησης, παρά μόνο αν διατηρηθεί στο επίπεδο της εθιμοτυπίας και της διατήρησης των ανοικτών διαύλων επικοινωνίας προκειμένου να αποτρέπονται περιστατικά που ενδεχομένως θα οδηγούσε σε κλιμάκωση της έντασης. «Προειδοποιήσαμε ότι τα ήρεμα νερά μπορούν να ξαναγίνουν ταραγμένα, διότι η αιτία τους παραμένει» ήταν μια από τις χαρακτηριστικές ατάκες του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα.

Ουδεμία αναφορά υπήρξε, επίσης, στη Διακήρυξη των Αθηνών, σημείο αιχμής της αντιπολιτευτικής κριτικής, ως άτυπης συμφωνίας «ακινησίας» ή αλλιώς απεμπόλησης άσκησης των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων αν πρώτα δεν υπάρξει συμφωνία με την Τουρκία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχείρησε να ισορροπήσει ανάμεσα στον απαραίτητο σοβαρό λόγο για τα εξωτερικά θέματα αλλά και στην ανάγκη να αντικρούσει τις επιθέσεις από τα δεξιά του- από εκεί δηλαδή που αιμορραγεί δημοσκοπικά το κόμμα.

Στο μοναδικό ζήτημα πάντως που η Αθήνα επιχείρησε να εφαρμόσει στην πράξη και όχι σε χάρτη τα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή στην πόντιση του καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης με την Κύπρο, προς το παρόν αποτυγχάνει κυρίως εξαιτίας της τουρκικής παρεμβατικότητας. Ο πρωθυπουργός περιορίστηκε στο Βήμα της Βουλής να πει ότι αυτό που προέχει είναι να επιλυθούν οι οικονομοτεχνικές διαφορές που εντοπίζονται μεταξύ Αθήνας- Λευκωσίας.

Ανδρουλάκης: «Καμία συμμετοχή της Τουρκίας στο SAFE»

Αν πάντως κανείς αναζητήσει το επίκεντρο της χθεσινής συζήτησης, άρα και εν γένει της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αυτό δεν είναι άλλο από την Τουρκία. Και στην τρέχουσα συγκυρία, το επίκεντρο είναι η προσπάθεια της Άγκυρας να συμπεριληφθεί στο SAFE, το πρώτο βήμα για την υλοποίηση του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας. Ένα πεδίο, στο όποιο ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ Νίκος Ανδρουλάκης θεωρεί ότι έχει συγκριτικό πλεονέκτημα καθώς ως ευρωβουλευτής έλαβε σειρά πρωτοβουλιών για την επιβολή εμπάργκο όπλων στην Τουρκία όσο απειλεί την Ελλάδα και κατέχει παρανόμως το έδαφος της Κύπρου. «Καμία συμμετοχή της Τουρκίας» διακήρυξε ο κ. Ανδρουλάκης κατηγορώντας τον πρωθυπουργό ότι ακόμα και να αρθεί το casus belli- όπως απαιτεί η Αθήνα- μπορεί εύκολα να ψηφιστεί εκ νέου από την τουρκική Εθνοσυνέλευση.

Το συγκεκριμένο ζήτημα βρέθηκε ψηλά στην κριτική συνολικά των κομμάτων της αντιπολίτευσης. «Πότε βάλατε βέτο στην Τουρκία», αναρωτήθηκε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελλος, ο οποίος επιδόθηκε και σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να υπερασπίσει τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Τσίπρα στην ελληνική εξωτερική πολιτική.

Όμως, η συμμετοχή της Άγκυρας στο SAFE, και με δεδομένη την εκπεφρασμένη θέση του σκληρού πυρήνα των Ευρωπαίων για τη συμπερίληψη της Τουρκίας εν γένει στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας ειδικά μετά το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία, εγκλωβίζει πριν απ’ όλους τον πρωθυπουργό, ο οποίος μετά τη σχετική ρητή αναφορά κατά τη διάρκεια της πρωτολογίας του επανήλθε στο θέμα και στη δευτερολογία του επαναλαμβάνοντας ότι η Αθήνα θα μπλοκάρει το δρόμο της Άγκυρας στο SAFE εφόσον δεν αποσυρθεί η απειλή πολέμου. Την ίδια ώρα, η Αθήνα αφενός δέχεται ήδη αξιοσημείωτες πιέσεις από τους Ευρωπαίους και νατοϊκούς εταίρους (βλ. Γερμανία- Γενικό Γραμματέα ΝΑΤΟ), αφετέρου διακυβεύει τα σχετικά ήρεμα νερά με την Τουρκία, γεγονός αντιφατικό με την αποστροφή Μητσοτάκη περί ανάγκης διατήρησης των ήπιων τόνων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Εξίσου αναμενόμενο ότι οι συμμετέχοντες στη χθεσινή μακρά συζήτηση, αποτύπωσαν ακριβώς αυτές τις θέσεις τους περί εξωτερικής πολιτικής που ταιριάζουν στο δικό τους εσωτερικό ακροατήριο. Έτσι, ο Δημήτρης Κουτσούμπας, ο Αλέξης Χαρίτσης και η Ζωή Κωνσταντοπούλου επικεντρώθηκαν στα τεκταινόμενα στη Γάζα, εξαπολύοντας μύδρους έναντι της στρατηγικής συνεργασίας με το Ισραήλ. Υπάρχουν, άραγε, περιθώρια αμφισβήτησης της σχέσης Αθήνας- Τελ Αβίβ ειδικά αν κανείς αναλογιστεί το πώς διαμορφώνονται σταδιακά οι ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο με την όλο και αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή;

«Μητσοτάκης-ντεκόρ»

Το πλέον προβληματικό, όμως, σημείο της χθεσινής συζήτησης ήταν η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Διάσκεψη της Ειρήνης του Σαρμ Ελ Σέιχ. Αν ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν καλούνταν στην Αίγυπτο, τότε ο αντιπολιτευτικός ορυμαγδός θα ήταν ανεξέλεγκτος. Τώρα που συμμετείχε, χωρίς φυσικά κάποια δυνατότητα παρέμβασης, χαρακτηρίστηκε από την αντιπολίτευση, σχεδόν εν συνόλω, ως «ντεκόρ».

Σχεδόν αυτομάτως, ο τουρκικός Τύπος «σήκωσε» πηχυαίους τίτλους για τον «Μητσοτάκη- ντεκόρ». Και αυτή είναι η καλύτερη απόδειξη για το πώς η εσωτερική αντιπαράθεση περί εξωτερικής πολιτικής εργαλειοποιείται- και μάλιστα με εξαιρετικά αποτελέσματα. Δυστυχώς η Ελλάδα αδυνατεί να ξεφύγει από τον ετεροκαθορισμό της εξωτερικής πολιτικής της με μοναδικό κέντρο αναφοράς την Τουρκία.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version