Οι εξοπλισμοί, η διαφάνεια και το κοινωνικό κράτος

Μια αμυντική πολιτική που ενισχύει την εγχώρια παραγωγή, επενδύει στην καινοτομία και λειτουργεί με απόλυτη διαφάνεια, δεν είναι απλώς πιο αποτελεσματική· είναι πραγματικά πατριωτική.

Οι εξοπλισμοί, η διαφάνεια και το κοινωνικό κράτος

Στο ρευστό και ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου, η διατήρηση ισχυρών και αξιόμαχων Ενόπλων Δυνάμεων αποτελεί αδιαπραγμάτευτη συνθήκη εθνικής επιβίωσης. Η προάσπιση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας δεν είναι απλώς υποχρέωση κάθε κυβέρνησης· είναι ο θεμέλιος λίθος της ίδιας της ύπαρξης του κράτους. Αυτή η παραδοχή αποτελεί σημείο εθνικής ομοψυχίας. Ωστόσο, η συζήτηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να σταματά εδώ. Το ζητούμενο, το οποίο οφείλει να θέτει μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν είναι αν πρέπει να δαπανά για την άμυνα της, αλλά πώς το κάνει.

Τα δισεκατομμύρια που ο ελληνικός λαός διαθέτει κάθε χρόνο από το υστέρημα του για την άμυνα, αξιοποιούνται άραγε με τον βέλτιστο τρόπο; Ένα σύστημα εξοπλιστικών προμηθειών που παραδοσιακά λειτουργεί υπό ένα πέπλο αδιαφάνειας, ενισχύει πραγματικά την αποτρεπτική ισχύ της χώρας; Ή μήπως, αντίθετα, δημιουργεί μια «μαύρη τρύπα» που καταπίνει πολύτιμους πόρους, οι οποίοι θα μπορούσαν να ενισχύσουν άλλους, εξίσου σημαντικούς, πυλώνες της εθνικής μας οικονομίας; Είναι καιρός να αποδεχτούμε πως η εθνική ισχύς δεν είναι μια μονοδιάστατη έννοια. Είναι ένα ολιστικό οικοδόμημα που στηρίζεται ταυτόχρονα σε έναν ισχυρό στρατό, μια δυναμική οικονομία, ένα στιβαρό κοινωνικό κράτος και μια τεχνολογικά προηγμένη παραγωγική βάση.

Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει, είναι υποχρεωμένη να κάνει θυσίες για την άμυνα της. Τα τελευταία χρόνια, οι αμυντικές δαπάνες της χώρας κυμαίνονται σταθερά πάνω από το 3,5% του ΑΕΠ, ποσοστό που την κατατάσσει στην κορυφή του ΝΑΤΟ, πολύ πάνω από τον επίσημο στόχο του 2%. Αυτή η δημοσιονομική προσπάθεια, ωστόσο, δεν μπορεί να εξετάζεται εν κενώ. Πρέπει να αναλύεται υπό το πρίσμα του «κόστους ευκαιρίας».

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το ύψος των δαπανών, αλλά κυρίως ο τρόπος που αυτές πραγματοποιούνται. Η ιστορία των αμυντικών προμηθειών στη μεταπολιτευτική Ελλάδα είναι διάσπαρτη από σκιές, αδιαφανείς διαδικασίες και σκανδαλώδεις συμβάσεις που κόστισαν στο ελληνικό δημόσιο δισεκατομμύρια. Η επίκληση του «εθνικού απορρήτου», αν και απολύτως θεμιτή για τις τεχνικές και επιχειρησιακές λεπτομέρειες ενός οπλικού συστήματος, έχει συχνά χρησιμοποιηθεί ως ένα απόλυτο παραπέτασμα για να καλυφθούν οι οικονομικές πτυχές των συμφωνιών, ο ρόλος αμφιλεγόμενων μεσαζόντων και η απουσία πραγματικά ανταγωνιστικών, διεθνών διαγωνισμών.

Ακόμη και σήμερα, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος παραμένει επί της ουσίας ανίσχυρος. Η αρμόδια Επιτροπή της Βουλής καλείται συνήθως να επικυρώσει ειλημμένες αποφάσεις, χωρίς να διαθέτει την ανεξάρτητη τεχνοκρατική υποστήριξη για να αξιολογήσει το πραγματικό κόστος, τις εναλλακτικές λύσεις και τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις που συνοδεύουν ένα πολυετές εξοπλιστικό πρόγραμμα. Η απουσία διαφάνειας όχι μόνο δημιουργεί κινδύνους διαφθοράς, αλλά και υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς και τις Ένοπλες Δυνάμεις.

Ίσως η μεγαλύτερη παθογένεια του συστήματος είναι η εμμονή στην αγορά οπλικών συστημάτων από το εξωτερικό, χωρίς καμία ουσιαστική πρόβλεψη για τη συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας. Η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ), τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ) και τα μεγάλα ελληνικά ναυπηγεία, που θα έπρεπε να αποτελούν πυλώνες υψηλής τεχνολογίας και ανάπτυξης, παραμένουν στο περιθώριο των μεγάλων συμβάσεων, αναλαμβάνοντας συχνά ρόλο υπεργολάβου για χαμηλής προστιθέμενης αξίας εργασίες.

Αυτή η πρακτική έχει τριπλό αρνητικό αποτύπωμα. Πρώτον, χάνεται ένας τεράστιος οικονομικός πολλαπλασιαστής. Κάθε ευρώ που δίνεται σε μια εγχώρια εταιρεία για μισθούς, έρευνα και τοπικούς

προμηθευτές, ανακυκλώνεται στην ελληνική οικονομία, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας και έσοδα για το κράτος. Κάθε ευρώ που φεύγει για μια αγορά από ξένη χώρα είναι ένα ευρώ που χάνεται οριστικά. Δεύτερον, χάνεται η ευκαιρία για απόκτηση κρίσιμης τεχνογνωσίας. Η συμπαραγωγή και η μεταφορά τεχνολογίας είναι ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθεί μια εθνική παραγωγική βάση που θα μπορεί στο μέλλον να συντηρεί, να αναβαθμίζει, ακόμη και να σχεδιάζει τα δικά της συστήματα. Τρίτον, και σημαντικότερο, μειώνεται η στρατηγική αυτονομία της χώρας. Μια χώρα που εξαρτάται απόλυτα από ξένους προμηθευτές για την άμυνα της είναι μια χώρα ευάλωτη σε πολιτικές πιέσεις και εμπάργκο.

Η μετάβαση σε ένα σύγχρονο, διαφανές και παραγωγικό μοντέλο αμυντικών επενδύσεων είναι επιτακτική. Δεν πρόκειται για μείωση της αμυντικής ικανότητας, αλλά για την ποιοτική της αναβάθμιση.

1. Ριζική αλλαγή του πλαισίου προμηθειών με απόλυτη διαφάνεια: Απαιτείται η θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής ανάρτησης στη «Διαύγεια» όλων των μη απόρρητων στοιχείων κάθε αμυντικής σύμβασης: το τελικό κόστος, το χρονοδιάγραμμα, οι ανάδοχες εταιρείες, οι βασικοί όροι. Παράλληλα, η Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων της Βουλής πρέπει να ενισχυθεί με ένα μόνιμο, ανεξάρτητο σώμα τεχνοκρατών (οικονομολόγων, μηχανικών, νομικών) που θα αξιολογεί κάθε σύμβαση και θα λογοδοτεί στο Κοινοβούλιο, παρέχοντας ουσιαστική δυνατότητα ελέγχου.

2. Αναγέννηση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας: Πρέπει να γίνει εθνική πολιτική η θέσπιση, με νόμο, της υποχρεωτικής εγχώριας προστιθέμενης αξίας σε ποσοστό τουλάχιστον 30-40% σε κάθε νέα μεγάλη προμήθεια. Αυτό δεν σημαίνει απλή συναρμολόγηση. Σημαίνει ουσιαστική συμμετοχή στον σχεδιασμό, στη συμπαραγωγή κρίσιμων υποσυστημάτων, στην ανάπτυξη του λογισμικού και στη μελλοντική συντήρηση και αναβάθμιση. Αυτό θα αναγεννήσει την ΕΑΒ και τα ΕΑΣ, θα δώσει πνοή στα ναυπηγεία και θα δημιουργήσει ένα ολόκληρο οικοσύστημα από μικρότερες, καινοτόμες εταιρείες.

3. Κοινωνικά ανταποδοτικά οφέλη με επίκεντρο την έρευνα: Το παρωχημένο μοντέλο του αόριστου «αντισταθμιστικού οφέλους» πρέπει να καταργηθεί. Στη θέση του, κάθε μεγάλη σύμβαση πρέπει να περιλαμβάνει νομικά δεσμευτικές συμφωνίες για άμεσες επενδύσεις από τις ξένες εταιρείες σε συγκεκριμένα ερευνητικά προγράμματα στα ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Για παράδειγμα, μια σύμβαση για φρεγάτες θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει το τμήμα Ναυπηγών του ΕΜΠ, ενώ μια σύμβαση για αεροσκάφη θα μπορούσε να επενδύσει στο τμήμα Μηχανολόγων του ΑΠΘ ή στο Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας στην Κρήτη. Έτσι, η αμυντική δαπάνη μετατρέπεται σε μοχλό για την παραγωγή καινοτομίας που θα έχει πολλαπλές εφαρμογές και στην πολιτική οικονομία.

Η υπεράσπιση της πατρίδας είναι το ύψιστο καθήκον. Μέρος αυτού του καθήκοντος, όμως, είναι και η διασφάλιση ότι οι τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού αξιοποιούνται με τον πιο έξυπνο, διαφανή και παραγωγικό τρόπο. Μια αμυντική πολιτική που ενισχύει την εγχώρια παραγωγή, επενδύει στην καινοτομία και λειτουργεί με απόλυτη διαφάνεια, δεν είναι απλώς πιο αποτελεσματική· είναι πραγματικά πατριωτική. Η απόλυτη ασπίδα μιας χώρας δεν είναι μόνο τα οπλικά της συστήματα, αλλά η συνέργεια ανάμεσα σε έναν αξιόμαχο στρατό, μια ανθεκτική οικονομία, μια μορφωμένη κοινωνία και ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Η οικοδόμηση αυτής της ολιστικής ισχύος είναι η μόνη επιλογή για ένα ασφαλές και δίκαιο μέλλον.

* Ο Μηνάς Λυριστής είναι υπ. Διδάκτορας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version