Η ιστορία φαίνεται να πηγαίνει ως εξής: ο σερ Χιου Μπίβερ, επικεφαλής της γνωστής ζυθοποιίας Γκίνες, και κλασικός εκκεντρικός Βρετανός, κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού (ναι, οι εκκεντρικοί δεν έχουν ανοσία στις κακές συνήθειες) μπλέκεται σε μια διαφωνία. Τι αφορά; Ποιο είναι το πιο γρήγορο πτηνό στην Ευρώπη. Εκνευρισμένος που δεν μπορούσε να βρεθεί μια εμπεριστατωμένη απάντηση για να λύσει την αντιδικία -δεν υπήρχε βλέπετε Ιντερνετ τότε, ενώ και η προσφυγή σε κάποια εγκυκλοπαίδεια θα απαιτούσε κοπιαστική και πολύωρη συνδυαστική εργασία- ο Μπίβερ έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία αυτού που έμελλε να γίνει σημείο αναφοράς: του βιβλίου με τα ρεκόρ Γκίνες.
Φυσικά, το βιβλίο δεν το έγραψε ο ίδιος, αλλά ανέθεσε την οργάνωση και λειτουργία του σε δύο δημοσιογράφους, τους δίδυμους αδελφούς Νόρις και Ρος Μακουίρτερ. Ήταν σαν σήμερα, 27 Αυγούστου του 1955, όταν πρωτοκυκλόφορησε το βιβλίο. Ξέροντας την ιδιαίτερα ευεπίφορη στην άγρα εκκεντρικής πληροφορίας φύση του ανθρώπου, δεν μας κάνει εντύπωση που αυτή η στιγμιαία ιδέα ενός μπλαζέ αριστοκράτη έγινε παγκόσμιο μπεστ σέλερ.
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με ενοχλεί ακριβώς στην όλη ιδέα. Όπως όλοι οι μπούμερ, αρέσκομαι και εγώ στην παραδοξολογία και στην αναζήτηση της ιδιαιτερότητας στη φύση ανθρώπινων και μη αντικειμένων – ειδικά όταν δεν έχουν καμία σκοπιμότητα. Αλλά όταν αυτή η αναζήτηση γίνει επαγγελματική, τότε χάνεται ακριβώς αυτή η βαθιά ουσία της ιδιαιτερότητας: η αναζήτηση γίνεται σκοπός και το παράδοξο από αντικείμενο θήρευσης γίνεται προϊόν παραγωγής.
Το να αναζητάς το παράδοξο είναι μια τέχνη δύσκολη Το παράδοξο στην περίπτωση των Γκίνες διολίσθησε εύκολα εντέλει στο ευτράπελο. Πόσα πηδηματάκια μπορεί να κάνει μια γάτα; Πόσο μήκος έχει η μακρύτερη γλώσσα; Ποια είναι η μεγαλύτερη σπανακοτυρόπιτα;
Εκεί που, ωστόσο, συνειδητοποιώ τη χρησιμότητα αυτής της ευτράπελης παραδοξολογίας είναι όταν επισκέπτομαι, είτε διά ζώσης είτε μέσω αφηγήσεων,
φωτογραφιών ή/και βίντεο φίλων, το ελληνικό καλοκαίρι. Πόσα και πόσα ρεκόρ ψάχνουν τον καταγραφέα τους! Από τα πλέον εύκολα -ποια είναι η παραλία με τους περισσότερους έλληνες λουόμενους που φέρουν τατού με αρχαιοελληνικό έμβλημα- έως τα πραγματικά δύσκολα – όπως ποια είναι η παραλία με τα περισσότερα πεταμένα πλαστικά καλαμάκια ή με τη μεγάλη ένταση στα ντεσιμπέλ των ηχείων που αφειδώς προσφέρουν στους θαμώνες τους τα μπαρ (και όχι μόνο δυστυχώς).
Διασκεδάζω εν ου παικτοίς, θα μου πείτε – και με το δίκιο σας. Αλλά ποια άλλη διέξοδος απομένει στον έρημο παραθεριστή και στην έρημη παραθερίστρια που θέλουν να απολαύσουν τη θάλασσα χωρίς ρύπανση; Μέσα σε ένα σύμπαν όπου το ένα αρνητικό ρεκόρ μοιάζει να κονταροχτυπιέται με το επόμενο, φαντάζει αντικείμενο προς διερεύνηση για το βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες το αντίθετο μάλλον ερώτημα: ποια παραλία μένει μακριά από κάθε ρεκόρ, δηλαδή όπως την ξέραμε κάποτε: ήσυχη, χωρίς ανέσεις ομπρελοτραπεζοκαθισμάτων και -το κυριότερο- με πρόσβαση που να μην ανακόπτεται από αυθαίρετες παρεμβάσεις; (Οπως ήταν, ας πούμε, εκείνα τα ήσυχα βραχάκια δίπλα στις Αποθήκες της Ανδρου, προτού ξεφυτρώσει ένας φράκτης, ο οποίος με κάποιο μαγικό τρόπο φτάνει μέχρι τον γκρεμό, αλλά και η «βασική» παραλία των Αποθηκών, μία από τις πολλές που παραδόθηκαν όχι μόνο στα ντεσιμπέλ αλλά και στο κιτς.)
Δεν έχω ιδιαίτερη έφεση στο κληρονομικό χάρισμα της επικοινωνίας με τα πνεύματα αυτών που έχουν πεθάνει, αλλά τρέφω βάσιμες υποψίες ότι αν ο δαιμόνιος Μπίβερ καλούνταν να απαντήσει το τελευταίο ερώτημα, θα γινόταν καπνός πιο γρήγορα κι από το γεράκι πετρίτη, το -σύμφωνα πάντα με το γνωστό βιβλίο- γρηγορότερο πτηνό του πλανήτη.
